facebook
Αρχική Νομολογία Τροχαίο και Ασφαλιστικό - Ιδιωτική Ασφάλιση - Αστική ευθύνη επί τροχαίων ατυχημάτων Τροχαία με Ρυμουλκά – Ρυμουλκούμενα (1) Εάν Ασφαλίζονται σε διαφορετικό Ασφαλιστή η ευθύνη βαρύνει τον Ασφαλιστή του Ρυμουλκού Απόφ. ΑΠ 6/2010

Τροχαία με Ρυμουλκά – Ρυμουλκούμενα (1) Εάν Ασφαλίζονται σε διαφορετικό Ασφαλιστή η ευθύνη βαρύνει τον Ασφαλιστή του Ρυμουλκού Απόφ. ΑΠ 6/2010

Τροχαία με Ρυμουλκά – Ρυμουλκούμενα (1)
Εάν Ασφαλίζονται σε διαφορετικό Ασφαλιστή
η ευθύνη βαρύνει τον Ασφαλιστή του Ρυμουλκού


Αν αποδεικνύεται, ότι η ζημία προκαλείται σε τρίτο πρόσωπο από ρυμουλκό όχημα και υπάρχουν χωριστές συμβάσεις ασφάλισης για το ρυμουλκό και ρυμουλκούμενο (είτε στο ίδιο είτε σε διαφορετικούς ασφαλιστές), τότε η ευθύνη θα καλυφθεί από τον ασφαλιστή του ρυμουλκού οχήματος και δεν θα ενεργοποιηθεί η ασφάλιση του ρυμουλκουμένου οχήματος. 


Ασφάλιση Ρυμουλκουμένων Οχημάτων
Ισχύει η αρχή της επικουρικότητας
και καλύπτει τις ζημίες που προκαλεί σε τρίτους
όταν έχει αποσυνδεθεί από το ρυμουλκό

Σε ατυχήματα, που προκαλούνται από ρυμουλκό με ρυμουλκούμενο όχημα, η ευθύνη βαρύνει το ρυμουλκό όχημα, εφ’ όσον το ρυμουλκούμενο στερείται αυτόνομης κινήσεως .
Η αρχή της επικουρικότητος που καθιερώνει η διάταξη της παραγ. 1 του άρθρου 21 της Κ4/585/1978 Α.Υ.Ε. ισχύει, προδήλως, στην περίπτωση που το ατύχημα σε τρίτο προκαλείται από το ρυμουλκούμενο όχημα, όταν έχει αποσυνδεθεί από το ρυμουλκό όχημα και εν όσω αυτό, όντας τοπικώς και λειτουργικώς αποσυνδεδεμένο από το ρυμουλκό, προκαλεί το ατύχημα σε τρίτο πρόσωπο.


Απόφ. ΑΠ 6/2010
Πρόεδρος : Διονύσιος Γιαννακόπουλος
Εισηγητής : Σοφία Καραχάλιου
Μέλη : Ελευθέριος Μάλλιος – Γεωργία Λαλούση – Ευτύχιος Παλαιοκαστρίτης
Δικηγόροι : Θεόδωρο Μπριάννης – Φλώρα Τριανταφύλλου


Σχόλια & Παρατηρήσεις

1) Τροχαία με Ρυμουλκά & Ρυμουλκούμενα

Ευθύνη ασφαλιστή του ασφαλίζοντος ΜΟΝΟ το ρυμουλκό όχημα (όχι και το ρυμουλκούμενο) για ζημίες που προκλήθηκαν από το ρυμουλκούμενο καίτοι ευρίσκετο σε μηχανική λειτουργία, εφόσον κρίθηκε ότι υπαίτιο του ατυχήματος ήταν το ασφαλισμένο ρυμουλκό όχημα. Εφ.Αθ. 6865/1985 ΕΣυγκΔ 1987/318.

