Υπαναχώρηση Πώλησης (1)
Γεωργικού Ελκυστήρα λόγω νομικού ελαττώματος
Νομικό ελάττωμα, κατά την έννοια του άρθρου 514 του ΑΚ, αποτελεί κάθε δικαίωμα, εμπράγματο ή ενοχικό, που εμποδίζει την ελεύθερη μεταβίβαση της κυριότητας ή την άσκηση εξουσιών που πηγάζουν από αυτό, όπως είναι και τα δικαιώματα δημοσίου δικαίου.
Η ευθύνη του πωλητή για την ύπαρξη νομικού ελαττώματος του πωληθέντος διαπλάθεται ως ευθύνη για τη μη εκπλήρωση της παροχής και ο αγοραστής δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 380 και 382 του ΑΚ να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να ζητήσει αποζημίωση. Σε περίπτωση δε που ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ζητήσει και, κατ άρθρο 387 του ΑΚ, και αποζημίωση για τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και την αποθετική ζημία την οποία υπέστη.
Δολία απόκρυψη Νομικού Ελαττώματος
Συνιστά Απάτη
Οι όροι της αδικοπραξίας συντρέχουν (άρθρο 914 του ΑΚ) αν η πώληση πράγματος συνιστά παράνομη και υπαίτια πράξη του πωλητή όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο πωλητής με την ευκαιρία της σύμβασης αυτής, ενώ γνωρίζει την ύπαρξη νομικού ελαττώματος αποκρύπτει δολίως την ύπαρξή του από τον αγοραστή και με την δόλια αυτή απόκρυψη (απάτη) οδηγεί τον τελευταίο σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης.
Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος πωλητής, ενώ γνώριζε ότι δεν υπήρχε έγκριση τύπου για την κυκλοφορία συγκεκριμένου γεωργικού ελκυστήρα στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, απέκρυψε το γεγονός αυτό από τον αγοραστή (ενάγοντα) προχώρησε στη σύναψη της επίδικης σύμβασης πώλησης, και συμφωνήθηκε τίμημα πώλησης 40.800 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και εξόδων), το οποίο και εξοφλήθηκε.
Συνεπεία του ως άνω νομικού ελαττώματος που έφερε το πωληθέν δεν είναι δυνατό να κυκλοφορήσει νόμιμα στη χώρα.
Ο ενάγων αν και ενημέρωσε τον πωλητή προφορικώς αλλά και με εξώδικη δήλωσή του έταξε προθεσμία στον εναγόμενο να φροντίσει για την έκδοση νόμιμης άδειας κυκλοφορίας του εν λόγω γεωργικού ελκυστήρα, ο εναγόμενος δεν προέβη στην εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσής του. Έτσι αναγκάσθηκε ο ενάγων να καταβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ το ποσό των 10.737,00 ευρώ για ΦΠΑ, ενώ η καταβολή αυτή, βάσει των όρων της μεταξύ τους συμφωνίας, βάρυνε τον εναγόμενο. Ο ενάγων με εξώδικη δήλωσή του προς τον εναγόμενο, δήλωσε ότι υπαναχωρεί από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης και του ζητούσε να του επιστρέψει το ποσό των 51.468,00 ευρώ που κατέβαλε για τίμημα και ΦΠΑ.
Αποζημίωση εξ Αδικαιολογήτου Πλουτισμού
Με την περιέλευση της δήλωσης αυτής στον εναγόμενο λύθηκε, η μεταξύ τους σύμβαση πώλησης και κατά συνέπεια, το αίτημα αναγνώρισης υπαναχώρησης με την υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ& ουσία αβάσιμο.
Με τη λύση της επίδικης σύμβασης πώλησης ανατράπηκαν αναδρομικά τα αποτελέσματά της και, συνεπώς οι διάδικοι έχουν υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 επ. του ΑΚ) να επιστρέψουν τις παροχές που έλαβαν. Κατά συνέπεια ο εναγόμενος οφείλει να επιστρέψει στον ενάγοντα το ποσό των 40.800,00 ευρώ που έλαβε ως τίμημα. Οφείλει επίσης να του καταβάλει αποζημίωση για τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και την αποθεματική ζημία την οποία υπέστη. Επομένως, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα και το ποσό των 10.737,00 ευρώ που κατέβαλε αυτός για ΦΠΑ.
Επιδικάσθηκε επίσης ποσό 3.000 ευρώ που αναγκάσθηκε να δαπανήσει ο ενάγων λόγω ακινητοποίησης του γεωργικού του ελκυστήρα για τρία χρόνια και ανάθεσης των εργασιών για την καλλιέργεια των αγρών του σε τρίτο πρόσωπο (1.000 ευρώ κατ έτος και κατ& αποκοπή)
Ηθική Βλάβη 60.000 ευρώ
Δολία απόκρυψη νομικού ελαττώματος & συνιστά απάτη
Η δόλια απόκρυψη του νομικού ελαττώματος του γεωργικού ελκυστήρα, συνιστά απάτη. Κρίθηκε δε ότι ο ενάγων στεναχωρήθηκε και ταλαιπωρήθηκε ψυχικώς, καθώς έχει στην κατοχή του ένα μηχάνημα για το οποίο έχει ξοδέψει χρήματα, χωρίς να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για το σκοπό που το αγόρασε, και κατά συνέπεια, υπέστη ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει εύλογο λαμβάνοντας υπόψη το είδος των ζημιών που υπέστη, τις συνθήκες τέλεσης της σε βάρος της αδικοπραξία και την έλλειψη υπαιτιότητάς του στην τέλεσή της, καθώς την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, να λάβει το ποσό των 60.000 ευρώ.
