ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΑ
ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ – Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ
υπό Δήμητρας Δ. Μπεκρή, Δικηγόρου,
Υποψήφιας Διδάκτορος Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
- ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ασφάλιση, έχοντας υπόψη την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και την ιδιωτική αυτονομία είναι κυρίως προαιρετική, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπου επιβάλλεται εκ του νόμου1. Ο νομοθέτης επηρεαζόμενος κυρίως από τις κοινοτικές επιταγές2 και έχοντας υπ’ όψιν ορισμένες περιπτώσεις όπου ο ζημιωθείς θα κινδύνευε να αποζημιωθεί εν μέρει ή ακόμη εξ’ και ολοκλήρου για τις υφιστάμενες ζημίες του, ιδίως λόγω της ασυνειδησίας και της αφερεγγυότητας του προκαλέσαντος του ζημιογόνου γεγονότος προέβλεψε την υποχρεωτική εκ του νόμου ασφάλιση, δημιουργώντας έτσι ένα σημαντικό νομοθετικό φάσμα. Μια τέτοια περίπτωση ασφάλισης, επιβληθείσα υποχρεωτικώς εκ του νόμου, και κατά την γράφουσα η σημαντικότερη όλων, είναι η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα ή «από ατυχήματα αυτοκινήτων» ή «εξ’ αυτοκινήτων» ή «αυτοκινήτων»3. Νομοθετικά στηρίζεται στον αυτοτελώς δικό του νομοθετικό μανδύα, ήτοι τον Κ.Ν. 489/1976, ο οποίος θεσμοθετήθηκε με απώτερο σκοπό την προστασία των θυμάτων των τροχών και δυνάμει αυτού μετακυλίεται το βάρος της αποζημιώσεως από τον υπαίτιο στον ασφαλιστή.
Αυτή η μορφή ασφαλίσεως διακρίνεται από μια δυναμικότητα, η οποία όμως δεν έγκειται μόνο στην υποχρεωτικότητά της αλλά ιδίως στα δύο νομικά όπλα που διαθέτει, ήτοι αφενός την δυνατότητα άσκησης ευθείας αγωγής δυνάμει της οποίας δύναται το θύμα του αυτοκινητικού ατυχήματος να στραφεί ευθέως κατά του ασφαλιστή, προκειμένου να αποζημιωθεί και αφετέρου την αρχή του απροβλήτου των ενστάσεων χάριν της οποίας ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του παθόντος καμία απολύτως ένσταση πηγάζουσα από την ασφαλιστική σύμβαση4. Αίφνης, αν σπάσει το νομικό σχήμα της ευθείας αγωγής και της αρχής του απροβλήτου των ενστάσεων θα απειληθεί σημαντικά η προστασία των ζημιωθέντων και συνεπώς ο κορμός ολόκληρου του νομοθετήματος Κ.Ν. 489/1976, για το οποίο θα γίνει εκτενής λόγος κατωτέρω.
II. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΡΕΙΣΜΑ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ
Αρχικώς, για την αστική ευθύνη από την λειτουργία των οχημάτων και κατ’ επέκταση την πρόκληση κάποιου τροχαίου ατυχήματος, εφαρμοζόταν ο Ν. Γ Ν/1911 «περί της εκ των αυτοκινήτων ποινικής και αστικής ευθύνης» σε συνδυασμό με το άρθρ. 111 παρ.4 του Ν.Δ 4233/1962 (Παλαιός Κ.Ο.Κ.), αντίστοιχο του άρθρ. 43 παρ.6 Ν. 2696/99 (Κ.Ο.Κ.)5. Ωστόσο, η Ελλάδα προσχώρησε στην από 20.04.59 Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Στρασβούργου «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως ευθύνης αφορώσης εις αυτοκίνητα οχήματα», την οποία και κύρωσε δυνάμει του Ν. 4147/616. Συνεπώς, η Ελλάδα συμμορφούμενη στις κοινοτικές επιταγές και κατόπιν στον ψηφισθέν νόμο περί κυρώσεως της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, μόλις δέκα πέντε (15) έτη μετά την κύρωση αυτής ψήφισε το Ν. 489/1976, δυνάμει του οποίου ρυθμίζεται αποκλειστικά η αστική ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων (ως ειδικότερος νόμος)7 και ο οποίος υποχρεώνει τον κύριο ή κάτοχο του αυτοκινήτου που το θέτει σε κυκλοφορία μέσα στην Ελλάδα επί οδού να καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη8. Βέβαια, όπως υποχρεούται ο κύριος ή ο κάτοχος να καλύψει ασφαλιστικά την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, έτσι και ο ασφαλιστής οφείλει να δεχθεί την πρόταση για κατάρτιση της συμβάσεως9. Ο Κ.Ν. 489/1976 δεν ρυθμίζει την σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης και συνεπώς την σχέση ασφαλιστή και ασφαλισμένου αλλά την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του ασφαλιστή για τις ζημίες που υπέστησαν.
Αξίζει δε, να σημειωθεί ότι η ισχύς του στο ελληνικό δίκαιο άρχισε την 1η-01-197810, ήτοι σχεδόν δύο ολόκληρα χρόνια αργότερα, γεγονός που αποδεικνύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίστηκαν στην εφαρμογή του. Κωδικοποιήθηκε, δέκα (10) έτη από την θεσμοθέτησή του, με το Π.Δ. 237/198611 και γι΄ αυτό άλλωστε ονομάζεται «κωδικοποιημένος νόμος 489/1976»12. Παρουσιάζεται δε, συχνά η αναφορά στο Π.Δ. 237/1986 όλως λανθασμένα όμως, καθότι σκοπός του συγκεκριμένου προεδρικού διατάγματος ήταν να κωδικοποιήσει τον ήδη υφιστάμενο νόμο13 και όχι να τον καταργήσει, άρα η σωστή αναφορά θα πρέπει να πραγματοποιείται στο Κ.Ν. 489/1976.
Αφού θεσμοθετήθηκε τροποποιήθηκε αρκετές φορές14 προκειμένου κυρίως να εναρμονιστεί προς τις Οδηγίες της Ε.Ε (τέως Ε.Ο.Κ.) στην οποία διατηρεί τις απαρχές του, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν και τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, εκδόθηκαν οι Οδηγίες 84/5/ΕΟΚ, 90/232/ΕΟΚ, 2000/26/ΕΚ, 2005/14/ΕΚ στις οποίες έγιναν επιπλέον προσαρμογές στην ελληνική έννομη τάξη με μια σειρά προεδρικών διαταγμάτων, και άπασες εν τέλει κωδικοποιήθηκαν, τροποποιήθηκαν και ενσωματώθηκαν στην Οδηγία 2009/103/ΕΚ. Ουσιαστικές ρυθμίσεις ωστόσο, επήλθαν στο δίκαιο μας με τον Ν. 3557/2007, ο οποίος δεν εκδόθηκε προκειμένου να προσαρμοστεί σε κάποια κοινοτική οδηγία αλλά για να εναρμονιστεί το δίκαιο μας προς τον νέο ασφαλιστικό νόμο.
III. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ
Η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα έχει τον χαρακτήρα της ιδιόρρυθμους αμφοτεροβαρούς συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου15. Αρχικά, είναι αμφοτεροβαρής σύμβαση διότι είναι δύο τα συμβαλλόμενα μέρη, ο ασφαλιστής και ο αντισυμβαλλόμενός του, με εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ως προς την ιδιαιτερότητά της, αυτή προσδιορίζεται στο ότι αφενός εμμέσως εμπλέκεται και ένα τρίτο άτομο χωρίς καν αυτό να συμβάλλεται και μάλιστα ο Κ.Ν. 489/1976 πρωτίστως αφορά τις σχέσεις ασφαλιστή και ζημιωθέντος τρίτου και αφετέρου στο ότι επιβάλλεται η κατάρτισή της εκ του νόμου ενώ εν της πράγμασι είναι ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα εξυπηρετούνται σκοποί δημοσίου συμφέροντος.
Κατά την επικρατέστερη άποψη έχει τον χαρακτήρα της ασφάλισης ζημίας παθητικού16. Αυτό προκύπτει καθότι ασφαλισμένο παθητικό στοιχείο είναι η μελλοντική χρηματική οφειλή του ασφαλισμένου που θα δημιουργηθεί λόγω της αστικής του ευθύνης έναντι τρίτων από την επέλευση του τροχαίου ατυχήματος. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί και η γνώμη πως η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης τυγχάνει ασφάλιση ζημίας παθητικού αλλά ταυτόχρονα και ενεργητικού καθότι καλύπτονται και οι τυχόν δικαστικές δαπάνες που θα προέβαινε ο ασφαλισμένος προς απόκρουση της αστικής του ευθύνης. Αυτή η διάκριση όμως, σε ασφάλιση ζημίας ενεργητικού και παθητικού δεν έχει μόνο θεωρητικό χαρακτήρα, τουναντίον έχει μεγάλη σημασία. Η διαφορά στις δυο απόψεις έγκειται πως στην ασφάλιση παθητικού ελλείπει το ασφαλιστικό συμφέρον και κατ’ επέκταση υπάρχει αδυναμία εκτίμησης της ασφαλιστικής αξίας17, σε αντίθεση με την ασφάλιση ενεργητικού όπου δύναται να εκτιμηθεί, να προσδιοριστεί δηλαδή η ασφαλιστική αξία18. Πρακτικά αυτό συνεπάγεται πως σε περίπτωση ατυχήματος θα αποζημιωθεί ο τρίτος ζημιωθείς για τις ζημίες που υπέστη το όχημα του αλλά χωρίς να μπορεί να γίνει a priori γνωστή η έκταση της ζημίας. Επίσης, δεν καλύπτονται οι προκληθείσες ζημίες στο όχημα του υπαιτίου του ατυχήματος. Για να αποζημιωθεί και ο τελευταίος θα πρέπει να προβεί σε ασφάλιση ιδίων ζημιών και άρα σε ασφάλιση του ενεργητικού, που τότε γίνεται λόγος πλέον για μικτή ασφάλιση ζημιών19. Η χρονική στιγμή που άρχεται ο ασφαλιστικός κίνδυνος είναι η στιγμή που επέρχεται το ζημιογόνο γεγονός.
- ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ
Οι περιπτώσεις αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή ορίζονται ρητά20 και περιοριστικά21 στο νόμο, δεν είναι συμβατικής φύσεως22 αλλά κανόνας αναγκαστικού δικαίου και έτσι δεν επιτρέπεται να παραγκωνιστούν με συμφωνία των μερών, ισχύουν δε για λόγους ηθικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρ. 6β αρ. 1 του κ.ν. 489/1976 «εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται:
- Από οδηγό ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί (άρθρ. 6β’ παρ. 1 περ. α’ του Κ.Ν. 489/1976),
- Από οδηγό ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999), όπως εκάστοτε ισχύει (άρθρ. 6β’ παρ. 1 περ. β’ του Κ.Ν. 489/1976 ) και τέλος
- Από αυτοκίνητο όχημα του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας (άρθρ. 6β’ παρ. 1 περ. γ’ του Κ.Ν. 489/1976)».
Πρόκειται για τρείς διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες και πλέον νόμιμες εξαιρέσεις, τις οποίες ο νομοθέτης προέβλεψε αναγνωρίζοντας πως σε αυτές θα υπήρχε ο κίνδυνος να μην αποζημιωθεί το θύμα των τροχών. Ισχύουν αποκλειστικά μεταξύ των μερών και λόγω της αρχής του απροβλήτου των ενστάσεων δεν μπορούν να αντιταχθούν κατά του ζημιωθέντος τρίτου.
- ΠΡΟΙΣΧΥΣΑΝ ΔΙΚΑΙΟ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ
Μέχρι τον Ν. 3557/2007 ίσχυε η Κ 4/585/1978 ΑΥΕ «Περί καθορισμού των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου, του καλύπτοντος την εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικήν ευθύνην». Ωστόσο, ο προαναφερόμενος νόμος κατήργησε δυνάμει του αρθρ. 17 παρ. 1 εδ. γ’ ολόκληρη την Κ 4/585/1978 ΑΥΕ23 και ταυτόχρονα προέβλεψε μόνο τρείς εξαιρέσεις αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή, οι οποίες είχαν ήδη νομοθετηθεί σε αυτή την Υπουργική Απόφαση. Ουσιαστικά δηλαδή, κατήργησε όλες τις εξαιρέσεις που έθετε η Κ4/585/1978 ΑΥΕ και διατήρησε μόνο τις ως άνω τρείς εξαιρέσεις. Αξίζει όμως να αναφερθούν κάποια βασικά στοιχεία της γιατί ανάλογα με τον χρόνο τέλεσης του ατυχήματος δύναται να λάβει χώρα η εφαρμογή της. Κριτήριο για την εφαρμογή του προηγούμενου (ΥΑ Κ4/585/1978) ή νεώτερου (ν. 3557/2007 ) νομοθετικού καθεστώτος αποτελεί ο χρόνος επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος24, καθότι αν το τροχαίο ατύχημα προκλήθηκε πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 3557/2007 τότε θα εφαρμοστεί η Κ 4/585/1978 ΑΥΕ ενώ αν το τροχαίο ατύχημα έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3557/2007 τότε θα εφαρμοστεί αυτός.