Σύγκρουση ρυμουλκουμένου επί εσταθμευμένου οχήματος κατ΄ελιγμό σταθμεύσεως δια εφοδιασμό του με καύσιμα & Ευθύνη οδηγού & ιδιοκτήτου & νομέως & κατόχου και ασφαλιστού εις ολόκληρον. Ένσταση ασφαλιστού ότι ασφαλίζει μόνο το ρυμουλκό και όχι το ρυμουλκούμενο & απορριπτέα ως αβάσιμη. Εφ.Αθ. 8408/1986 ΕΣυγκΔ 1987/109

Ατύχημα προκληθέν από Ρυμουλκό μετά Ρυμουλκουμένου – Αντικειμενική Ευθύνη κατόχου – Ν.ΓπΝ/1911. Η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία ισχυρίσθηκε ότι το όχημα που οδηγούσε ο ασφαλισμένος της δεν αποτελεί αυτοκίνητο κατά την έννοια του νόμου και ότι το ατύχημα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο μεταφερόμενο μ΄αυτό φορτίο, με αποτέλεσμα αυτή να μην υπέχει ευθύνη στην συγκεκριμένη περίπτωση. Όμως το ρυμουλκό και το ρυμουλκόμενο όχημα, που και τα δύο ανήκουν στον πρώτο εναγόμενο και οδηγούσε αυτός κατά τον παραπάνω χρόνο, αποτελούν μια λειτουργική ενότητα και εφόσον, διαρκούσης αυτής της λειτουργικής ενότητας, προκλήθηκε ζημία σε τρίτον από τον ενιαίο συρμό και μάλιστα είτε από το ρυμουλκό, είτε από το ρυμουλκόμενο, ευθύνεται κατά το Ν.ΓΠΝ/1911 αυτός ως κάτοχος και οδηγός του ρυμουλκού οχήματος. Εφ.Δωδ . 323/2001 ΣΕΣυγκΔ 2003/223

Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 εδ. α της υπ΄αριθ. Κ4/585/5-4-1978ΑΥΕ, αν υπάρχει αυτοτελής ή χωριστή ασφάλιση του ρυμουλκουμένου οχήματος, τότε αυτή ισχύει μόνο: 
α) αν είναι ανασφάλιστο του ρυμουλκό όχημα, ή 
β) αν η ασφάλιση του ρυμουλκού οχήματος δεν καλύπτει την ευθύνη από ατυχήματα προξενούμενα από το ρυμουλκούμενο.
Κατά δε την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου «εφόσον η αστική ευθύνη δια το ρυμουλκό και ρυμουλκούμενο καλύπτεται δι΄ενός ασφαλιστηρίου, τούτο θεωρούνται δια την κάλυψη κινδύνου αστικής ευθύνης, ως εν ενιαίο όχημα, ανώτατο δε όριον ευθύνης του ασφαλιστού είναι το συμφωνηθέν δια το ρυμουλκόν όχημα ασφαλιστικόν ποσόν». Εφ.Αθ.6895/2000 ΣΕΣυγκΔ 2004/609


Κείμενο Απόφ. ΑΠ 6/2010

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτή, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ‘Αρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που κλητεύθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …και … εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητού του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, …, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτή πράξη, με την οποία ορίσθηκε αρμοδίως δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και κλήση για την συζήτηση αυτής, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς τους πρώτο και δεύτερο αναιρεσιβλήτους, Ψ1 και Ψ2, αντιστοίχως. Επομένως, εφ’ όσον οι ανωτέρω αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, κατά την δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως, στη σειρά της, από το πινάκιο, και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών, σαν να ήσαν παρόντες.

Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 5 της Κ4/585/1978 Α.Υ.Ε. “το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή κατ’ ατύχημα συμπεριλαμβανομένων των τόκων των εύλογων δικαστικών δαπανών ως και των πάσης φύσεως εξόδων δεν δύναται να υπερβεί τα εις το ασφαλιστήριο αναφερόμενα ποσά ανεξαρτήτως του αριθμού των καθ’ έκαστο ατύχημα ζημιωθέντων. Περισσότερες της μιάς κατ’ ατύχημα εκ της αυτής αιτίας προκληθείσες ζημίες, λογίζονται ως ενιαίο ατύχημα”. Κατά την διάταξη δε του άρθρου 21 της αυτής, ως άνω, Υπουργικής αποφάσεως” επί ασφαλίσεως ευθύνης εκ της κυκλοφορίας ρυμουλκουμένων οχημάτων δι’ αυτοτελούς ασφαλίσεως η ασφάλιση του ρυμουλκούμενου ισχύει μόνον εφ’ όσον το ρυμουλκούν όχημα είναι ανασφάλιστο ή η υφιστάμενη ασφαλιστή του δεν καλύπτει την ευθύνη εξ ατυχημάτων προξενουμένων υπό του ρυμουλκούμενου”. Επομένως, σύμφωνα με το εδ. α’ της παραγ. 1 του ανωτέρω άρθρου, αν υπάρχει αυτοτελής ή χωριστή ασφάλιση του ρυμουλκουμένου οχήματος, τότε αυτή ισχύει μόνον: α) αν είναι ανασφάλιστο το ρυμουλκό όχημα ή β) αν η ασφάλιση του ρυμουλκού οχήματος δεν καλύπτει την ευθύνη από ατυχήματα προξενούμενα από το ρυμουλκούμενο. Εκ τούτων συνάγεται ότι, για την ασφάλιση του ρυμουλκουμένου οχήματος, ισχύει η αρχή της επικουρικότητος. Αν αποδεικνύεται, ότι η ζημία προκαλείται σε τρίτο πρόσωπο από ρυμουλκό όχημα και υπάρχουν χωριστές συμβάσεις ασφάλισης για το ρυμουλκό και ρυμουλκούμενο είτε στο ίδιο είτε σε διαφορετικούς ασφαλιστές, τότε η ευθύνη θα καλυφθεί από τον ασφαλιστή του ρυμουλκού οχήματος. Δεν θα ενεργοποιηθεί η ασφάλιση του ρυμουλκουμένου οχήματος. Η αρχή της επικουρικότητος που καθιερώνει η διάταξη της παραγ. 1 του άρθρου 21 της Κ4/585/1978 Α.Υ.Ε. ισχύει, προδήλως, στην περίπτωση που το ατύχημα σε τρίτο προκαλείται από το ρυμουλκούμενο όχημα, όταν έχει αποσυνδεθεί από το ρυμουλκό όχημα και εν όσω αυτό, όντας τοπικώς και λειτουργικώς αποσυνδεδεμένο από το ρυμουλκό, προκαλεί το ατύχημα σε τρίτο πρόσωπο. Σε ατυχήματα, που προκαλούνται από ρυμουλκό με ρυμουλκούμενο όχημα, η ευθύνη βαρύνει το ρυμουλκό όχημα, εφ’ όσον το ρυμουλκούμενο στερείται αυτόνομης κινήσεως.

Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπ’ όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και έτσι θεμελιώνουν το αίτημά των. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται επί λήψεως υπ’ όψη αυτοτελών ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και όχι επί νομικώς αδιαφόρων περιστατικών. 
Κατά την διάταξη δε του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως όταν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Για το ορισμένο του λόγου αυτού, με τον οποίο ελέγχονται μόνον οι παραβάσεις κανόνων των ουσιαστικού δικαίου και όχι του δικονομικού δικαίου, πρέπει να εκτίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα, ο ισχυρισμός και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, να γίνεται εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου ήτοι αν πρόκειται για ανεπάρκεια αιτιολογίας να καθορίζονται τα περιστατικά που έπρεπε επί πλέον να αναφέρονται, αν δε πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες να καθορίζονται αυτές και σε τι συνίσταται η αντίφαση, ενώ δεν αρκούν οι γενικές εκφράσεις για “ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας”. 
Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 17 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσή της ή να εμφανίζεται αβεβαιότητα ως προς την διάπλαση ή την διάγνωση που έλαβε χώρα. Για το ορισμένο δε του λόγου αυτού, πρέπει να προσδιορίζεται ποιες είναι οι διατάξεις. 
Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335, 338, 339 και 346 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικώς με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οι οποίοι έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπ’ όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς όμως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση εκάστου από αυτά. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθμ. 11 γ του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Ο λόγος, όμως, αυτός απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι ελήφθησαν υπ’ όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους και έγινε επίκλησή των. Για το ορισμένο δε του λόγου αυτού, πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό των και να αναφέρεται ότι έγινε επίκληση και προσκομιδή των. Ακόμη, πρέπει να καθορίζεται ο ισχυρισμός το βάσιμο του οποίου θα απεδεικνύετο με το εν λόγω αποδεικτικό μέσο, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. 