Τοκοδοσία
επί Αγωγής εξ Αδικαιολογήτου Πλουτισμού
Κρίθηκε απορριπτέο το σχετικό αίτημα τοκοδοσίας επί του τιμήματος από την ημέρα εξόφλησής του, διότι στην αγωγή δεν αναφέρεται ότι ο εναγόμενος την ημέρα εκείνη οχλήθηκε σχετικώς.
Παραγραφή 20ετής
Δικαιωμάτων Αγοραστή
λόγω ύπαρξης νομικού ελαττώματος
Τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται (κατ΄άρθρ. 554 ΑΚ), μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά. Συνεπώς στη σύντομη αυτή παραγραφή δεν υπάγονται οι αξιώσεις του αγοραστή σε περίπτωση ύπαρξης νομικού ελαττώματος που πηγάζουν από το άρθρο 515 του ΑΚ σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις που αφορούν τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (άρθρα 380 και 382 του ΑΚ) στις οποίες το άρθρο 516 παραπέμπει, και οι οποίες υπόκειται στη γενική 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ.
Ενταύθα κρίθηκε απορριπτέα η σχετική ένσταση 2ετους παραγραφής, αλυσιτελώς προβαλλόμενη, καθότι με την αγωγή ζητείται να αναγνωριστεί η υπαναχώρηση και να καταβληθεί αποζημίωση λόγω ύπαρξης νομικού ελαττώματος (άρθρα 516, 382 και 387 του ΑΚ) και, κατά συνέπεια, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 554 του ΑΚ.
Αποδεικτικά Μέσα κατά την Τακτική Διαδικασία
Ξενόγλωσσα έγγραφα & μη μεταφρασμένα επισήμως
λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη
Τα ξενόγλωσσα έγγραφα, τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη επικυρωμένη μετάφρασή τους, αποτελούν μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (άρθρ.454 του ΚΠολΔ).
Όμως με τις τροποποιήσεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδαφ. ά και β΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001, επεκτείνεται γενικώς και στο πολυμελές πρωτοδικείο η χρήση των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων αλλά και των ενόρκων βεβαιώσεων.
Προέκυψε, έτσι, ένα νέο είδος εν μέρει ελεύθερης απόδειξης κατά την τακτική διαδικασία κατά το οποίο τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, οπότε αξιολογούνται όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η έννοια του όρου «συμπληρωματικά» στην παρ. 2 του ισχύοντος άρθρου 270 του ΚΠολΔ.
Απόφ.Πολ.Πρ. Καρδίτσας 72/2008
Πρόεδρος: Αρχοντούλα Σταυρίδου
Εισηγήτρια: Χρυσαφίνα Ζυγούρη
Δικηγόροι: Γεώργιος Ζορμπάς – Σταύρος Μανίκας
Βασίλειος Μόσχος – Παύλος Σφέτσιος
Σχόλια & Παρατηρήσεις
1) Αναστροφή & Υπαναχώρηση Πώλησης
Επί πωλήσεως ελαττωματικού πράγματος ο αγοραστής δικαιούται να αξιώσει, κατ’ ελεύθερη επιλογή, είτε την αναστροφή της πωλήσεως είτε τη μείωση του τιμήματος είτε την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο χωρίς ελάττωμα. Ο πωλητής, προς απόκρουση των εν λόγω δικαιωμάτων του αγοραστή, δικαιούται να προσφερθεί να διορθώσει το (πραγματικό) ελάττωμα, έτσι ώστε με τη διόρθωση να επανέλθει το ελαττωματικό πράγμα στην προηγούμενη κατάσταση. Αναιρείται εφετειακή απόφαση που έκρινε ότι το δικαίωμα αυτό του πωλητή, ανταποκρινόμενο στο εννοιολογικό περιεχόμενο της καθιερούμενης με το άρθρο 288 ΑΚ γενικής αρχής της καλόπιστης εκπληρώσεως της παροχής, αποκλείει την άσκηση των ως άνω εκ της “αγορανομικής” ευθύνης αυτού (πωλητή) απορρεόντων-δικαιωμάτων του αγοραστή και μάλιστα χωρίς να απαιτείται η αντίθεση των εν λόγω δικαιωμάτων στην καλή πίστη να είναι “προφανής”, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 281 ΑΚ. ΑΠ 1138/2008 ΕΣυγκΔ 2008/316
Ο όρος αναστροφή πώλησης ταυτίζεται και ενοποιείται ορολογικά με τον όρο υπαναχώρηση πώλησης που προβλέπεται μετά την αντικατάσταση των άρθρ. 540 επ. ΑΚ από την διάταξη του άρθρ. 1 παρ.1 Ν.3043/2002.
Το αγορασθέν όχημα εμφάνισε αμέσως σχεδόν μετά την πώληση του σοβαρά μηχανικά προβλήματα λειτουργίας (αυξομείωση στροφών λειτουργίας κινητήρος – αδικαιολόγητη πτώση αυτών στην τιμή του ρελαντί με συνέπεια την αιφνιδιαστική ακινητοποίηση του οχήματος), η ύπαρξη των οποίων αφενός μεν δεν δικαιολογείται σε ένα καινούριο αυτοκίνητο, αφετέρου δε δεν διασφαλίζει τη δέουσα ενεργητική και παθητική ασφάλεια στους επιβαίνοντες του οχήματος και γενικότερα την ασφαλή κυκλοφορία του, με συνέπεια το όχημα να καθίσταται ακατάλληλο για περαιτέρω χρήση. Παρά δε τις επανειλημμένες αλλά ανεπιτυχείς προσπάθειες επισκευής το πρόβλημα δεν αποκαταστάθηκε.