Πριν τον ν. 3557/2007 προβλέπονταν δυο κατηγορίες εξαιρέσεων, οι γενικές και οι ειδικές, στα άρθρα 25 και 26 της ΥΑ Κ4/585/197825. Με αυτές τις εξαιρέσεις ο ασφαλιστής αποποιούνταν των ευθυνών του σε συνήθεις περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων26. Από όλες αυτές τις εξαιρέσεις διατηρήθηκαν ως ανωτέρω καταγράφηκε, μόνο τρείς οι οποίες μάλιστα είναι υποχρεωτικές και δεν επιτρέπεται να παραγκωνιστούν από τα συμβαλλόμενα μέρη της ασφαλιστικής συμβάσεως. Μια ακόμη διαφορά του προγενέστερου δικαίου με το ισχύον είναι ότι δεν παρέχεται πλέον στον ασφαλιστή η δυνατότητα να συμφωνήσει και άλλους λόγους πέραν των τριών νομοθετικά προβλεπόμενων και αν τυχόν προβεί σε μια τέτοια ενέργεια τότε αυτή η επιπρόσθετη εξαίρεση θα είναι άκυρη (αρθρ. 6 β’ παρ. 2 του Κ.Ν 489/1976).
Συνεπώς, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ως άνω υπουργικής αποφάσεως ήταν η δυνατότητα του ασφαλιστή να συμφωνήσει μετά του λήπτη της ασφάλισης και άλλες περιπτώσεις εξαιρέσεως εκτός των αναφερθέντων στα άρθρα 25 και 26. Ωστόσο, πλέον αυτή η δυνατότητα του ασφαλιστή αίρεται καθώς και οποιαδήποτε μεταβολή των προϋποθέσεων με τις οποίες λειτουργούν οι νομοθετικά κατοχυρωμένες τρείς εξαιρέσεις27, θα είναι εκ του νόμου άκυρη.
- ΟΔΗΓΗΣΗ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΑΝΕΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΗΣ ΕΚ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΔΕΙΑΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Ένας από τους βασικούς κανόνες που θέτει ο ΚΟΚ είναι η κυκλοφορία του οχήματος να πραγματοποιείται πάντα από άτομα που κέκτηνται την άδεια οδηγήσεως που προβλέπεται για το εκάστοτε όχημα28. Δεν αρκεί ότι κάποιος κατέχει άδεια οδηγήσεως για όχημα άλλης κατηγορίας αλλά πρέπει να κατέχει άδεια ικανότητας οδήγησης για το όχημα όπου οδηγεί το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα29. Συνεπώς, δεν αρκεί η άδεια ικανότητας μοτοσικλέτας για κάποιον που οδηγεί αυτοκίνητο όχημα Ι.Χ. και το αντίστροφο. Η άδεια οδηγήσεως αποκτάται με την επιτυχή εξέταση του εν δυνάμει οδηγού σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Εάν επιτύχει τις δύο αυτές διαδικασίες τότε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα30 η άδεια οδηγήσεως παρέχεται από την κατά τόπους αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών.
Η περίπτωση όπου κάποιος στερείται παντελώς την άδεια οδηγήσεως είναι σαφής και ουδεμία περαιτέρω διευκρίνιση χρήζει. Προκύπτει όμως, το ερώτημα τι θα συμβεί εάν ο οδηγός αποκτήσει κατόπιν την άδεια οδηγήσεως. Εν τη αύτη περιπτώσει, η μετά το ατύχημα απόκτηση δεν θα ιάσει την έλλειψη της και κατ’ επέκταση δεν θα αρθεί ο αποκλεισμός της ευθύνης του ασφαλιστή31. Σε αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία να διευκρινιστεί ο κρίσιμος χρόνος. Ως κρίσιμος χρόνος εν προκειμένω, για τον αποκλεισμό της ευθύνης του ασφαλιστή θεωρείται ο χρόνος επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δηλαδή ο χρόνος πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος32. Κατέχει ιδιαίτερη σημασία ο κρίσιμος χρόνος γιατί με βάση αυτόν θα κριθεί ο αποκλεισμός ή όχι του ασφαλιστή, και κατ’ επέκταση πότε θεωρείται πως δεν ελλείπει η άδεια οδηγήσεως και πότε θεωρείται μεταγενέστερη η απόκτηση της.
Ιδιαίτερη σημασία κατέχει και η περίπτωση όπου ο νέος οδηγός προκαλέσει ένα ατύχημα ενώ ναι μεν έχει επιτύχει στις εξετάσεις που προβλέπει ο νόμος για την απόκτηση της αδείας ωστόσο δεν έχει λάβει ακόμη το δίπλωμα οδήγησης εις χείρας του. Αυτή η περίπτωση δεν δύναται ο ασφαλιστής να προβάλει παραδεκτά την σχετική ένσταση33 αλλά θα πρέπει να ιδωθεί σφαιρικά και υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του αστικού δικαίου και ιδίως της καλής πίστης34. Δηλαδή θα ήταν εντελώς καταχρηστικό να γίνει δεκτή η εξαίρεση της ευθύνης του ασφαλιστή μόνο και μόνο επειδή ο οδηγός δεν κατέχει απλά και μόνο στο χέρι του δίπλωμα οδήγησης ενώ πάραυτα έχει την ικανότητα οδήγησης. Ο νόμος απαιτεί ο οδηγός να έχει εφοδιαστεί την άδεια οδηγήσεως για τα συγκεκριμένο όχημα που κυκλοφορεί. Συνεπώς, δεν έχει καμία απολύτως σημασία εάν στο όχημα επέβαινε και κάποιο πρόσωπο εφοδιασμένο με άδεια οδηγήσεως35. Ωστόσο, δεν ορίζει περαιτέρω εάν πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ως άνω παράβασης και του αποτελέσματος, ήτοι του τροχαίου ατυχήματος. Υποστηρίζεται από την νομολογία η γνώμη, ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος κατ’ αρχήν τεκμαίρεται οπότε δεν απαιτείται ο ασφαλιστής να την καταγράψει στην αγωγή του ως απαραίτητο στοιχείο της βάσης της36, τουναντίον, ο ασφαλισμένος οφείλει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση την έλλειψη της αιτιώδους συνάφειας και κατ’ επέκταση φέρει το βάρος αποδείξεως επί τούτου.
