Οι συντάκτες της Επιθεώρησις Συγκοινωνιακού Δικαίου επιλέγουν αυτή την εβδομάδα και σας
ενημερώνουν για το σημαντικό ζήτημα που αναγεννάται με την υποχρεωτική εφαρμογή του Κανονισμού
Ρώμη ΙΙ που αφορά τροχαία ατυχήματα αλλοδαπών στην ημεδαπή και ημεδαπών στην αλλοδαπή.
Ποίο το εφαρμοστέο δίκαιο από 11 Ιανουαρίου 2009
ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΤΗΤΑΣ
ΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 864/2007 (ΡΩΜΗ ΙΙ)
Υπό Γεωργίου Αμπατζή
Δικηγόρου Πατρών
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΧΕΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΚΑΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι νομικοί της πράξης, δικηγόροι και δικαστές, που θα κληθούν να χειριστούν υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων τα οποία παρουσιάζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, θα αντιμετωπίσουν ένα εντελώς νέο νομοθετικό καθεστώς ως προς το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο επί των ατυχημάτων αυτών. Και αυτό γιατί από τις 11 Ιανουαρίου 2009 αρχίζει να εφαρμόζεται και στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Δανίας, ο Κανονισμός 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)1 . Με τον Κανονισμό αυτόν ο κοινοτικός νομοθέτης ορίζει ότι επί των εξωσυμβατικών ενοχών το εφαρμοστέο δίκαιο δεν θα είναι πλέον το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (lex loci delicti commissi), του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά κατ’αρχήν το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η άμεση ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή των χωρών στις οποίες το γεγονός αυτό παράγει έμμεσα αποτελέσματα (άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού). Με τη ρύθμιση αυτή επέρχεται μία ριζοσπαστική καινοτομία και εγκαταλείπεται η αρχή “lex loci delicti commissi”, η οποία εφαρμοζόταν κατά τρόπο πάγιο μέχρι σήμερα από το σύνολο σχεδόν των κρατών-μελών, όπως τονίζεται και στην παράγραφο 15 του προοιμίου του εν λόγω Κανονισμού.
Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να επιχειρήσει μία πρώτη προσέγγιση των διατάξεων αυτού του Κανονισμού και της ερμηνείας τους όπως επίσης και να παρουσιάσει τους λόγους που ώθησαν τον κοινοτικό νομοθέτη να προχωρήσει στη νέα ρύθμιση. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία και μία μικρή ιστορική αναδρομή των προσπαθειών που προηγήθηκαν, έως ότου οι επιστημονικές απόψεις και οι προτάσεις των εμπλεκόμενων φορέων να λάβουν την τελική μορφή ενός νομοθετικού κειμένου άμεσης εφαρμογής στα κράτη-μέλη, όπως είναι ο εν λόγω Κανονισμός.
ΙΙ. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Τη βάση για τη σημερινή εξέλιξη αποτέλεσε το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αναφέρεται και στη σχετική πρόταση της Επιτροπής. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή η Ένωση έχει ως στόχο την διαμόρφωσή της σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και στον οποίο οι πολίτες θα μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματά τους ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών όλων των κρατών μελών με την ίδια ευχέρεια που θα το έπρατταν στην δική τους χώρα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν αναγκαίο να διασφαλισθεί η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται από τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους από τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Πράγματι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά την σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999 καθιέρωσε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ως ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας που θα εγκαθιδρυθεί στην Ένωση2. Ακολούθησε ο Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου3, γνωστός ως «Βρυξέλλες Ι», με το άρθρο 33 παρ. 1 του οποίου καθιερώθηκε η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος της Ένωσης από τα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία και μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης της απόφασης προβλέπεται ειδική διαδικασία για την αναγνώρισή της. Όμως τα όργανα της Ένωσης έκριναν ότι μόνη η αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων από τα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία ιδιαίτερη διαδικασία δεν αρκεί για να διασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μέτρο αυτό θα έπρεπε να συνοδευτεί και από την εναρμόνιση των κανόνων σύγκρουσης νόμων των κρατών μελών. Τέτοιοι κανόνες είναι εκείνοι με βάση τους οποίους προσδιορίζεται το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο σε μία ενοχή, δηλαδή οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά έχει γραφεί οι δύο πάρα πάνω αρχές, δηλαδή της αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και της εναρμόνισης των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών, πηγαίνουν μαζί «χέρι-χέρι»4.