Την ελαττωματικότητα του ανωτέρω οχήματος αναγνώρισε και η εναγομένη πωλήτρια εταιρία, όταν πρότεινε στον ενάγοντα την αντικατάσταση του με καινούριο όχημα ίδιου τύπου πλην όμως, ο ενάγων δεν αποδέχθηκε αυτό επειδή θα έπρεπε να επιβαρυνθεί επιπλέον με το ποσό των 4.000,00 ευρώ περίπου για την αιτούμενη αντικατάσταση για το λόγο ότι ο τύπος του ανωτέρω οχήματος είχε ήδη αντικατασταθεί από την κατασκευάστρια εταιρία με νέο μοντέλο, το κόστος αγοράς του οποίου ήταν αυξημένο σε σχέση με το προηγούμενο. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ως άνω υπαναχώρηση του ενάγοντος από την ένδικη σύμβαση είναι σύννομη, με συνέπεια να υφίσταται υποχρέωση της εναγομένης (πωλήτριας) να αποδώσει έντοκα στον ενάγοντα το τίμημα και τα έξοδα της πώλησης, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων έκδοσης άδειας κυκλοφορίας και πινακίδων, των τελών κυκλοφορίας και το ποσό των 1.77,93 ευρώ, που αφορά την αγορά πρόσθετου εξοπλισμού για το ως άνω όχημα. Μον.Πρ.Βερ. 109/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/516
Κείμενο Απόφ. Πολ.Πρ.Καρδ. 72/2008
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 904 επ. του ΑΚ προκύπτει ότι αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση, δεν δόθηκε χωρίς αιτία και, άρα, δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 του ΑΚ και εφόσον αυτή είναι ισχυρή κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα από αυτή δικαιώματά του αξιώσεις κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν μπορούν ν ασκηθούν αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο όπως λ.χ. επί λύσεώς της ένεκα υπαναχωρήσεως (βλ. ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 43/1690). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 514 και 516 του ΑΚ, ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει το αντικείμενο της πώλησης ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου (νομικό ελάττωμα). Αν δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή και συγκεκριμένα αν κατά το χρόνο που καταρτίστηκε η σύμβαση υπήρχε ήδη νομικό ελάττωμα, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη, δηλαδή εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των άρθρων 380 και 382 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 847/2003 ΕλλΔνη 44.1358). Έτσι, η ευθύνη του πωλητή για την ύπαρξη νομικού ελαττώματος του πωληθέντος διαπλάθεται ως ευθύνη για τη μη εκπλήρωση της παροχής και ο αγοραστής δικαιούται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις (άρθρα 380 και 382 του ΑΚ) να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να ζητήσει αποζημίωση (βλ. ΕφΔωδ 394/2005 και ΕφΔωδ 179/2005 σε ηλεκτρονική νομική επιθεώρηση «ΝΟΜΟΣ»), σε περίπτωση δε που ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ζητήσει και, κατ& άρθρο 387 του ΑΚ, και αποζημίωση για τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και την αποθετική ζημία την οποία υπέστη (βλ. ΕφΛαρ 614/2004 Δικογραφία 2005.90).
2. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι, όμως, δυνατό μία υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν παράνομη ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και το οποίο αυτός όφειλε να το σεβαστεί (βλ. ΕφΛαρ 614/2004 οπ.π.). Έτσι, είναι δυνατόν να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας (άρθρο 914 του ΑΚ) αν η πώληση πράγματος συνιστά παράνομη και υπαίτια πράξη του πωλητή (βλ. ΕφΑθ 522/2002 ΕλλΔνη 43.1718), όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο πωλητής με την ευκαιρία της σύμβασης αυτής, ενώ γνωρίζει την ύπαρξη νομικού ελαττώματος αποκρύπτει δολίως την ύπαρξή του από τον αγοραστή και με την δόλια αυτή απόκρυψη (απάτη) οδηγεί τον τελευταίο σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης. Σε μία τέτοια περίπτωση ο αγοραστής είτε στην αδικοπραξία, είτε και στις δύο, διότι η άσκηση της μίας από αυτές δεν αποκλείει την άλλη, αλλά μόνο η ικανοποίηση της μίας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, οπότε σώζεται μόνο ως προς αυτό. Εξάλλου, νομικό ελάττωμα, κατά την έννοια του άρθρου 514 του ΑΚ, αποτελεί κάθε δικαίωμα, εμπράγματο ή ενοχικό, που εμποδίζει την ελεύθερη μεταβίβαση της κυριότητας ή την άσκηση εξουσιών που πηγάζουν από αυτό, όπως είναι και τα δικαιώματα δημοσίου δικαίου (βλ. ΕφΘεσ/νίκης 2395/1991 Αρμ. 1991. 851).
