facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Αντισυνταγματικότητα διάταξης περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας ή ανάκλησης της άδειάς της και ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησής της ΤΕΥΧΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2010

Αντισυνταγματικότητα διάταξης περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας ή ανάκλησης της άδειάς της και ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησής της ΤΕΥΧΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2010

 Αντισυνταγματικότητα διάταξης 
περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου 
στις περιπτώσεις πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας 
ή ανάκλησης της άδειάς της 
και ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησής της

Υπό Ηλία Ι. Κλάππας, Δικηγόρου Πειραιά,
Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά
ΣΣ Δημοσιεύεται στο τεύχος Αυγούστου της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου

1 Ισχύον νομοθετικό καθεστώς
Το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων» με τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, συστάθηκε με το άρθρο 16 ν.489/1976 και ήδη άρθρο 16 του προεδρικού διατάγματος 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε η νομοθεσία «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης».
Κατά την έννοια του ιδρυτικού νόμου (άρθρο 1 εδ. δ΄ ν.489/1976) το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι ασφαλιστής και σκοπός της σύστασής του είναι «η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 19» (άρθρο 17 ν.489/1976).
Με τη σύσταση ενός φερέγγυου νομικού προσώπου, του οποίου η οικονομική επιβίωση στηρίζεται στις εισφορές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ασφαλισμένων στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (άρθρο 20 παρ.1 ν.489/1976), καθώς και με τη χορήγηση στον παθόντα ευθείας αγωγικής αξίωσης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου (άρθρο 19 παρ. 3 εδ. α΄ ν.489/1976), ο νομοθέτης επιδίωξε να συμπληρώσει την προστασία που παρέχει ο θεσμός της υποχρεωτικής ασφάλισης αυτοκινήτων και στις περιπτώσεις που ο θεσμός αυτός δεν μπορεί να λειτουργήσει, ώστε να κατοχυρώνονται τα νόμιμα δικαιώματα των ζημιούμενων προσώπων και όλων των ασφαλισμένων.
Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται κατά νόμο σε καταβολή αποζημίωσης στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ή δεν διαπιστώνεται ενεργός ασφάλιση, καθώς και όταν, ενώ προϋπάρχει ασφαλιστική κάλυψη, δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τον ασφαλιστή. Οι περιπτώσεις αυτές προβλέπονται περιοριστικά στο άρθρο 19 παρ. 1 π.δ. 237/86 (το οποίο κωδικοποίησε το ν. 489/76), όπως συμπληρώθηκε με το ν. 3746/2009 το οποίο εισήγαγε και πέμπτη περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου (άρθρο 19 παρ. 1 εδ. ε΄ π.δ. 237/86). 
Όσον αφορά στην έκταση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, αυτή ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α’ π.δ. 237/1986, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του ΠΔ 264/1991 και προβλέπει ότι «η αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου περιορίζεται στη συμπλήρωση του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει το ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης για την αυτή αιτία στον ζημιωθέντα».
Κατά συνέπεια, η αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι επικουρική ως προς τις παροχές που υποχρεούται να καταβάλει ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης, με την έννοια ότι, στο μέτρο που ο ζημιωθείς από την αδικοπραξία δικαιούται να καλύψει την ζημία του από ασφαλιστικό ταμείο ή άλλο Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης, επέρχεται απαλλαγή του Επικουρικού Κεφαλαίου .
Η διάταξη αυτή καθιερώνει εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ που προβλέπει ότι «η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε». Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή αφορά στην έκταση της αποζημιωτικής ευθύνης μόνο του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς προβλέπει ότι, όταν νόμω υπόχρεο προς αποζημίωση είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο, ο ζημιωθείς δεν έχει δικαίωμα έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου αθροιστικής απόληψης των ασφαλιστικών παροχών και της αποζημίωσης, ανεξαρτήτως ποιος είναι ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης και αν προβλέπεται νομοθετικά για αυτόν υποκατάστασή του στα δικαιώματα του ζημιωθέντα.
Ακριβώς επειδή με το άρθρο 19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/1986 εισάγεται εξαίρεση στη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ ως προς την έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου ως νόμω υπόχρεου και όχι ως προς την έκταση της αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντα, για το λόγο αυτό, ούτε το ΙΚΑ ούτε οποιοσδήποτε άλλος φορέας κοινωνικής ασφάλισης νομιμοποιούνται, σε περίπτωση υποκατάστασής τους στις αξιώσεις του ζημιωθέντα, να απαιτήσουν από το Επικουρικό Κεφάλαιο όσα κατέβαλαν στο ασφαλιστικά καλυπτόμενο πρόσωπο του ζημιωθέντα. 
Η έκταση των αξιώσεων αποζημίωσης του ζημιωθέντα ποικίλλει ανάλογα αν υφίσταται περίπτωση υποκατάστασης του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης κατά το ποσό των ασφαλιστικών παροχών.