Οι σχετικές προσπάθειες για την ενοποίηση των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών της Ένωσης άρχισε ήδη από το έτος 1967 και τον Ιούνιο του έτους 1980 οδήγησαν στην υπογραφή της σύμβασης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, γνωστής ως «ΡΩΜΗ Ι», η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1-4-1991. Η σύμβαση αυτή, η οποία έχει τη μορφή κλασσικής διεθνούς συνθήκης, σχεδιάστηκε ως απαραίτητο συμπλήρωμα της σύμβασης των Βρυξελλών της 27-9-1968 για τη «Διεθνή δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (εφεξής ΣυμβΒρυξ), η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το νόμο 1814/1988. Όμως οι δύο πάρα πάνω συμβάσεις δεν καλύπτουν το ζήτημα της ενοποίησης των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για τις εξωσυμβατικές ενοχές, αφού η πρώτη από αυτές ρυθμίζει το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και μόνο, ενώ η δεύτερη δεν περιλαμβάνει διατάξεις για το εφαρμοστέο δίκαιο. Έτσι κρίθηκε αναγκαίο να θεσπισθούν διατάξεις, με τις οποίες θα καθιερώνεται σε κοινοτικό επίπεδο η ενοποίηση των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (κανόνες σύγκρουσης νόμων) των κρατών μελών και για τις εξωσυμβατικές ενοχές. Το κείμενο του κανονισμού στην τελική του μορφή αποτέλεσε το απόσταγμα των εργασιών της Ευρωπαϊκής Ομάδας Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου (GEDIP), της ομάδας Ρώμη ΙΙ που συγκροτήθηκε ad hoc για τον σκοπό αυτό και του σχεδίου κειμένου που υποβλήθηκε από την αυστριακή προεδρία.
Για την θεσμοθέτηση των κανόνων ενοποίησης του εφαρμοστέου δικαίου επί των εξωσυμβατικών ενοχών επελέγη τελικά ως «μέσο» ο κανονισμός αντί της οδηγίας. Και αυτό έγινε, σύμφωνα με την άποψη των αρμοδίων οργάνων της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλισθεί ο στόχος του νομοθετήματος που είναι η ανεμπόδιστη και χωρίς προϋποθέσεις μεταφορά των διατάξεων του κανονισμού στα κράτη μέλη, γεγονός που εξυπηρετεί την ενίσχυση της ασφάλειας του δικαίου και της προβλεψιμότητας των νομικών λύσεων που επιλέγονται στον τομέα του εφαρμοστέου δικαίου σε συγκεκριμένη νομική σχέση. Αν αντίθετα επελέγετο η μορφή της οδηγίας, τότε τα κράτη θα διέθεταν περιθώριο ελιγμών για τη μεταφορά αυτών των κανόνων και την ενσωμάτωσή τους στο εσωτερικό τους δίκαιο, οπότε και θα υπεισείρχετο ένας παράγοντας νομικής αβεβαιότητας, την οποία ακριβώς επιδιώκει να εξαλείψει η εναρμόνιση που καθιερώνεται με αυτό το νομικό κείμενο5.
ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Τόσο στην πρόταση που υποβλήθηκε από την Επιτροπή όσο και στο προοίμιο του Κανονισμού αναπτύσσεται η επιχειρηματολογία για την ανάγκη που επέβαλε την αντικατάσταση της πάγια διαμορφωμένης και σχεδόν καθολικά ισχύουσας στα κράτη μέλη αρχής της lex loci delicti commissi επί των εξωσυμβατικών ενοχών από την αρχή της lex loci damni, δηλαδή του τόπου όπου επήλθε η άμεση ζημία6. Σύμφωνα με τις απόψεις που περιέχονται στα δύο πάρα πάνω κείμενα οι νομοθετικές ρυθμίσεις των κρατών μελών που ίσχυαν μέχρι σήμερα υιοθετούν πράγματι στο σύνολό τους σχεδόν επί των εξωσυμβατικών ενοχών την αρχή του lex loci delicti commissi, πλην όμως η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση διασποράς των στοιχείων της υπόθεσης σε περισσότερες χώρες. Τέτοια διασπορά υπάρχει στην περίπτωση των «σύνθετων» αδικημάτων, όταν δηλαδή το γενεσιουργό της ευθύνης γεγονός βρίσκεται σε άλλο κράτος από εκείνο στο οποίο επέρχεται η ζημία. Κλασσικό παράδειγμα τέτοιας «διασποράς» παρουσιάζεται π.χ. στην περίπτωση εκείνου ο οποίος τραυματίζεται σε τροχαίο ατύχημα που συμβαίνει στην αλλοδαπή και οι ζημιογόνες γι’αυτόν συνέπειες της σωματικής του βλάβης επέρχονται στη χώρα της κατοικίας του, στην οποία επιστρέφει για νοσηλεία ή για περαιτέρω νοσηλεία. Οι παραλλαγές μεταξύ των εθνικών δικαίων όσον αφορά την συγκεκριμενοποίηση του κανόνα lex loci delicti commissi σε περίπτωση εξωσυμβατικών ενοχών διασυνοριακού χαρακτήρα εντοπίζονται κυρίως στην οριοθέτηση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής ευθύνης, στην αποζημίωση των έμμεσων ζημιών ή των ζημιών που υφίστανται τρίτοι, στην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, στις προϋποθέσεις της ευθύνης ανηλίκων και στις προθεσμίες της παραγραφής. Στην πρόταση της Επιτροπής αναφέρεται περαιτέρω ότι με βάση την ισχύουσα μέχρι σήμερα αρχή της lex loci delicti commissi, όπως αυτή έχει διαπλασθεί από τη νομολογία του ΔΕΚ, ο ενάγων έχει τη δυνατότητα να εναγάγει τον ευθυνόμενο σε αποζημίωση είτε στον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός είτε στον τόπο όπου επήλθε η ζημία. Έτσι δημιουργείται ο κίνδυνος πολυδιάσπασης του forum, δεδομένου ότι ο ενάγων έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων δικαίων και με τον τρόπο αυτό υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας forum shopping. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι η δυνατότητα εμπλοκής κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περισσοτέρων της μίας εννόμων τάξεων και επομένως και η ανασφάλεια δικαίου. Ο κίνδυνος όμως αυτός αίρεται, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, με την θεσμοθέτηση της ενιαίας ρύθμισης που γίνεται με τον Κανονισμό και η οποία ομογενοποιεί τους κανόνες σύγκρουσης νόμων των κρατών μελών όσον αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές. Μετά τη ρύθμιση αυτή οι διάδικοι θα μπορούν πλέον να προσδιορίζουν εκ των προτέρων και με εύλογη βεβαιότητα τον εφαρμοστέο κανόνα σε μία συγκεκριμένη έννομη σχέση. Η ασφάλεια αυτή του δικαίου ενισχύεται, κατά την πρόταση, και από την ενιαία ερμηνεία των ομοιόμορφων αυτών κανόνων που θα γίνει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τονίζεται επίσης ότι με τις νέες ρυθμίσεις διευκολύνεται και η εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, αφού η γνώση του εφαρμοστέου δικαίου σε μία εξωσυμβατική σχέση παρέχει σαφή εικόνα στους διαδίκους, η οποία μπορεί να τους οδηγήσει ευκολότερα σε αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης. Με τον τρόπο αυτό ευνοείται και η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, που αποτελεί και έναν από τους βασικούς στόχους της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση7.