3. Τέλος, στην πολιτική δίκη νομιμοποιείται ενεργητικώς εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος του δικαιώματος και παθητικώς εκείνος που, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Συνεπώς, για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, έστω και εάν ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη για την ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης (βλ. ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27. 1427).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του εναγομένου συμφωνήθηκε, στην Καρδίτσα, το μήνα Αύγουστο του έτους 2003, να του πουλήσει ο τελευταίος ένα γεωργικό ελκυστήρα, εργοστασίου κατασκευής SAME, τύπου Silver 130 DT Agroshift και με αριθμό πλαισίου ____. Ότι ο εναγόμενος ενώ γνώριζε ότι δεν υπήρχε έγκριση τύπου για την κυκλοφορία του ως άνω γεωργικού ελκυστήρα στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση του το απέκρυψε και, έτσι, αυτός (ενάγων) προχώρησε στη σύναψη της επίδικης σύμβασης πώλησης. Ότι το τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε να ανέρχεται στο ποσό των 40.800,00 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ και των εξόδων. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης της παραδόθηκε ο ως άνω γεωργικός ελκυστήρας στις 2/5/2003 και αυτός εξόφλησε στον εναγόμενο το συμφωνημένο τίμημα με τμηματικές καταβολές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι συνεπεία του ως άνω νομικού ελαττώματος που έφερε το πωληθέν σ αυτόν δεν είναι δυνατό να κυκλοφορήσει νόμιμα στη χώρα μας και να το χρησιμοποιήσει. Ότι προφορικώς, αλλά και με εξώδικη δήλωσή του έταξε προθεσμία στον εναγόμενο να φροντίσει για την έκδοση νόμιμης άδειας κυκλοφορίας του εν λόγω γεωργικού ελκυστήρα. Ότι ο εναγόμενος δεν προέβη εντός της ταχθείσας προθεσμίας στην εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσής. Ότι αναγκάστηκε ο ίδιος (ενάγων) να καταβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ το ποσό των 10.737,00 ευρώ για ΦΠΑ, ενώ η καταβολή αυτή, βάσει των όρων της μεταξύ τους συμφωνίας, βάρυνε τον εναγόμενο.
Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής του ορθώς εκτιμάται από το Δικαστήριο και νομίμως περιορίστηκε με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα Πρακτικά Συνεδρίασης του Δικαστηρίου και τις προτάσεις του, να αναγνωρισθεί ότι υπαναχωρεί με την υπό κρίση αγωγή από την επίδικη σύμβαση πώλησης λόγω ύπαρξης νομικού ελαττώματος και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να του καταβάλει: α) βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω λύσεως της μεταξύ αυτού και του εναγομένου σύμβασης πώλησης, το ποσό των 40.800,00 ευρώ ως τίμημα, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της εξόφλησής του, άλλως από 4/6/2004, ημέρα της εξώδικης όχλησης του εναγομένου, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, β) το ποσό των 10.737,00 ευρώ που πλήρωσε για ΦΠΑ, ως αποζημίωση λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης, άλλως ως αποζημίωση την οποία υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου (απάτη), με το νόμιμο τόκο από 4/6/2004, ημέρα εξώδικης όχλησης του εναγομένου άλλως από την επίδοση της αγωγής γ) το ποσό των 44.000,00 ευρώ ως αποζημίωση λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης, άλλως ως αποζημίωση την οποία υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου (απάτη), ήτοι για διαφυγόντα κέρδη τα οποία απώλεσε και με πιθανότητα θα κέρδιζε κατά τα έτη από 2003 έως 2006 από τη χρήση του γεωργικού ελκυστήρα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, όσον αφορά το ποσό των 25.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όσον αφορά δε το ποσό των 19.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό κατάθεσης 79/17-2-2006 αγωγής από την οποία παραιτείται με την υπό κρίση αγωγή και της οποίας τα αποτελέσματα ως εξώδικης όχλησης διατηρούνται, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, δ) το ποσό των 9.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από με αριθμό κατάθεσης 79/17-2-2006 αγωγής, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την ίδια ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου (απάτη), και ε) τον ανατοκισμό των τόκων επί του ποσού των 51.468,00 ευρώ (= 40.800,00 ευρώ το τίμημα + 10.737,00 ευρώ ο ΦΠΑ) από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζητεί να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση λόγω της εμπορικής του ιδιότητας και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή αρμοδίως εισάγεται να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 18 παρ. 1, 22 και 33 του ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, ασκείται δε παραδεκτώς κατά του εναγομένου απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού του εναγομένου περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του, σύμφωνα με την υπ αριθμ. 3 μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αποτελεί ένσταση, αλλά άρνηση της αγωγής και εάν αποδειχθεί αληθινός αυτή (αγωγή) δεν καθίσταται παθητικώς ανομιμοποίητη, αλλά απορριπτέα ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις υπ αριθμ. 1 και 2 μείζονες σκέψεις που παρατίθενται στην αρχή της παρούσας, αλλά και στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 513, 514, 516, 382, 387, 389, 330 904 επ. , 91 επ., 932, 296, 297, 298, 340, 341, 345, 346 του ΑΚ και 70, 907, 908, 1047 παρ. 1 και 176 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί τοκοδοσίας επί του τιμήματος από την ημέρα εξόφλησής του, διότι στην αγωγή δεν αναφέρεται ότι ο εναγόμενος την ημέρα εκείνη οχλήθηκε σχετικώς (βλ. και ΕφΑθ 9552/2001 ΕλλΔνη 44.236 για τοκοδοσία επί απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό). Επομένως, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου που αναλογεί στο καταψηφιστικό της αντικείμενο με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. υπ’ αριθμ. ΣΤ 50091079 διπλότυπο είσπραξης και 0101280 γραμμάτιο είσπραξης της ΕτΕ) και προσκομίζεται κατ& άρθρο 214Α του ΚΠολΔ, η από 7/9/2007 δήλωση αποτυχίας εξώδικης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Παραγραφή δικαιωμάτων αγοραστή
Επειδή, από το άρθρο 554 του ΑΚ που ορίζει ότι τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά, προκύπτει ότι στη σύντομη αυτή παραγραφή υπάγονται, σύμφωνα με αυτό, οι αξιώσεις που ο αγοραστής έχει δικαίωμα να ασκήσει σε περίπτωση ύπαρξης πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας, και όχι οι αξιώσεις του αγοραστή σε περίπτωση ύπαρξης νομικού ελαττώματος που πηγάζουν από το άρθρο 515 του ΑΚ σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις που αφορούν τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (άρθρα 380 και 382 του ΑΚ) στις οποίες το άρθρο 516 παραπέμπει, και οι οποίες υπόκειται στη γενική 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 908/2001 ΕλλΔνη 44.190, ΑΠ 525/1986 ΝοΒ 35.193).