VII. Αιτιώδης συνάφεια
Εξαιρετική σημασία κατέχει εν προκειμένω η συνδρομή ή μη της αιτιώδους συνάφειας καθώς με βάση αυτή θα κριθεί τελικώς η απαλλαγή ή μη του ασφαλιστή. Πρόκειται για ένα μείζον θέμα για το οποίο ακολουθείται διαφορετική προσέγγιση τόσο στην θεωρία37 όσο και στην νομολογία38. Με βάση την γραμματική και μόνο διατύπωση της διάταξης προκύπτει ότι δεν απαιτείται να συντρέχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ελλείψεως της κατά νόμο απαιτούμενης αδείας και του προκληθέντος τροχαίου ατυχήματος αλλά αρκεί μόνο και μόνο το γεγονός ότι ελλείπει η άδεια οδηγήσεως ή δεν έχει ανανεωθεί κ.λ.π. Αρκεί όμως, η γραμματική διατύπωση του νόμου για να εξαχθεί αυτό το συμπέρασμα άνευ τινός άλλου; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει πρώτα να ερευνηθεί η νομική φύση της εξαιρέσεως αυτής. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εξαίρεση39 ή για κεκαλυμμένο ασφαλιστικό βάρος όπως και οι άλλες περιπτώσεις που θέτει ο νόμος; Η νομολογία υποστηρίζει πως πρόκειται για μια γνήσια εξαίρεση ενώ η θεωρία υποστηρίζει πως ομοίως με τις λοιπές εξαιρέσεις, αποτελεί κεκαλυμμένο ασφαλιστικό βάρος οπότε απαιτείται η συνδρομή της αιτιώδους συνάφειας40. Αν ακολουθηθεί λοιπόν η πρώτη άποψη τότε δεν χρειάζεται η συνδρομή της αιτιώδους συνάφειας, οπότε ο ασφαλιστής απαλλάσσεται μόνο και μόνο με την στέρηση της αδείας ικανότητας οδήγησης για την συγκεκριμένη κατηγορία οχήματος. Αν αντίθετα, ληφθεί υπόψη η δεύτερη γνώμη τότε απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβάσεως και του τροχαίου ατυχήματος όπως επίσης και η υπαιτιότητα στο πρόσωπο του οδηγού και προκαλέσαντος το τροχαίο ατύχημα.
Περαιτέρω θα πραγματοποιηθεί μια προσπάθεια προσέγγισης των βασικών επιχειρημάτων της κάθε απόψεως. Όσον αφορά την πρώτη άποψη οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της είναι αρχικά η γραμματική διατύπωση του άρθρου. Πουθενά δεν αναγράφεται η προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβάσεως και της πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος. Οπότε αφού δεν αναγράφεται δεν μπορεί να συναχθεί διαφορετική νομοθετική βούληση, δεν πρόκειται δηλαδή περί απλής παραλείψεως του νομοθέτη41 ή ακουσίου κενού αλλά για συνειδητή ρύθμιση και άρα η απαλλαγή του ασφαλιστή επέρχεται δίχως άλλο με την διαπίστωση της στέρησης της αδείας42. Επιπρόσθετα, έχει ειπωθεί το επιχείρημα πως ο νομοθέτης δεν είναι υποχρεωμένος από κάποια θεμελιακή αρχή να θέτει μόνο εξαιρέσεις ή μόνο κεκαλυμμένα ασφαλιστικά βάρη. Τουναντίον μπορεί να προβεί και σε συνδυασμό αυτών, όπως εν προκειμένω που θέτει στην α’ περίπτωση την γνήσια αυτή εξαίρεση43 και στην β’ και γ’ τα κεκαλυμμένα ασφαλιστικά βάρη. Άρα, αφού πρόκειται για γνήσια εξαίρεση δεν πρέπει περαιτέρω να εξεταστεί ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής της εξαιρέσεως. Ακόμη, έχει υποστηριχθεί η γνώμη πως εάν ο Δικαστής απαιτήσει για την εφαρμογή της διάταξης 6β’ παρ. 1 α’ του Κ.Ν. 489/1976 την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ελλείψεως και ενδίκου ατυχήματος τότε παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη αφού ζητά περισσότερα από όσα αξιώνει ο νόμος.
Όσον αφορά την δεύτερη άποψη ομοίως, έχουν διατυπωθεί αρκετά επιχειρήματα. Αρχικά, και όσον αφορά την γραμματική διατύπωση του νόμου, πράγματι ο νομοθέτης δεν ορίζει ρητά την συνδρομή της αιτιώδους συνάφειας ενώ στις περιπτώσεις β’ και γ’ του αρθρ. 6 παρ. 1 Κ.Ν. 489/1976 το κάνει ρητά. Αυτή όμως η ρητή αναφορά της συνδρομής αιτιώδους συνάφειας στις άνω περιπτώσεις δεν δύναται να οδηγήσει εξ αντιδιαστολής στο ότι ο νόμος δεν την προβλέπει στην εξαίρεση αυτή44. Επίσης, σύμφωνα με τον Ι. Ρόκα και οι τρείς εξαιρέσεις έχουν την μορφή του κεκαλυμμένου ασφαλιστικού βάρους, οπότε από την φύση της αυτή και για την α΄ περίπτωση οφείλεται να εξεταστεί η συνδρομή του αιτιώδους συνδέσμου. Τέλος, ίσως και το πιο σημαντικό επιχείρημα αποτελεί η περίπτωση της προκλήσεως του ατυχήματος άνευ ευθύνης του στερούμενου της αδείας οδηγού. Δηλαδή ενώ ο οδηγός έχει ουσιαστικά την οδηγητική ικανότητα πάραυτα το ατύχημα προκλήθηκε για λόγους μη ευθυνόμενους στην τυπική απόδειξη της οδηγήσεως του και άρα σε μη πλημμελή οδήγηση αυτού. Στην πράξη λαμβάνει χώρα όταν το ατύχημα προκλήθηκε για λόγους ανωτέρας βίας τους οποίους ο οδηγός ακόμη και εάν κατείχε την άδεια ικανότητας οδήγησης δεν θα ήξερε ούτε θα μπορούσε να αποκρούσει. Ένας τέτοιος λόγος ανωτέρας βίας το ελάττωμα του οχήματος ή τυχόν ανεπάρκεια του που δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί ούτε από κάποιον έμπειρο οδηγό.