Η πάρα πάνω εναρμόνιση που επιτυγχάνεται με τον κανονισμό αφορά μόνο τους κανόνες σύγκρουσης νόμων των κρατών μελών και όχι τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου αυτών, εγχείρημα το οποίο διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να πραγματωθεί στο άμεσο μέλλον.
IV. Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ
Η ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ
Από νομοτεχνική άποψη ο κανονισμός διαρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 3, στα οποία καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του και τονίζεται ο οικουμενικός χαρακτήρας αυτών. Στο δεύτερο κεφάλαιο (άρθρα 4 έως 9) περιλαμβάνονται οι ουσιαστικές ρυθμίσεις του νομοθετήματος. Από την άποψη των τροχαίων ατυχημάτων ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 4, στο οποίο εμπεριέχεται η βασικότερη ρύθμιση του προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, ενώ τα υπόλοιπα άρθρα περιλαμβάνουν διατάξεις ξένες προς το τροχαίο ατύχημα (π.χ. διατάξεις για το εφαρμοστέο δίκαιο επί του αθέμιτου ανταγωνισμού, της περιβαλλοντικής ζημίας κλπ.). Το τρίτο κεφάλαιο, που περιλαμβάνει τα άρθρα 10 έως 13 περιέχει επίσης διατάξεις οι οποίες δεν αφορούν το τροχαίο ατύχημα, αλλά προσδιορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικών ενοχών οι οποίες απορρέουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό, από πράξη διοίκησης αλλοτρίων χωρίς εντολή και από την ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις (Culpa in contrahendo). Το τέταρτο κεφάλαιο περιλαμβάνει μόνο ένα άρθρο (άρθρο 14) με το οποίο καθιερώνεται η δυνατότητα των μερών να επιλέξουν το δίκαιο που θα εφαρμοστεί στην εξωσυμβατική ενοχή. Το πέμπτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 22, αποτελεί το «Γενικό Μέρος» του Κανονισμού και περιέχει πολύ σημαντικές για το τροχαίο ατύχημα διατάξεις, όπως είναι ο προσδιορισμός των στοιχείων της εξωσυμβατικής ενοχής που διέπονται από το εφαρμοστέο βάσει του Κανονισμού δίκαιο, το εφαρμοστέο δίκαιο επί των ζητημάτων της υποκατάστασης και της παθητικής και εις ολόκληρο ενοχής όπως επίσης και της ευθείας αγωγής κατά του ασφαλιστή του υποχρέου σε αποζημίωση. Όλες αυτές οι διατάξεις θα αναλυθούν αμέσως πάρα κάτω. Το έκτο κεφάλαιο περιέχει μερικές επίσης σημαντικές για το τροχαίο ατύχημα διατάξεις (άρθρα 23 έως 28), όπως είναι ο αποκλεισμός της αναπαραπομπής, η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης και ο εννοιολογικός προσδιορισμός της συνήθους διαμονής των νομικών και των φυσικών προσώπων. Το έβδομο κεφάλαιο τέλος περιέχει τις τελικές διατάξεις, οι σπουδαιότερες από τις οποίες αναφέρονται στον χρόνο εφαρμογής του Κανονισμού.
ΟΙ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ
Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 προσδιορίζεται το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι «ο παρών Κανονισμός εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων. Δεν εφαρμόζεται ιδίως σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ούτε στην ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας («acta jure imperii»). Από τη διατύπωση αυτής της διάταξης προκύπτει με σαφήνεια ότι το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού προσδιορίζεται και οριοθετείται από τα ακόλουθα δύο στοιχεία: 1) Πρέπει να υπάρχει κατ’αρχήν εξωσυμβατική ενοχή του αστικού ή του εμπορικού δικαίου και 2) στις ενοχές αυτές να ενυπάρχει το στοιχείο της σύγκρουσης δικαίων.