Ο εναγόμενος με τις εμπροθέσμως και νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του αρνείται αιτιολογημένα την ιστορική βάση της αγωγής. Περαιτέρω, ισχυρίζεται: α) Ότι οι αξιώσεις του ενάγοντα έχουν παραγραφεί, σύμφωνα με το άρθρο 554 του ΑΚ, λόγω της παρόδου δύο ετών από την κατάρτιση της πώλησης και της παράδοσης σ αυτόν του επίδικου γεωργικού ελκυστήρα. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου είναι, σύμφωνα με την αμέσως προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι στηρίζεται στις διατάξεις του ΑΚ περί ύπαρξης πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας (άρθρα 534 επ. του ΑΚ), ενώ με την αγωγή ζητείται να αναγνωριστεί η υπαναχώρηση και να καταβληθεί αποζημίωση λόγω ύπαρξης νομικού ελαττώματος (άρθρα 516, 382 και 387 του ΑΚ) και, κατά συνέπεια, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 554 του ΑΚ.
Αποδεικτικά Μέσα – Ξενόγλωσσα Έγγραφα
Επειδή, από το άρθρο 454 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα ξενόγλωσσα έγγραφα, τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη επικυρωμένη μετάφρασή τους, αποτελούν μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, δηλαδή υποστατά μεν πλην ελαττωματικά και γι αυτό άκυρα, τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη προς απόδειξη μόνο όταν αυτό ειδικά προβλέπεται. Η διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδαφ. ά του ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε πριν από τις τροποποιήσεις του ν. 2915/2001, επέτρεπε να ληφθούν υπόψη στην τακτική διαδικασία και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα στο ειρηνοδικείο, στο μονομελές πρωτοδικείο ή στο πολυμελές πρωτοδικείο όταν δεν εκδίδονταν προδικαστική απόφαση και μάλιστα χωρίς περιορισμούς, δηλαδή όπως ακριβώς ίσχυε και ισχύει στη μισθωτική και εργατική διαδικασία. Ήδη οι τροποποιήσεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδαφ. ά και β΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001, επέκτειναν γενικώς και στο πολυμελές πρωτοδικείο τη χρήση των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων και των ενόρκων βεβαιώσεων με την επιφύλαξη όμως και τη γενικευμένη επαναφορά σε όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια των περιορισμών που δικογράφουν για το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης τα άρθρα 393 και 394 του ΚΠολΔ. Προέκυψε, έτσι, ένα νέο είδος εν μέρει ελεύθερης απόδειξης κατά την τακτική διαδικασία κατά το οποίο τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, οπότε αξιολογούνται όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η έννοια του όρου «συμπληρωματικά» στην παρ. 2 του ισχύοντος άρθρου 270 του ΚΠολΔ (βλ. ΕφΠειρ. 884/2005 ΕλλΔνη 2006.1102).
Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο (ένας για κάθε διάδικο μέρος) και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τα οποία όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη θα χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 393 και 395 του ΚΠολΔ), πλην της από 22/5/2004 υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 του ___ του __, που νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων και δεν θα ληφθεί υπόψη, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου εδόθη με αφορμή την παρούσα δίκη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο εναγόμενος διατηρεί στους Αγ. Θεοδώρους Καρδίτσας επιχείρηση εισαγωγής και εμπορίας μεταχειρισμένων γεωργικών μηχανημάτων. Τον Απρίλιο του έτους 2003 ο ενάγων επισκέφθηκε την επιχείρησή του και καταρτίστηκε μεταξύ τους προφορική σύμβαση πώλησης δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να του παραδώσει και μεταβιβάσει κατά κυριότητα ένα γεωργικό ελκυστήρα, εργοστασίου κατασκευής SAME, τύπου silver 130 DT Agroshift και με αριθμό πλαισίου ____, και ο ενάγων να του καταβάλει ως τίμημα το ποσό των 40.800,00 ευρώ, στο οποίο, κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, θα περιλαμβανόταν και ο ΦΠΑ εκ 18% και τα έξοδα μεταφοράς. Στις 9/4/2003 ο ενάγων, κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 1.000,00 ευρώ με προκαταβολή και στις 29/4/2003 το ποσό των 34.000,00 ευρώ έναντι του ως άνω συνολικού τιμήματος, την ίδια ημέρα δε αποδέχθηκε μία συναλλαγματική για το υπόλοιπο ποσό των 5.800,00 ευρώ που εκδόθηκε σε διαταγή