Στην παρούσα περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, το Εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως: ότι το ένδικο ατύχημα, από το οποίο επήλθε ο θάνατος των συγγενών των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, Θ1 και Θ2, έλαβε χώρα την … και περί ώρα 5 π.μ. στην Χ.Θ. 430,500 της Ε.Ο Αθηνών-Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη, μεταξύ του με αριθμό … επιβατηγού αυτοκινήτου, περιπολικού του τμήματος τροχαίας …(στο οποίο επέβαιναν οι προαναφερόμενοι συγγενείς των αναιρεσειόντων, ο πρώτος ως οδηγός και ο δεύτερος ως συνοδηγός) και τον με αριθμό … Δ.Χ.Φ αυτοκινήτου, ρυμουλκού μάρκας SCANIA, με επικαθήμενο με αριθμό κυκλ. … (ήτοι ρυμουλκού μετά ρυμουλκουμένου), που ήσαν συνδεδεμένα μεταξύ των και μετέφεραν σιδηρόβεργες, συνολικού βάρους 33.430 χιλ/μων, το οποίο ήταν κατά 1430 χιλ/μα επί πλέον του μεγίστου επιτρεπομένου μικτού βάρους φορτίου του (κατά την άδεια κυκλοφορίας 32.000 χιλ/μα). Ότι αποκλειστικός υπαίτιος του ατυχήματος και των εξ αυτού συνεπειών είναι ο πρώτος εναγόμενος (και ήδη α’ αναιρεσίβλητος), Ψ1, οδηγός του δευτέρου, ως άνω, οχήματος (ρυμουλκού μετά ρυμουλκουμένου), ο οποίος καίτοι γνώριζε ότι το φορτίο το οποίο μετέφερε ήταν υπέρβαρο κατά 1430 χιλ/μα και παρά το γεγονός ότι η ορατότητά του ήταν περιορισμένη και δυσχερής, λόγω πυκνής ομίχλης που υπήρχε στην περιοχή, και ότι το οδόστρωμα ήταν υγρό και ολισθηρό, δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματός του σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες, αλλά έβαινε με την υπερβολική ταχύτητα των 102 Χ/Ω, με αποτέλεσμα να μη αντιληφθεί εγκαίρως το προπορευόμενο περιπολικό αυτοκίνητο και το όχημα που ωδήγει να επιπέσει, με σφοδρότητα, με το εμπρόσθιο τμήμα του, επί του οπισθίου τμήματος του περιπολικού αυτοκινήτου, το οποίο, αφού σύρθηκε από αυτό επί 85 μέτρα περίπου μέχρι το προστατευτικό μεταλλικό στηθαίο δεξιά της οδού, όπου προσέκρουσε, μετατρεπόμενο σε άμορφη μάζα σιδερικών, διέγραψε περιστροφική κίνηση και ακινητοποιήθηκε δεξιά της οδού μετά από 20 μέτρα πορείας, ενώ το όχημα που ωδήγει συνέχισε την πορεία του ευθεία στο οδόστρωμα, διανύοντας συνολικά 180 μέτρα από το σημείο της συγκρούσεως. 