Η έννοια της εξωσυμβατικής ενοχής δεν προσδιορίζεται στον Κανονισμό και χρειάζεται επομένως ιδιαίτερη ερμηνευτική προσέγγιση. Τόσο στο προοίμιο του Κανονισμού (αριθ. 11) όσο και στην πρόταση της Επιτροπής (αριθ. 1.2.) τονίζεται ότι η έννοια της εξωσυμβατικής ενοχής ποικίλλει σε διάφορα κράτη μέλη. Επομένως και για τους σκοπούς του Κανονισμού οι εξωσυμβατικές ενοχές πρέπει να νοηθούν ως αυτοτελής έννοια, το περιεχόμενο της οποίας αφέθηκε να προσδιοριστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Δεδομένου ότι η έννοια αυτή εμπεριέχεται τόσο στη σύμβαση της Ρώμης όσο και στον Κανονισμό «Βρυξέλλες Ι», δηλαδή τον Κανονισμό 44/2001 (άρθρο 5 παρ. 3) το ΔΕΚ έχει ήδη διαμορφώσει την ακόλουθη νομολογιακή θέση για τον προσδιορισμό αυτής της έννοιας: Στις εξωσυμβατικές ενοχές περιλαμβάνονται κατ’αρχήν εκείνες που ως γενεσιουργό γεγονός έχουν την αδικοπραξία. Παράλληλα όμως στην έννοια αυτή εμπίπτουν και οι αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από «οιονεί αδικοπραξία» και περιλαμβάνουν κυρίως τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τη διοίκηση αλλοτρίων και την προσυμβατική ευθύνη. Άλλωστε το πλάτος της έννοιας της εξωσυμβατικής ενοχής, όπως αυτή προσδιορίζεται πάρα πάνω, ρητά καθορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Κανονισμού. Επομένως από τις διατάξεις του Κανονισμού ρυθμίζεται και το εφαρμοστέο δίκαιο επί τροχαίων ατυχημάτων, τα οποία ως γενεσιουργό αιτία έχουν την αδικοπρακτική συμπεριφορά εκείνου ο οποίος προκάλεσε τη ζημία. Η αδικοπραξία εξάλλου περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη αντίκειται σε κείμενη διάταξη, δηλαδή είναι παράνομη, ανεξάρτητα αν αυτή θεμελιώνεται σε υποκειμενική (άρθρο 914 κ.επ. του ΑΚ) ή σε αντικειμενική ευθύνη του υποχρέου, όπως π.χ. στο νόμο ΓπΝ/1911. Στην ελληνική βιβλιογραφία και τη νομολογία υιοθετείται η πάγια θέση ότι η «αδικοπραξία ταυτίζεται εννοιολογικά με το αδίκημα», και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ταυτόσημα από τον έλληνα νομοθέτη τόσο στο εσωτερικό ουσιαστικό δίκαιο (αρθρ. 932 του ΑΚ) όσο και στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (αρθρ. 26 ΑΚ).
Όμως η εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις της ευθύνης η οποία στηρίζεται σε υπαίτια συμπεριφορά, αλλά επεκτείνεται και στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ευθύνη είναι αντικειμενική, όπως π.χ. στις περιπτώσεις της ευθύνης από διακινδύνευση. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή που διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού και περιλαμβάνει και την ευθύνη από διακινδύνευση ρητά μνημονεύεται στο άρθρο 11 του προοιμίου. Μάλιστα η μνεία αυτή έγινε μετά από σχετικές παρατηρήσεις των θεωρητικών ερευνητών, οι οποίοι ζητούσαν να διευκρινισθεί από τον κοινοτικό νομοθέτη η πάρα πάνω διευρυμένη έννοια της αδικοπραξίας, ώστε να συμπεριλάβει και αυτές τις περιπτώσεις8.