του εναγομένου με ημερομηνία λήξης την 31/8/2003. Η συναλλαγματική αυτή πληρώθηκε κατά την λήξη της και έτσι, ο ενάγων έχει εξοφλήσει το ποσό των 40.800,00 ευρώ στον εναγόμενο (βλ. τη βεβαίωση του εναγομένου, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων), ο δε τελευταίος του παρέδωσε στις 2/5/2003 τον επίδικο γεωργικό ελκυστήρα. Το ότι μεταξύ των διαδίκων και όχι μεταξύ του ενάγοντα και της αλλοδαπής εταιρίας SCAN AGRO καταρτίστηκε η σύμβαση πώλησης του επίδικου γεωργικού ελκυστήρα αποδείχθηκε καταρχάς από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντα του οποίου η αξιοπιστία δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο και ο οποίος ως αυτόπτης, αφού ήταν παρών κατά τη συμφωνία των διαδίκων, κατέθεσε εξ ιδίας αντιλήψεως και μετά λόγου γνώσης για τους όρους αυτής. Εξάλλου στις με ημερομηνία 9/4/2003 και 29/4/2003 αποδείξεις που εξέδωσε ο εναγόμενος για την είσπραξη από τον ενάγοντα των ποσών των 1.000,00 και 34.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, δεν αναγράφεται ότι τα ως άνω ποσά τα εισέπραξε όχι για ίδιον λογαριασμό, αλλά για λογαριασμό της SCAN AGRO. Ούτε αποδεικνύεται ότι η αλλοδαπή αυτή εταιρία ήταν η πωλήτρια του επίδικου γεωργικού ελκυστήρα από το γεγονός ότι στο τιμολόγιο και την φορτωτική που εκδόθηκαν με αφορμή την εν θέματι σύμβαση πώλησης αναγράφεται ως πωλήτρια αυτή (SCAN AGRO), διότι όπως κατέθεσε η μάρτυρας του εναγομένου, αυτό έγινε προς διευκόλυνση του ενάγοντα, ήτοι εκδόθηκαν τιμολόγια από την SCAN AGRO απευθείας σ αυτόν, για να μειωθεί το ποσό ΦΠΑ που θα καταβάλλονταν, αυτό δε είναι μία πάγια τακτική που ακολουθεί ο εναγόμενος με διάφορες εταιρίες του εξωτερικού. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα φωτοαντίγραφα τηλεομοιοτυπίας (ΦΑΞ) από τα οποία φαίνεται ότι ο εναγόμενος ενέβασε στην ως άνω αλλοδαπή εταιρίας στις 10/4/2003 το ποσό των 30.000,00 ευρώ, καθώς δεν αναφέρεται σ αυτά η αιτία της κατάθεσης των ως άνω ποσών, ούτε αυτά συμπίπτουν με τα ποσά που ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο στις 9/4/2003 ( 1.000,00 ευρώ) και στις 29/4/2003 (34.000,00) ευρώ. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί απλής μεσολάβησης στην εν λόγω σύμβαση πώλησης ο εναγόμενος προσκομίζει νομίμως μετ επικλήσεως μια απόδειξη είσπραξης από τον ενάγοντα προμήθειας ύψους 4.280,00 ευρώ. Όμως η απόδειξη αυτή είναι αθεώρητη τη στιγμή που η μάρτυρας του εναγομένου κατέθεσε ότι αυτός εκδίδει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών θεωρημένες και αποδίδει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ τον αναλογούντα ΦΠΑ, δεν αποδείχθηκε δε ότι την απόδειξη αυτή την παρέλαβε ο ενάγων. Επίσης, επικαλείται την από 2/6/2004 εξώδικη δήλωση του ενάγοντα, η οποία του επιδόθηκε στις 4/6/2004, ως εξώδικη ομολογία του τελευταίου περί της βασιμότητας του ισχυρισμού του περί μεσολάβησης. Πέρα από το γεγονός ότι η εξώδικη ομολογία του διαδίκου δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, αλλά εκτιμάται ελεύθερα σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αποδείξεις (άρθρο 352 παρ. 2 του ΚΠολΔ), με την ως άνω εξώδικη δήλωση του ενάγοντα στην οποία επί λέξει αναφέρεται «Όπως σας είναι γνωστό με προφορική συμφωνία που πραγματοποιήθηκε μεταξύ μας τον Απρίλιο του έτους 2003 αγόρασα κατόπιν διαμεσολαβήσεως και παραγγελίας δική σας από τη Δανέζικη εταιρία SCAN AGRO της οποίας είστε αντιπρόσωπος στην Ελλάδα, ένα γεωργικό ελκυστήρα &. Το συνολικό τίμημα για την αγορά . Συμφωνήθηκε στις σαράντα χιλιάδες οκτακόσια ευρώ, στην οποία τιμή θα συμπεριλαμβανόταν & όπως επίσης οι αμοιβές και τα τυχόν έξοδά σας», όπως αυτή ερμηνεύεται κατ& άρθρο 173 ΑΚ, από το δικαστήριο, ο τελευταίος δεν συνομολογεί με τη χρήση των λέξεων «διαμεσολάβηση» και «αντιπρόσωπος» ότι η επίδικη σύμβαση καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και τρίτου και όχι του εναγομένου, αλλά περιγράφει την εμπορική δραστηριότητα του τελευταίου, ο οποίος όπως προαναφέρθηκε, διατηρεί επιχείρηση εισαγωγής και εμπορίας μεταχειρισμένων γεωργικών οχημάτων και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται οι λέξεις αυτές (η χρήση των λέξεων «διαμεσολάβηση» και «παραγγελία» υποδηλώνει την εισαγωγή και τη χρήση της λέξης «αντιπρόσωπος» ότι ο εναγόμενος εμπορεύεται γεωργικά μηχανήματα όχι δικής του κατασκευής, αλλά τρίτων). Άλλωστε, όπως αποδεικνύεται από το φωτοαντίγραφο της γραπτής εγγύησης καλής λειτουργίας που νομίμως προσκομίζει μετ& επικλήσεως ο ενάγων, ο εναγόμενος του εγγυήθηκε την καλή λειτουργία του εν θέματι γεωργικού ελκυστήρα για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, πράξη στην οποία δεν θα προέβαινε εάν δεν ήταν ο πωλητής του ως άνω μηχανήματος. Επομένως ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν πώλησε αυτός το εν θέματι γεωργικό ελκυστήρα στον ενάγοντα αλλά η SCAN AGRO η δε συμμετοχή του στην πώληση αυτή εξαντλείται στο ρόλο του διαμεσολαβητή & μεσίτη δεν αποδείχθηκε.