Ακολούθως, το Εφετείο, εν σχέσει προς το ζήτημα της ασφαλίσεως του ζημιογόνου οχήματος, ήτοι του ρυμουλκού μετά του ρυμουλκουμένου, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, δέχθηκε ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά: “…Στην προκειμένη περίπτωση από τα μνημονευόμενα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύονται περαιτέρω τα ακόλουθα περιστατικά: με τα υπ’ αριθμ. …και …ασφαλιστήρια συμβόλαια, που εξέδωσε η τέταρτη εναγομένη των ως άνω δύο αγωγών ασφαλιστική εταιρία, ο δεύτερος εναγόμενος είχε ασφαλίσει το ζημιογόνο ΔΧΦ αυτοκίνητο [που αποτελούνταν από ρυμουλκό και το ρυμουλκούμενο] για το καθένα από το ρυμουλκό και το ρυμουλκούμενο οχήματα με δύο ξεχωριστές ασφαλιστικές συμβάσεις και ειδικότερα, το ρυμουλκό με αριθμό κυκλοφορίας … όχημα, με το πρώτο από τα παραπάνω ασφαλιστήρια μέχρι του ποσού των 500.00 ευρώ για την κάλυψη σωματικών βλαβών τρίτων προσώπων και το ρυμουλκούμενο με αριθμό κυκλοφορίας … όχημα, με το δεύτερο ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ για την κάλυψη σωματικών βλαβών τρίτων, χωρίς η ασφάλιση του ρυμουλκού να καλύπτει και το ρυμουλκούμενο όχημα. Περαιτέρω κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει των ως άνω συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η μετωπική επίπτωση του ρυμουλκού οχήματος επί του περιπολικού οχήματος στο οποίο επέβαιναν οι ανωτέρω θανατωθέντες συγγενείς των εναγόντων των δύο αγωγών, όλες οι επιζήμιες για τους ενάγοντες συνέπειες του ατυχήματος προκλήθηκαν από το ρυμουλκό όχημα και ελάχιστα μόνο σε ποσοστό που δεν αξιολογείται συνετέλεσε το γεγονός ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν προσαρμοσμένο στο ρυμουλκό και το ρυμουλκούμενο.
Συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση ενεργοποιήσεως της ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που αφορά το ρυμουλκούμενο όχημα… κατά τον περί τούτου βάσιμο ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε πρωτοδίκως (η δ’ εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητος)”. Με βάση τις παραδοχές του αυτές, το Εφετείο έκρινε, ότι δεν ενεργοποιείται η ασφαλιστική σύμβαση που αφορά στο ρυμουλκούμενο όχημα και, κατά παραδοχή της εφέσεως της δ’ εναγομένης-αναιρεσιβλήτου, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικο απόφαση, η οποία είχε κρίνει αντιθέτως, έκανε δεκτό του, ως άνω, ισχυρισμό της τελευταίας και συνακολούθως την ένσταση που προβλήθηκε από αυτή, περί συμμέτρου ικανοποιήσεως των εναγόντων (αναιρεσειόντων) μέχρι του ασφαλιστικού ποσού του ρυμουλκού, ανερχομένου στο ποσό των 500.000 Ευρώ. 
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και τον πρώτο λόγο αναιρέσεως κατά το έκτο μέρος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως νομίμου βάσεως αυτής, λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, διότι ενώ δέχεται πραγματικά περιστατικά, τα οποία αφορούν στο ρυμουλκούμενο όχημα και το οποία επέδρασαν στην επέλευση του ατυχήματος και το μέγεθος της ζημιών, ακολούθως δέχεται ότι “όλες οι επιζήμιες για τους ενάγοντες συνέπειες του ατυχήματος προκλήθηκαν από το ρυμουλκό όχημα και ελάχιστα μόνο, σε ποσοστό που δεν αξιολογείται, συνετέλεσε το γεγονός ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν προσαρμοσμένο στο ρυμουλκό και το ρυμουλκούμενο”. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, διότι η επικαλούμενη αντίφαση και ελλείψεις ανάγονται σε ζήτημα που δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, το Εφετείο, όπως προκύπτει από το, ως άνω, περιεχόμενο της αποφάσεώς του, με σαφή και πλήρη αιτιολογία, δέχθηκε ότι υπήρχαν χωριστές ασφαλιστικές συμβάσεις για το ρυμουλκό και το ρυμουλκούμενο όχημα και ότι το ατύχημα έλαβε χώρα από το ρυμουλκό, κατά τον χρόνο που ήταν συνδεδεμένο με αυτό το ρυμουλκούμενο όχημα. Οι παραδοχές δε αυτές αρκούν για την επέλευση της έννομης συνέπειας που διαγνώσθηκε, ήτοι της μη ενεργοποιήσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως που αφορά στο ρυμουλκούμενο, χωρίς να είναι αναγκαίο και η διαπίστωση του εάν και κατά πόσο συνετέλεσε στο ατύχημα το ρυμουλκούμενο όχημα. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο μέρος του, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 17, 8, 10, 11 και 12 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., επειδή το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του, αντιστοίχως, αντιφατικές διατάξεις, δέχθηκε ισχυρισμό “περί ελαχίστου ποσοστού συνδρομής του ρυμουλκουμένου οχήματος στο ατύχημα που επήλθε”, χωρίς να προταθεί από την δ’ εναγομένη, δέχθηκε τον ισχυρισμό αυτό χωρίς αποδείξεις, δεν έλαβε υπ’ όψη τα επικληθέντα και προσκομισθέντα από τους αναιρεσείοντες αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυπταν τα αντίθετα και “διαστρέβλωσε” τις αποδείξεις. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, κατά το μέρος του από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να απορριφθεί, ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποιες είναι οι αντιφατικές διατάξεις της αποφάσεως, ενώ η κατά την εκδοχή των αναιρεσειόντων αντίφαση ανάγεται στην μείζονα πρόταση και τις παραδοχές της αποφάσεως, ως προς το ανωτέρω ζήτημα. Κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμό 8 του αυτού άρθρου, ο αυτός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, διότι δεν ανάγεται σε ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αλλά σε περιστατικά νομικώς αδιάφορα. Ως απαράδεκτος για τον ίδιο λόγο, πρέπει να απορριφθεί ο αυτός λόγος αναιρέσεως και κατά το μέρος του από τον αριθμό 10 και 11, ενώ κατά το μέρος του από τον αριθμό 12 του αυτού άρθρου του Κ.Πολ.Δ., πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται στις υποθέσεις της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 681 Α του Κ.Πολ.Δ., όπως η προκειμένη υπόθεση. Εξ άλλου, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπ’ όψη και δεν εκτίμησε τα έγγραφα τα οποία οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν για την απόδειξη των ισχυρισμών των ότι τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα ποσά λόγο στερήσεως διατροφής δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών των. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι, υπό την επίφαση της επικλήσεως της, από την ανωτέρω διάταξη πλημμέλειας πλήττεται η περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Άλλως, πρέπει να απορριφθεί, ως αόριστος, διότι δεν καθορίζεται με σαφήνεια ο ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί πρωτοδίκως και ο οποίος θα απεδεικνύετο με τα εν λόγω έγγραφα, ούτε ο λόγος για τον οποίο ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Άλλως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο βεβαιώνει ότι, για την κατάρτιση του αποδεικτικού πορίσματος αυτού, έλαβε υπ’ όψη “και όλα γενικώς τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι”. Από την βεβαίωση δε αυτή, τις αιτιολογίες και το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπ’ όψη και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγω ελλείψεως ή λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας αυτής, εν σχέσει προς την ολοσχερή απόρριψη των εφέσεων που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείοντες. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αόριστος, διότι δεν εκτίθενται στο αναιρετήριο οι ισχυρισμοί και τα περιστατικά που είχαν προταθεί προς θεμελίωσή των και αποτελούσαν τους λόγους των εφέσεων των ήδη αναιρεσειόντων, ενώ δεν παρατίθενται και οι παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, εν σχέσει προς τους ισχυρισμούς αυτούς. Ακόμη, δεν αναφέρεται, και μάλιστα ενάριθμα, ο κανόνας ή οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκαν, εκ πλαγίου, με βάσει τις παραδοχές αυτές, και δεν εξειδικεύονται οι ελλείψεις. Η επικαλούμενη δε αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε την διάταξη του άρθρου 305 του Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος, διότι ανάγεται σε παραβίαση κανόνα δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας των, στα δικαστικά έξοδα της τρίτης αναιρεσιβλήτου (που παραστάθηκε κατά τη συζήτηση), κατά τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-9-2008 αίτηση των … κ.λ.π., περί αναιρέσεως της 1664/2008 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της τρίτης αναιρεσιβλήτου (Α.Ε.Ε.Γ.Α. “Η ΕΘΝΙΚΗ”), τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε 
————————–