Κατόπιν όλων των αναλυτικώς εκτεθειμένων προκύπτει πως στην νομολογία επικρατεί η γνώμη της γραμματικής διατύπωσης της διάταξης και άρα της μη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ωστόσο στην θεωρία επικρατεί η αντίθετη γνώμη και άρα για να απαλλαγεί τελικώς ο ασφαλιστής των ευθυνών του θα πρέπει να συντρέχει η αιτιώδης συνάφεια, η πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος να υφίσταται αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της ελλείψεως αυτής και άρα το ατύχημα να οφείλεται σε υπαιτιότητα του στερούμενου την άδεια οδηγού. Κατά την γράφουσα, η οδήγηση από άτομο στερούμενο της άδειας ικανότητας οδήγησης αποτελεί ομοίως κεκαλυμμένο ασφαλιστικό βάρος και συνεπώς δεν διαφοροποιείται ο τρόπος αντιμετώπισης της από τις άλλες δύο ρυθμισμένες περιπτώσεις.
VIII. ΟΔΗΓΗΣΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Η ΤΟΞΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ
Δεύτερος λόγος εξαιρέσεως από την ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου αποτελεί η οδήγηση από οδηγό που κατά τον χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επήρεια αλκοόλ ή τοξικών ουσιών κατά παράβαση του Κ.Ο.Κ (Ν. 2696/1999). Θεωρείται η βασικότερη νομοθετική διάταξη στην οποία καταδεικνύονται οι λόγοι κοινωνικής δικαιοσύνης για τους οποίους ο νομοθέτης πρόβλεψε προκειμένου να αποκατασταθεί το θύμα των τροχών.
Ως οινόπνευμα ή αλκοόλ θεωρείται η οργανική χημική ένωση που περιέχει άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο45 και καταναλώνεται με την μορφή διαφόρων ποτών. Το οινόπνευμα απορροφάται στο χρονικό διάστημα των σαράντα πέντε λεπτών (45) έως και τρείς ώρες (3) ενώ η μεγαλύτερη ποσότητα αλκοόλ εντοπίζεται στο χρονικό διάστημα των σαράντα πέντε έως ενενήντα λεπτών (45-90)46. Σε κάθε περίπτωση για τον υπολογισμό του χρόνου απορρόφησής του λαμβάνονται υπόψη και άλλα στοιχεία όπως λ.χ. η ηλικία του υπό μέθη ατόμου ή η αρτιότητα. Ο οδηγός θεωρείται πως βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50g/l) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εμπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.
Αντίθετα, ως τοξικές ουσίες ορίζονται οι εξαρτησιογόνες απαγορευμένες ουσίες, οι οποίες προκαλούν σωματική και ψυχολογική εξάρτηση47 με μοναδικό σκοπό την επαναλαμβανόμενη λήψη αυτών (εθισμό- έξη των ναρκωτικών). Μεγάλο μέρος τοξικών ουσιών τυγχάνουν τα ναρκωτικά48 ο ορισμός των οποίων δίδεται στο εναρκτήριο άρθρο του Νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών49 (Ν. 4139/2013) και βάση αυτού νοούνται «ουσίες με διαφορετική χημική δομή και διαφορετική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεταβολή της θυμικής κατάστασης του χρήστη και την πρόκληση εξάρτησης διαφορετικής φύσης, ψυχικής ή και σωματικής και ποικίλου βαθμού, καθώς και την ανακούφιση των χρονίως πασχόντων από τα συμπτώματα συγκεκριμένης νόσου, για την οποία αυτές κρίνονται ιατρικά επιβεβλημένες». Στην διάταξη αναφέρεται και η ιατρική χρήση αυτών που στην παρούσα δεν θα μας απασχολήσει.
Το κοινό στοιχείο του οινοπνεύματος και των τοξικών ουσιών είναι ότι δρούν δραστικά στον εγκέφαλο και ειδικά στο κεντρικό νευρικό σύστημα αυτού, με αποτέλεσμα πέραν των λοιπών να περιορίζουν σημαντικά τα αντανακλαστικά καθώς και την οπτική του δεινότητα του ατόμου που έχει κάνει χρήση αυτών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εξεταζόμενη διάταξη ο οδηγός θα πρέπει να τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Συνεπώς, ενδιαφέρει η κατάσταση που βρισκόταν ο οδηγός του οχήματος κατά τον χρόνο πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος και όχι πριν από αυτό ή κατόπιν αυτού. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να γίνεται λόγος για οδήγηση οχήματος και άρα ενδιαφέρει αφενός ο οδηγός να βρίσκεται σε φάση οδηγήσεως50 και όχι ακινησίας καθώς και το όχημα δυνάμει του οποίου κινείται.
Δεν πρέπει να λησμονείται η σχέση της εξαιρέσεως που θέτει το αρθρ. 6β’ § 1 εδ. β’ του Κ.Ν. 489/1976 με τον Κ.Ο.Κ. Η ως άνω νομοθετική διάταξη αλληλεπιδρά άμεσα με την υπ’ αριθμ. 42 νομοθετική διάταξη του Κ.Ο.Κ., η οποία ορίζει πότε κάποιος τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων ενώ η 6β’ παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Ν. 489/1976 ορίζει τις συνέπειες που θα υποστεί το άτομο αυτό και με άλλα λόγια τον αντίκτυπο που έχει αυτή η συμπεριφορά στην σχέση ασφαλιστή- ασφαλισμένου ή λήπτη της ασφάλισης. Συνεπώς, προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς μια στενή και αλληλένδετη σχέση μεταξύ των δύο νομοθετικών διατάξεων.
Αξίζει να σημειωθεί η περίπτωση κατά την οποία ένας οδηγός είτε έχει προκαλέσει κάποιο ατύχημα είτε δεν επιθυμεί το έλεγχο διαπίστωσης της αλκοόλης ή των τοξικών ουσιών στο οργανισμό του. Ο νόμος δεν θα μπορούσε να αφήσει αρρύθμιστο ένα τέτοιο ζήτημα και έτσι θεσπίζει στο αρθρ. 42 παρ. 6 του Κ.Ο.Κ. το ζήτημα αυτό και μάλιστα κατά αμάχητο τρόπο51. Έτσι, με την επιφύλαξη της θανατώσεως ενός ατόμου (όπου ακολουθείται διαφορετική προσέγγιση), όποιος αρνείται να υποβληθεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό του οινοπνεύματος, είτε δια αιμοληψίας είτε με τη χρήση συσκευής αλκοολομέτρου, τότε τεκμαίρεται πως η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 1,10 g/l σύμφωνα με τη μέθοδο της αιμοληψίας. Επίσης, όποιος αρνείται να υποβληθεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης τοξικών ουσιών ή φαρμάκων στον οργανισμό τεκμαίρεται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης, σύμφωνα με την παράγραφο. Εάν λοιπόν κάποιος αρνηθεί τον έλεγχο οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, τότε τεκμαίρεται ότι βρίσκεται υπό την επήρεια αυτών χωρίς ωστόσο να έρχεται αντιμέτωπος με κάποια ποινική διάταξη.
- ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ
Ο Κ.Ν. 489/1976 ορίζει εναργώς πως η εξαίρεση αυτή και κατ’ επέκταση ο αποκλεισμός της ευθύνης του ασφαλιστή ισχύει μόνο και εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος52 απαιτείται δηλαδή να υφίσταται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της οδηγήσεως υπό την επήρεια αλκοόλ ή τοξικών ουσιών και της επελεύσεως του επίδικου ατυχήματος και συνεπώς πρέπει να στοιχειοθετείται η υπαιτιότητα του ασφαλισμένου προσώπου53. Άρα μόνη η διαπίστωση της επίδρασης του οινοπνεύματος ή των τοξικών ουσιών δεν αρκεί για την παραδοχή του αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή αλλά απαιτείται το ατύχημα να προκλήθηκε αποκλειστικά και μόνο επειδή ο οδηγός βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ ή τοξικών ουσιών, δηλαδή η ύπαρξη οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών να επέδρασε στην πρόκληση του ατυχήματος. Εάν λοιπόν, το ποσοστό περιεκτικότητας οινοπνεύματος που ανιχνεύθηκε στο αίμα του οδηγού δεν κρίνεται ικανό να επηρεάσει την οδηγική συμπεριφορά του και έτσι το ατύχημα δεν προκλήθηκε εξ αυτού αλλά ένεκα αποκλειστικής υπαιτιότητας έτερου οδηγού (ή ακόμη και πεζού) που δεν επιδείκνυε την συμπεριφορά που κάθε άλλος συνετός οδηγός (ή πεζός) κατά αντικειμενικό τρόπο και με τους νομικούς κανόνες κυκλοφορίας και εκείνους της κοινής λογικής και πείρας θα επιδείκνυε, τότε δεν συντρέχει η αιτιώδης συνάφεια και έτσι ο ασφαλιστής δεν θα δύναται με αναγωγικό τρόπο να λάβει ότι κατέβαλε ή θα κληθεί να καταβάλει.
Η έννοια της αιτιώδους συνάφειας διακρίνεται από την διαπίστωση της μέθης ή της λήψης τοξικών ουσιών. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με την θεωρία της «πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας» η αιτιώδης συνάφεια συντρέχει όταν το ζημιογόνο γεγονός ήταν κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτέλεσμα μιας πράξεως ή μιας παραλείψεως του ατόμου χωρίς την μεσολάβηση κάποιου τρίτου προσώπου54. Με βάση την αιτιώδη συνάφεια πρέπει να κριθεί αν όντως θα απαλλαγεί ο ασφαλιστής από τις υποχρεώσεις του ή όχι. Ωστόσο, ενώ αντικειμενικά η διαπίστωση ή μη της αιτιώδους συνάφειας φαίνεται μια απλή διαδικασία εντούτοις δεν είναι τόσο εύκολο και εμφανίζει πολλαπλές δυσχέρειες. Για την διαπίστωση της ύπαρξης ή μη αιτιώδους συνάφειας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις όπου έλαβε χώρα το ατύχημα, διότι δεν πρέπει να λησμονείται πως ατυχήματα προκαλούν και οι οδηγοί που βρίσκονται σε κατάσταση νηφαλιότητας. Για να γίνει κατανοητό στον αναγνώστη παρατίθεται το κάτωθι παράδειγμα:
Έστω ότι ο Α, οδηγώντας υπό την επίδραση αλκοόλ (1,50 g/l) την 15:00 μ.μ. αναμένει σε σωστή θέση στην διασταύρωση καθότι υπάρχει ερυθρός φωτεινός σηματοδότης. Ωστόσο, και καθώς περίμενε να ανάψει ο πράσινος σηματοδότης ξαφνικά κατευθύνεται προς το μέρος του ένα Ι.Χ. οδηγούμενο από τον Β, έναν νεαρής ηλικίας άτομο και όπως απεδείχθη αργότερα νεαρό οδηγό, ο οποίος λόγω της μηδαμινής οδηγητικής του εμπειρίας του δεν μπόρεσε να ελέγξει το όχημα του και έτσι συγκρούστηκε με τον Α. Εν προκειμένω, πράγματι ο Α ευρισκόταν υπό την επήρεια μέθης το ατύχημα όμως, δεν προκλήθηκε από τον ίδιο αλλά από τον Β και συνεπώς η διαπιστωθείσα μέθη του Α δεν τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με το προκληθέν ατύχημα. Τα σκηνικό ωστόσο αλλάζει, όταν έχει ως εξής: Ο Α έχει καταναλώσει το Σάββατο βράδυ σε κέντρο νυχτερινής διασκεδάσεως ποσότητα αλκοόλ ίση με 1,50 g/l. Φεύγοντας το βράδυ εκείνο από τον χώρο όπου ευρίσκετο κατευθύνεται στο όχημα του με προορισμό την οικία του. Κατά την διαδρομή του εκινείτο με ταχύτητα 150 χ/ω ενώ το όριο ταχύτητας στην οδό όπου κινείται είναι 80 χ/ω. Αίφνης συγκρούεται με διερχόμενο αυτοκίνητο καθότι ο υπό μέθη οδηγός δεν παρατηρεί την πινακίδα ΣΤΟΠ όπου εβρίσκετο στην λωρίδα κυκλοφορίας του, μολονότι υπάρχει επαρκής φωτισμός. Όπως έχουν τα δεδομένα, δηλαδή η προκεχωρημένη βραδινή ώρα, η τεράστια υπέρβαση του ορίου ταχύτητας, ο επαρκής φωτισμός, συνηγορούν στην αιτιώδη συνάφεια της διαπιστωθείσας μέθης του οδηγού με το προκληθέν ατύχημα. Στην ουσία δεν πρόκειται για μια κυκλοφοριακή παράβαση ( μη αναμονή στην πινακίδα ΣΤΟΠ) αλλά για μια παράβαση που συνέβη λόγω της επίδρασης του οινοπνεύματος στην αντίληψη του οδηγού. Εάν ο οδηγός δεν βρισκόταν υπό την επήρεια του αλκοόλ τότε δεν θα κινούταν άνω του ορίου και θα μπορούσε ένεκα του επαρκούς φωτισμού να αντιληφθεί την πινακίδα ΣΤΟΠ.