Ερμηνευτικά προβλήματα φαίνεται να δημιουργεί κυρίως σε αξιώσεις αποζημιώσεων που απορρέουν από τροχαία ατυχήματα, η εξαίρεση από την εφαρμογή του Κανονισμού των υποθέσεων που σχετίζονται με την ευθύνη του κράτους. Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της σχετικής διάταξης (άρθρο 1 παρ. 1 εδαφ. β), για να αποκλεισθεί η εφαρμογή του Κανονισμού επί των υποθέσεων αυτών απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα δύο στοιχεία: 1) η πράξη ή η παράλειψη να έλαβε χώρα κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας («acta jure imperii») και 2) να γεννάται ευθύνη του κράτους από αυτή την πράξη ή παράλειψη. Όπως μάλιστα αναφέρεται στο προοίμιο (αριθ. 9), η εξαίρεση ισχύει ακόμα και όταν γεννάται προσωπική ευθύνη του ίδιου του υπαλλήλου. Αν λοιπόν η πράξη ή η παράλειψη του κρατικού οργάνου δεν έγινε μέσα στα πλαίσια της άσκησης δημόσιας εξουσίας, αλλά αξιολογείται ως ιδιωτικής φύσης τότε πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Κανονισμού. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τη σκέψη που υπάρχει στον αριθμό 9 του προοιμίου, όπου τονίζεται ότι οι σχετικές αξιώσεις θα πρέπει να απορρέουν από πράξεις τελούμενες κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Σύμφωνα με την ερμηνευτική αυτή εκδοχή οι αξιώσεις που απορρέουν από ένα τροχαίο ατύχημα που προκαλείται από ένα κρατικό αυτοκίνητο, οδηγούμενο από δημόσιο υπάλληλο μέσα στα πλαίσια των υπηρεσιακών του καθηκόντων, εξαιρούνται των διατάξεων του κανονισμού. Αν αντίθετα η πρόκληση τροχαίου ατυχήματος λάβει χώρα όταν ο δημόσιος υπάλληλος ενεργεί στην σφαίρα των ιδιωτικών του δραστηριοτήτων, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος οι αξιώσεις του παθόντος κατά του υπαλλήλου να εξαιρεθούν από τον Κανονισμό9.
Το δεύτερο από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν πάρα πάνω και το οποίο συμπροσδιορίζει το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού είναι να υπάρχει στην κρινόμενη έννομη σχέση «σύγκρουση δικαίων», κατά τη διατύπωση του κειμένου της διάταξης. Τέτοια σύγκρουση δικαίων ή νόμων υπάρχει στις βιοτικές έννομες σχέσεις που εμπεριέχουν ένα ή περισσότερα στοιχεία αλλοδαπότητας σε σχέση με την εσωτερική κοινωνική ζωή μίας χώρας και τα οποία δίνουν λαβή για την εφαρμογή περισσοτέρων νομικών συστημάτων10. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόδοση της διάταξης στην γερμανική διατύπωση του κανονισμού είναι πιο σαφής, αφού αντί για τον όρο «σύγκρουση δικαίων» χρησιμοποιείται η φράση «εξωσυμβατικές σχέσεις, οι οποίες παρουσιάζουν σύνδεσμο με το δίκαιο διαφόρων κρατών»11.
Το τοπικό εξάλλου πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού ορίζεται με την παράγραφο 4 του πρώτου άρθρου και περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη Δανία.
Στην παράγραφο 2 του πρώτου άρθρου αναφέρονται οι κατηγορίες των έννομων σχέσεων οι οποίες εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού, εκτός από εκείνες που αναφέρθηκαν πάρα πάνω και περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 αυτού. Τέτοιες έννομες σχέσεις είναι οι εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, από τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, από διαθήκες και κληρονομική διαδοχή, από αξιόγραφα, από εταιρίες και νομικά πρόσωπα ως προς ορισμένα ζητήματα λειτουργίας τους κλπ.
Με το άρθρο 3 του Κανονισμού αναγορεύεται το δίκαιο που καθορίζεται ως εφαρμοστέο από τον Κανονισμό ως δίκαιο καθολικής εφαρμογής, ανεξάρτητα από το εάν αυτό είναι το δίκαιο κράτους μέλους ή όχι. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο «οικουμενικός χαρακτήρας» των διατάξεων του Κανονισμού, όπως τονίζεται και στην επικεφαλίδα αυτού του άρθρου και έχει την έννοια ότι η εφαρμογή της διάταξης μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή όχι μόνο του δικαίου κράτους μέλους, αλλά και του δικαίου άλλου κράτους μη μέλους της Ένωσης. Έτσι π.χ. αν ο δικαστής κράτους- μέλους καλείται να κρίνει για ένα τροχαίο ατύχημα και τα αποδεικτικά στοιχεία που ορίζονται από τον Κανονισμό οδηγούν στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου κράτους μη μέλους, ο δικαστής αυτός υποχρεούται να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο αυτού του κράτους. Συνέπεια αυτής της διάταξης είναι ότι αντικαθίσταται από τον Κανονισμό και σε όλο το πεδίο της ενδεχόμενης εφαρμογής του ολόκληρο το κεφάλαιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών που αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές12.
ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΙΔΙΚΑ ΤΑ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ
Τον κορμό των διατάξεων οι οποίες ενδιαφέρουν ειδικότερα τα τροχαία ατυχήματα αποτελούν εκείνες του άρθρου 4, με το οποίο ορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο, των άρθρων 2 και 15 με τα οποία καθορίζεται το πλάτος της έννοιας της ζημίας και το πλαίσιο των ρυθμίσεων που καταλαμβάνει το εφαρμοστέο δίκαιο, αντίστοιχα, το άρθρο 17, που εισάγει εμμέσως στοιχεία του lex loci delicti commissi στην αρχή της lex loci damni και των άρθρων 18 έως 20 που ρυθμίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί της ευθείας αγωγής κατά του ασφαλιστή, επί της υποκατάστασης και επί της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, αντίστοιχα.
Οι διατάξεις αυτές αναλύονται αμέσως πάρα κάτω.
Για συνέχεια επισκεφτείτε την ιστοσελίδα του περιοδικού μας esd.gr και εγγραφείτε συνδρομητές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
………………………………
1. ΕΕ L 199 της 31-7-2007 σελ. 40 κ.επ.
2. Πρόταση Επιτροπής COM (2003) 427 τελικό, εφεξής Πρόταση Επιτροπής
3. ΕΕ L 12 της 16-1-2001 σελ. 1-23.
4. Obergfell σε IPRax 2005 σελ. 9
5. Πρόταση Επιτροπής 2.3
6. Πρόταση Επιτροπής 2.1 σελ. 5 και 6, προοίμιο του Κανονισμού αριθ. 15
7.Υπέρ των θέσεων αυτών της Πρότασης της Επιτροπής τάσσονται και οι Staudinger SVR 2005 σελ. 1 κ.επ. και ιδιαίτερα σελ. 2, Obergfell οπ.παρ. σελ. 10
8. Staudinger οπ.παρ σελ. 4
9. Έτσι και οι Wagner οπ.παρ. σελ. 2 Staudinger οπ.παρ. σελ. 4
10. Πρόταση της Επιτροπής αριθ. 3
11. Wagner οπ.παρ. σελ. 1
12. Wagner οπ.παρ. σελ. 4
13. Πρόταση της Επιτροπής αριθ. 3
14. Επ.Συγκ.Δικ. 2005 σελ. 303 κ.επ.
15. Πρόταση της Επιτροπής αριθ. 3 υπό το άρθρο 1
16. Staudinger οπ.παρ. σελ. 2
17. Staudinger οπ.παρ. σελ. 3
18. Wagner οπ.παρ. σελ. 15
19. Πρόταση της Επιτροπής αριθ. 3
20. Wagner οπ.παρ. σελ. 16
Επικοινωνήστε μαζί μας για περισσότερες πληροφορίες
Δνση:Μεταμορφώσεως 3 Αλιμος
Τηλ: 2118205059, 210.9833010
Κιν: 6977.000500, 6977.257580
email: stratiso@otenet.gr & info@esd.gr
************************************************************************************************************
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΡΟΩΘΗΣΤΕ ΤΟ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ NEWSLETTER ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΣΑΣ
************************************************************************************************************
Copyright © 2008 ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Εάν δεν επιθυμείτε να λαμβάνετε τα ενημερωτικά newsletter της Επιθεώρησις Συγκοινωνιακού Δικαίου πατήστε εδώ