Κατά πρώτον, στις περιπτώσεις που νομοθετικά προβλέπεται υποκατάσταση Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης στα δικαιώματα του ζημιωθέντα κατά το ποσό των ασφαλιστικών παροχών, ο ζημιωθείς έχει αποζημιωτική αξίωση τόσο κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου όσο και κατά του ζημιώσαντα για το ποσό πλέον αυτού που υποχρεούται να του καταβάλει ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο ζημιώσας, ωστόσο, παραμένει κατά νόμο υπόχρεος έναντι του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης που υποκατέστησε τον ζημιωθέντα, για το ποσό που ο Οργανισμός υποχρεούται να καταβάλει στον ζημιωθέντα.
Κατά δεύτερον, στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται υποκατάσταση του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης, ο ζημιωθείς έχει αποζημιωτική αξίωση κατά μεν του Επικουρικού Κεφαλαίου για το ποσό πλέον αυτού που υποχρεούται να του καταβάλει ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά δε του ζημιώσαντα για το σύνολο της αποζημίωσης, δικαιούμενος σε αθροιστική απ’ αυτόν απόληψη και του ποσού που αντιστοιχεί στην παροχή από τον Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα έναντι του ζημιωθέντα και, σε περίπτωση υποκατάστασης, έναντι του οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης παραμένει ακέραιη, όπως άλλωστε προβλέπει το άρθρο 930 εδ. γ΄ ΑΚ. 
2 Αντισυνταγματική στέρηση περιουσιακών ενοχικών δικαιωμάτων του ασφαλισμένου και παραβίαση της αρχής της ισότητας του νόμου
Η ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/86 εντάσσεται στη νομοθετική πολιτική περί επικουρικότητας της αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου έναντι των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης .
Έχει κριθεί ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, δηλαδή όταν το ατύχημα προήλθε από άγνωστο οδηγό, από ανασφάλιστο όχημα ή προκλήθηκε από πρόθεση, αλλά και στην περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή πτώχευσής του ή όταν απέβη άκαρπη η σε βάρος του εκτέλεση, χωρίς να έχει σημασία το γεγονός ότι αρχικά είχε εναχθεί ο ασφαλιστής του οποίου μεταγενέστερα ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, διότι, κατά την άποψη της νομολογίας του Ανωτάτου Ακυρωτικού, με την υπεισέλευση στη θέση του ασφαλιστή του Επικουρικού Κεφαλαίου, το τελευταίο αντιμετωπίζεται σαν να εναγόταν από την αρχή και άρα θα είχε τη δυνατότητα προβολής του ισχυρισμού από το άρθρο 19 παρ. 5 του ν. 489/1976. 
Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή δεν δικαιολογείται δικαιοπολιτικά στις περιπτώσεις που κατά νόμω ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο επειδή υπεισήλθε στη θέση του ασφαλιστή που πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του (άρθρο 19 παρ. 1 περ. δ΄ π.δ. 237/1986).
Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 παράγει ιδιαιτέρως ανεπιεική και άδικα αποτελέσματα για τον ασφαλισμένο της εταιρίας η οποία πτωχεύει ή ανακαλείται η άδειά της μετά την ημέρα του ατυχήματος ή κατά της οποίας κατέστη αδύνατη η αναγκαστική εκτέλεση. Ο ασφαλισμένος εταιρείας, ο οποίος έχει τηρήσει πλήρως τη νόμιμη υποχρέωσή του για ασφάλιση του οχήματός του, εμφανίζεται να «τιμωρείται» από το νομοθέτη για την πτώχευση, την αδυναμία σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας του, δηλαδή για ένα εξωτερικό γεγονός ανεξάρτητο της βούλησής του, για το οποίο δεν έχει καμία υπαιτιότητα, με αποτέλεσμα να μην καλύπτεται ασφαλιστικά από το Επικουρικό Κεφάλαιο και να υποχρεούται, μόνος αυτός, να καταβάλει στον ζημιωθέντα και, σε περίπτωση υποκατάστασης αυτού, στο ασφαλιστικό ταμείο ή οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης που έχει υποκατασταθεί στις αξιώσεις του ζημιωθέντα, ό,τι τυχόν αυτό κατέβαλε στον ασφαλισμένο του.
Παρά, μάλιστα, τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 π.δ. 237/1986 που ρητά προβλέπει ότι σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται όχι σε μέρος, αλλά στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ασφαλιστή που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση και παρά το γεγονός ότι η διάταξη αυτή είναι ειδικότερη από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986, η νομολογία, επικαλούμενη την περιορισμένη έκταση της αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου βάσει της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 5, δεν αναγνωρίζει δικαίωμα στον (πρώην) ασφαλισμένο- ζημιώσαντα να στραφεί κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ως ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής του εταιρίας και να ασκήσει την αγωγή αναγωγής που έχει ο ασφαλισμένος κατά της ασφαλιστικής εταιρίας κατ’ άρθρον 10 ν.2496/1997, αιτούμενος να του καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο κάθε ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ζημιωθέντα ή, σε περίπτωση υποκατάστασης, στον ασφαλιστικό οργανισμό που στρέφεται εναντίον του. 