Από τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτιθέμενα προκύπτει πως δεν αρκεί μόνο η διαπίστωση της μέθης ή της λήψης των τοξικών ουσιών αλλά θα πρέπει η κατάσταση που βρίσκεται ο οδηγός ένεκα αυτών να οδηγεί στην πρόκληση του ατυχήματος, λαμβάνοντας πάντα υπόψη όλες τις περιστάσεις όπου προκλήθηκε το ατύχημα. Πρέπει λοιπόν, για την ύπαρξη ή μη της αιτιώδους συνάφειας να πραγματοποιείται μια σύνδεση με τις λοιπές περιστάσεις του ατυχήματος και όχι να καταδικάζεται ο οδηγός a priori ένεκα της καταστάσεως στην οποία βρισκόταν τον χρόνο του ατυχήματος. Μάλιστα η δικαστική απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερώς την αιτιώδη συνάφεια προκειμένου να θεμελιωθεί ο αποκλεισμός του ασφαλιστή άλλως τυγχάνει αναιρετέα55.
- ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΟΡΙΣΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΟΥ
Η τρίτη κατά σειρά και τελευταία εξαίρεση που προέβλεψε ο νομοθέτης είναι αυτή της χρήσης του οχήματος, διαφορετικής από αυτήν που ορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας του56. Σαν μια πρώτη όψη εμφανίζεται μια απορία στον αναγνώστη διερωτώμενος κατ’ αρχήν πότε υπάρχει διαφορετική χρήση του οχήματος και μάλιστα κατά πόσο αυτό δύναται να επηρεάσει την ασφαλιστική σχέση τόσο ώστε να αποτελεί αυτοτελή λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή. Για να γίνει κατανοητό θα πρέπει πρώτα να προσδιοριστεί η έννοια της χρήσης του οχήματος.
Ως χρήση θεωρείται ο προορισμός του συγκεκριμένου τύπου οχήματος. Οι χρήσεις των οχημάτων προσδιορίζονται στον Κ.Ο.Κ. και στις Υπουργικές Αποφάσεις. Οι πιο σημαντικές είναι οι εξής:
- Όχημα Ιδιωτικής Χρήσεως (Ι.Χ.): Πρόκειται για το αυτοκίνητο προσωπικής χρήσεως, δηλαδή ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στον ιδιοκτήτη του, ο οποίος μπορεί να εκτελεί μεταφορές (προσώπων ή πραγμάτων) άνευ κομίστρου.
- Αυτοκίνητο Επιβατηγό: Είναι το αυτοκίνητο που προορίζεται για την μεταφορά προσώπων και αποτελείται από εννέα (9) θέσεις μαζί με την θέση του οδηγού.
- Αγροτικό Μηχάνημα: Θεωρείται το μηχάνημα προορισμένο για την εκτέλεση αγροτικών εργασιών, την μεταφορά αγροτικών προϊόντων ή προϊόντων αγροτικής εκμετάλλευσης, εργαλείων, λιπασμάτων και γενικώς κάθε τι μεταφορά που πραγματοποιείται στο πλαίσιο αγροτικής εργασίας και τέλος
- Μηχάνημα Έργων: Πρόκειται για το όχημα που προορίζεται για την κατασκευή και συντήρηση οδικών ή οποιοδήποτε άλλων έργων.
Από τα ανωτέρω προκύπτει πως η χρήση κάθε οχήματος δύναται να είναι διαφορετική. Ανάλογα λοιπόν, την χρήση του κάθε οχήματος θα πρέπει αυτή αντίστοιχα να αναγράφεται στην άδεια κυκλοφορίας καθώς και στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, καθότι αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της συμβάσεως57. Βέβαια, κατά τον Ιωάννη Κ. Ρόκα η παραβίαση στοιχειοθετείται όταν η χρήση αναγράφεται στο ασφαλιστήριο και όχι στην άδεια κυκλοφορίας58. Αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ασφαλιστικής σύμβασης, διότι από την χρήση του οχήματος προκύπτει η επικινδυνότητα του με βάση της οποίας προσδιορίζεται το κόμιστρο.59 Το ύψος δηλαδή των ασφαλίστρων (που αν μη τι άλλο αφορά και τα δυο μέρη) συνδέεται άμεσα με την επικινδυνότητα του αυτοκινήτου και κατ’ επέκταση την χρήση του. Διαφορετική επικινδυνότητα έχει λ.χ. το όχημα ιδιωτικής χρήσεως και διαφορετική το αγροτικό μηχάνημα που φέρει καθημερινά τεράστια βάρη και εκτελεί συνεχώς γεωργικές εργασίες.
Ως προς την διαφορετικότητα της χρήσης δεν χρειάζεται κάποια περαιτέρω ανάλυση αρκεί δηλαδή το γεγονός ότι υπάρχει ουσιώδης διαφορά60 μεταξύ της αναγραφόμενης επί της άδειας κυκλοφορίας και του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και της πραγματικής χρήσεως ως αυτή έλαβε χώρα στο ατύχημα.
Ο νόμος για την στοιχειοθέτηση της συγκεκριμένης εξαιρέσεως απαιτεί την συνδρομή σωρευτικώς τριών προϋποθέσεων:
- Διαφορετική χρήση οχήματος,
- Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαφορετικής χρήσεως και του ατυχήματος και τέλος
- Υπαιτιότητα του οδηγού για την παράβαση του ασφαλιστικού βάρους.