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν μπόρεσε να εκδώσει άδεια κυκλοφορίας και να λάβει πινακίδες κυκλοφορίας για τον επίδικο γεωργικό ελκυστήρα του, διότι δεν υπήρχε γι αυτόν (βλ. την υπ αριθμ. 2331/25-5-2004 βεβαίωση του Τμήματος ΑΕΕΓ της Δ/νσης ΕΓΓ. ΒΕΛ. ΤΡΙΚΑΛΩΝ της ΝΑ Τρικάλων, την οποία νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Η έλλειψη αυτή συνιστά νομικό ελάττωμα σύμφωνα με την υπ αριθμ. 1 μείζονα σκέψη που παρατίθεται στην αρχή της παρούσης, καθώς εμπόδιζε την άσκηση εκ μέρους του ενάγοντα πλήρους εξουσίας επί του γεωργικού ελκυστήρα. Την έλλειψη αυτή γνώριζε κατά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης ο εναγόμενος, πλην όμως την απέκρυψε δολίως από τον ενάγοντα και με τον τρόπο αυτό τον έπεισε να προβεί στην κατάρτισή της. Λόγω δε του ως άνω νομικού ελαττώματος ο ενάγων κυκλοφόρησε το γεωργικό ελκυστήρα έως τον Αύγουστο του έτους 2003 όταν μετά από έλεγχο της Τροχαίας διαπιστώθηκε η έλλειψη άδειας και πινακίδων κυκλοφορίας και αναγκάσθηκε εκ του λόγου αυτού να μην τον κυκλοφορεί (βλ. κατάθεση μάρτυρα του ενάγοντα). Επίσης, ο ενάγων αναγκάσθηκε να καταβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ το ποσό των (10.692,00 + 45,00 ευρώ ως προσαύξηση λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής =) 10.737,00 ευρώ για ΦΠΑ (βλ. τα φωτοαντίγραφα της από 29/4/2003 περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ και του υπ αριθμ. Σειρά ΣΤ 11390801 διπλοτύπου είσπραξης που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων), επειδή δεν το είχε καταβάλει ο εναγόμενος όπως όφειλε, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας τους.
Αδικαιολόγητος Πλουτισμός
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, προφορικώς έταξε προθεσμία στον εναγόμενο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από την μεταξύ τους σύμβαση, ήτοι να φροντίσει για την άρση του ως άνω νομικού ελαττώματος ώστε να εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας για τον ελκυστήρα του, πλην όμως αυτός εκώφευσε. Έτσι, ο ενάγων με την από 2/6/2004 εξώδικη δήλωσή του προς τον εναγόμενο, η οποία επιδόθηκε στον τελευταίο στις 4/6/2004 (βλ. αντίγραφο της δήλωσης που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται αυτός), δήλωσε ότι υπαναχωρεί από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης και του ζητούσε να του επιστρέψει το ποσό των 51.468,00 ευρώ που κατέβαλε για τίμημα και ΦΠΑ. Η χρήση του όρου «αναστροφή» στην ως άνω εξώδικη δήλωση δεν ασκεί επιρροή, καθώς για την υπαναχώρηση δεν απαιτείται η χρήση πανηγυρικών λέξεων, από όλο δε το περιεχόμενο της ως άνω εξώδικης δήλωσης προκύπτει ότι με αυτή ο ενάγων υπαναχωρεί από την επίδικη δήλωση. Με την περιέλευση της δήλωσης αυτής στον εναγόμενο λύθηκε, σύμφωνα με την υπ αριθμ. 1 μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, η μεταξύ τους σύμβαση πώλησης και κατά συνέπεια, το αίτημα αναγνώρισης υπαναχώρησης με την υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ& ουσία αβάσιμο. Με τη λύση της επίδικης σύμβασης πώλησης ανατράπηκαν αναδρομικά τα αποτελέσματά της και, σύμφωνα με την ίδια ως άνω μείζονα σκέψη, οι διάδικοι έχουν υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 επ. του ΑΚ) να επιστρέψουν τις παροχές που έλαβαν. Κατά συνέπεια ο εναγόμενος οφείλει να επιστρέψει στον ενάγοντα το ποσό των 40.800,00 ευρώ που έλαβε ως τίμημα. Επίσης σύμφωνα με την ίδια μείζονα σκέψη, οφείλει να του καταβάλει αποζημίωση για τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και την αποθεματική ζημία την οποία υπέστη. Επομένως, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα και το ποσό των 10.737,00 ευρώ που κατέβαλε αυτός για ΦΠΑ.