Εάν κάποια από τις τρείς δεν στοιχειοθετείται τότε δεν συγκροτείται η εξαίρεση αυτή. Η διαφορετική χρήση του οχήματος από την καθορισθείσα αποτελεί κεκαλυμμένο ασφαλιστικό βάρος, η παράβαση του οποίου δύναται να στοιχειοθετήσει την άνω εξαίρεση. Ως κεκαλυμμένο ασφαλιστικό βάρος όμως θα πρέπει να συντρέχει και η υπαιτιότητα στο βεβαρυμμένο με το ασφαλιστικό βάρος πρόσωπο. Αυτή συντρέχει όταν ο οδηγός γνώριζε την χρήση του οχήματος και πάραυτα το οδηγούσε με όλως διαφορετική χρήση εξαιτίας της οποίας προήλθε το επίδικο ατύχημα. Για τον οδηγό σχεδόν βέβαια στοιχειοθετείται η υπαιτιότητα στο πρόσωπο του, διότι ξέρει πολύ καλά αν το όχημα που οδηγεί είναι ταξί, ασθενοφόρο, αγροτικό ή μηχάνημα έργων. Ο προβληματισμός έγκειται στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη που παραχωρεί την χρήση του οχήματος του στον οδηγό. Εν προκειμένω θα πρέπει να διερευνηθεί εάν ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος του οχήματος γνώριζε ή υπαιτίως κατέστησε δυνατή την παραβίαση του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή υπαιτίως παρέδωσε το όχημα του για να το οδηγήσει προβαίνοντας σε διαφορετική χρήση αυτού από την καθορισθείσα. Εάν γνώριζε π.χ. ότι το Ι.Χ. του θα το χρησιμοποιούσε ως ταξί ή ως αγροτικό. Στην πράξη είναι αρκετά δύσκολο να αποδειχθεί αυτό. Κρίσιμο γενικά, στοιχείο αποτελεί η αναγραφή επί του ασφαλιστηρίου και επί της άδειας κυκλοφορίας της χρήσης του αυτοκινήτου61.
- ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ
Όπως και στην περίπτωση του αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή ένεκα επήρειας μέθης ή τοξικών ουσιών του οδηγού έτσι και εν προκειμένω, αναγράφεται ρητά η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράβασης και της πρόκλησης του ατυχήματος62. Μόνη όμως, η διαπίστωση της διαφορετικής χρήσης του οχήματος δεν αρκεί για την συνδρομή της αιτιώδους συνάφειας. Ουσιαστικά θα πρέπει το τροχαίο ατύχημα να προκλήθηκε εξαιτίας της διαφορετικής χρήσης ή η έκταση της βλάβης να εντάθηκε εξ’ αυτού.
XII. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7 ΤΟΥ Ν. 489/1976.
Last but not least αποτελεί η κατάργηση του μέχρι πρότινος άρθρου 7 του Ν. 489/1976, το οποίο όριζε τις εξής τέσσερις κατηγορίες προσώπων, των οποίων η σωματική βλάβη ένεκα αυτοκινητικού ατυχήματος δεν εκαλύπτετο ασφαλιστικά:
- Ο οδηγός του οχήματος που προξένησε την ζημία,
- Κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτετο από τη σύμβαση ασφάλισης,
- Το πρόσωπο που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και τέλος
- Οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα.
Πλέον δυνάμει του άρθρου 50 του νόμου 4949/2022 (ΦΕΚ Α’ 126/30-06-2022) καταργήθηκε η καταφανώς άδικη ανωτέρω διάταξη με αποτέλεσμα να μην θεωρούνται τα συγκεκριμένα πρόσωπα τρίτοι κατά την έννοια του νόμου και έτσι να καλύπτονται ασφαλιστικά για τις προκληθείσες σωματικές βλάβες τους, πλην ωστόσο του προξενήσαντος το ατύχημα οδηγού. Τοιουτοτρόπως, αποκαθίσταται μια σχεδόν βάναυση κοινωνική αδικία που ίσχυε, η δεινότητα της οποίας αποκαλύπτεται στην περίπτωση της αποζημίωσης των συγγενών των ανωτέρω προσώπων, ένεκα ψυχικής οδύνης η οποία φυσικά με την καταργηθείσα διάταξη δεν ελάμβανε χώρα, κάτι το οποίο καταφανώς παραβίαζε το κοινοτικό δίκαιο. Μάλιστα, ακριβώς λόγω της κατάπτυστης παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, ο Έλληνας νομοθέτης σχεδόν εξαναγκάστηκε να καταργήσει την εν λόγω διάταξη, αφού φυσικά έλαβαν χώρα πληθώρα δικαστικών αποφάσεων, τόσο του Αρείου Πάγου όσο και των Εφετείων, με παντελώς αντίθετες θέσεις. Δέον να επισημανθεί πως κατά την γράφουσα, η νέα ρύθμιση τυγχάνει εφαρμογής επί ατυχημάτων συμβαινόντων μετά την 30η-06-2022, όπερ δημοσιεύτηκε ο Ν. 4949/2022 (ΦΕΚ Α’)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η οδήγηση ενός οχήματος, οποιασδήποτε μορφής, εκ των πραγμάτων δύναται να προκαλέσει αρκετούς κινδύνους, τόσο στην περιουσία ενός ατόμου όσο και στην υγεία ή ζωή του, αγαθά που στην ελληνική νομοθεσία είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένα. Η θεσμοθέτηση του Κ.Ν. 489/1976 αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την προστασία των θυμάτων τροχών, η οποία αποτελεί βασική υποχρέωση ενός κράτος δικαίου, που οφείλει να προστατεύει αλλά ταυτόχρονα να σέβεται τους πολίτες του. Η κοινωνική και ηθική διάσταση της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων καθίσταται εναργής, καθότι προνοείται η απάλυνση των τραγικών συνεπειών που επέρχονται στα θύματα των τροχών εξαιτίας της επικίνδυνης δράσης ορισμένων οδηγών. Όπως είναι φυσικό κάποιες περιπτώσεις δεν πρέπει να καλύπτονται ασφαλιστικά και έτσι ορθώς έχουν θεσπιστεί από τον νομοθέτη. Μάλιστα, ο περιορισμός των περιπτώσεων αυτών σε περιοριστικά αναφερόμενες και συγκεκριμένες, με την τελευταία νομοθετική μεταρρύθμιση αποτελούσε επιταγή αρκετών ετών. Ωστόσο, λόγω της συνεχούς εξέλιξης των πραγμάτων σε όλους τους τομείς της ζωής αλλά και των συνεχόμενων νομοθετικών μεταβολών χρήζει απαραίτητη και η μεταρρύθμιση ορισμένων διατάξεων των Κ.Ν. 489/1976. Σε κάθε περίπτωση, δεν χωρεί αμφισβήτηση ότι αποτελεί ένα ρηξικεύλευθο νομοθέτημα ο Κ.Ν. 489/1976, όπως επίσης και οι εξαιρέσεις που θέτει με σκοπό τον αποκλεισμό της ευθύνης του ασφαλιστή. Η δε νέα νομοθετική οριοθέτηση της έννοιας του τρίτου αποτελεί κατά νόμον μια ικανοποίηση για τον νομικό κόσμο, που τόσα χρόνια καταδείκνυε την παθογένεια που είχε δημιουργήσει η καταργηθείσα πλέον διάταξη.
________________________________