Επίσης, αποδείχθηκε ότι έως τον Αύγουστο του έτους 2003 ο ενάγων, χρησιμοποίησε όπως προειπώθηκε, το γεωργικό ελκυστήρα για την καλλιέργεια των αγρών του, από τότε δε το ακινητοποίησε μετά τον έλεγχο της αρμόδιας Τροχαίας (βλ. κατάθεση μάρτυρά του). Έτσι, για τα έτη 2004, 2005 και 2006, αναγκάσθηκε να αναθέσει τις εργασίες αυτές σε τρίτο άτομο, το οποίο πλήρωνε με το ποσό των 1.000,00 ευρώ κατ& έτος και κατ αποκοπή. Επομένως, ζημιώθηκε από τη μη εκπλήρωση της εν θέματι πώλησης και κατά το ποσό των (3 έτη επί 1.000,00 ευρώ =) 3.000,00 ευρώ. Για το έτος 2003 δεν αποδείχθηκε τέτοιου είδους ζημία, καθώς είχε προλάβει να χρησιμοποιήσει το γεωργικό ελκυστήρα (ο μάρτυρας του κατέθεσε ότι οι αγροτικές εργασίες για τις οποίες τον προόριζε διαρκούν από Μάρτιο έως Σεπτέμβριο), και κατά συνέπεια, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως κατ& ουσία αβάσιμο. Άλλη ζημία του ενάγοντα από τη μη εκπλήρωση της επίδικης σύμβασης δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός απώλεσε κατά τα έτη 2003, 2004, 2005 και 2006 διαφυγόντα κέρδη που με πιθανότητα προσδοκούσε να κερδίσει καλλιεργώντας με τον επίδικο γεωργικό ελκυστήρα αγρούς τρίτων ατόμων. Αναφορικά με το θέμα αυτό, ο μάρτυράς του δεν υπήρξε πειστικός. Αυτός κατέθεσε γενικόλογα, ότι ο ενάγων σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει το εν θέματι γεωργικό μηχάνημα γι αυτό το σκοπό και ότι είχε έρθει σε συζητήσεις μαζί του και με άλλα 7 με 8 άτομα αναφέρονται ενδεικτικώς δύο ονόματα από τα οποία το ένα (___) δεν αναφέρεται στην υπό κρίση αγωγή, πλην όμως από την κατάθεσή του δεν προκύπτει ότι ήδη είχαν συμφωνηθεί και ανατεθεί στον ενάγοντα οι αγροτικές εργασίες σε αγρούς τρίτων, αλλά ότι αυτό ήταν απλώς ένα ενδεχόμενο που ερευνούσε ο ενάγων.
Ηθική Βλάβη
Τέλος, αποδείχθηκε ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου (δόλια απόκρυψη του νομικού ελαττώματος του γεωργικού ελκυστήρα), που συνιστά σύμφωνα με την υπ αριθμ. 2 μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, απάτη, ο ενάγων στεναχωρήθηκε και ταλαιπωρήθηκε ψυχικώς, καθώς έχει στην κατοχή του ένα μηχάνημα για το οποίο έχει ξοδέψει χρήματα, χωρίς να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για το σκοπό που το αγόρασε, και κατά συνέπεια, υπέστη ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει εύλογο λαμβάνοντας υπόψη το είδος των ζημιών που υπέστη, τις συνθήκες τέλεσης της σε βάρος της αδικοπραξία και την έλλειψη υπαιτιότητάς του στην τέλεσή της, καθώς την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, να λάβει το ποσό των 60.000 ευρώ.
$Ενόψει των παραπάνω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ& ουσία βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα α) το ποσό των 40.800,00 + 10.737,00 = ) 51.537,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 4/6/2004 ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με τα παραπάνω, οχλήθηκε προς τούτο (άρθρα 340 και 341 του ΑΚ) των τόκων ανατοκιζομένων από την επίδοση της αγωγής και έως την όχληση, και β) το ποσό των (3.000,00 + 600,00 =) 3.600,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 του ΑΚ), καθώς δεν αποδείχθηκε προηγούμενη εξώδικη όχληση του εναγομένου για το ποσό αυτό (ο ενάγων δεν προσκόμισε νομίμως μετ επικλήσεως την επικαλουμένη με αριθμό κατάθεσης 79/2006 αγωγή από την οποία παραιτήθηκε με την υπό κρίση αγωγή για να διαπιστωθεί το περιεχόμενό της, ώστε, μετά την παραίτησή του, να ισχύσει ως εξώδικη όχληση του εναγομένου για το ως άνω ποσό. Το αίτημα του ενάγοντα περί επίδειξης εγγράφων πρέπει και μετά και την ουσιαστική παραδοχή της αγωγής ν απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, ομοίως πρέπει δε να απορριφθεί και το αίτημα περί τεχνικής πραγματογνωμοσύνης των εναγομένων καθώς από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας προέκυψε ότι ο ενάγων χρησιμοποιούσε το γεωργικό ελκυστήρα έως τον Αύγουστο του έτους 2003. Η παρούσα δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική διάταξη, διότι η επιβράδυνση στην εκτέλεσή της δεν θα επιφέρει σημαντική βλάβη στον ενάγοντα (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας λόγω εμπορικής του ιδιότητας (αγορά και μεταπώληση γεωργικών μηχανημάτων επί κέρδει σε τρίτους) και της εμπορικότητας της οφειλής του (άρθρο 1047 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει κατόπιν παραδοχής σχετικού αιτήματος (άρθρο 106 του ΚΠολΔ) να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας κάθε διάδικου μέρους (άρθρα 176, 178 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
——————————
…