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 δημιουργεί διάκριση μεταξύ προσώπων της αυτής κατηγορίας (ασφαλισμένων του κλάδου ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων) με βάση ένα συγκυριακό και τυχαίο γεγονός, ανεξάρτητο της βούλησης και της συμπεριφοράς των προσώπων αυτών, όπως είναι η μεταγενέστερη πτώχευση ή ανάκληση της άδειας του ασφαλιστή.
Λαμβανομένου υπόψη ότι η εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων 
δεν είναι ευθύνη των ασφαλισμένων, αλλά θεσμικών οργάνων, στα οποία η Πολιτεία έχει αναθέσει τη σχετική αρμοδιότητα, η επιλογή του συγκεκριμένου ασφαλιστή που εν συνεχεία πτωχεύει ή ανακαλείται η άδειά του, μεταξύ των κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή υφισταμένων επιχειρήσεων που νομίμως λειτουργούν με άδεια των αρμόδιων εποπτικών αρχών, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως πλημμελής συμπεριφορά του ασφαλισμένου, για την οποία δικαιολογείται να υποστεί δυσμενείς έννομες συνέπειες.
Κατά συνέπεια, η διάκριση που εισάγει το άρθρο 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 μεταξύ των ασφαλισμένων εντός του υφιστάμενου συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων, με την οποία αυτοί των οποίων η εταιρεία πτωχεύει ή ανακαλείται η άδειά της, καθίστανται ανασφάλιστοι ως προς το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης του παθόντα, επιβάλλεται με βάση συγκυριακά και τυχαία γεγονότα και δεν προκύπτει από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. 
Κατά τον τρόπο αυτό, η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 εισάγει δυσμενή εξαίρεση και διάκριση, ανεπίδεκτη δικαιολόγησης, σε βάρος των ασφαλισμένων των εταιρειών που πτωχεύουν ή ανακαλείται η άδειά τους, η οποία ανεπίτρεπτα δημιουργεί άνιση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων έννομων σχέσεων και καταστάσεων και περιορίζει αδικαιολόγητα δικαιώματα των ασφαλισμένων αυτών κατ’ εξαίρεση του υφιστάμενου γενικότερου κανόνα του άρθρου 25 παρ.4 π.δ. 237/1986 που προβλέπει την υποκατάσταση του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του ασφαλιστή από την ασφαλιστική σύμβαση. 
Επομένως, η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη και τα δικαστήρια οφείλουν να μην την εφαρμόζουν (άρθρα 87 παρ.2 και 120 του Συντάγματος), καθώς έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, και από την οποία επιταγή απορρέει όχι μόνο η έναντι του νόμου ισότητα των Ελλήνων, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, ήτοι η δέσμευση του νομοθέτη, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει δυσμενείς εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος . 
Πλέον και παράλληλα με τα ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 19 παρ.5 εδ.α΄ π.δ.237/1986, ελέγχεται ως αντισυνταγματική με βάση το άρθρο 17 του Συντάγματος, αντίκειται δε και στο υπερνομοθετικής ισχύος Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ).
Ειδικότερα, το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ το οποίο κυρώθηκε μαζί με την ίδια τη σύμβαση με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256/20-9-1974) και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προβλέπει ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». 
Κατά συνέπεια, στην έννοια της προστατευόμενης από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ περιουσίας, περιλαμβάνονται τόσο τα εμπράγματα δικαιώματα όσο και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται, συνεπώς, και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και, ειδικότερα, οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά .
Στην προκειμένη περίπτωση, η ασφάλεια αστικής ευθύνης αποτελεί ένα σημαντικό περιουσιακό ενοχικό δικαίωμα για τον ασφαλισμένο, το οποίο συνίσταται στις περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις που ο ασφαλισμένος έχει έναντι του ασφαλιστή μέχρι του ποσού του ασφαλίσματος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού γεγονότος, και εμπίπτει στην έννοια του όρου «περιουσία» του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στην έννοια του όρου «ιδιοκτησία» του άρθρου 17 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ.4 π.δ. 237/1986, το Επικουρικό Κεφάλαιο αποτελεί ex lege ειδικό διάδοχο της ασφαλιστικής εταιρείας που πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της στο σύνολο των υποχρεώσεων αυτής που απορρέουν από τις συμβάσεις αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων, καθώς όπως ρητώς προβλέπεται «από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα».
Συνεπώς, η στέρηση από τον ασφαλισμένο-ζημιώσαντα των περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεών του έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου, ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής του εταιρείας, για το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης του ζημιωθέντα, εξαιτίας και μόνο του λόγου ότι ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του ασφαλιστή του ή αυτός πτώχευσε, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος ή ωφέλειας, συνιστά παράνομη στέρηση περιουσιακού δικαιώματος αντικείμενη στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
3 Ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησης της διάταξης 
Ενόψει αυτών, υπάρχει ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησης, προκειμένου να εξαιρεθεί η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/1986 στις περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου κατά το άρθρο 19 παρ. 1 περ. δ’ πδ. 237/1986, δηλαδή στις περιπτώσεις πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του μετά την επέλευση του ατυχήματος ή άκαρπης σε βάρος του εκτέλεσης, ώστε στις περιπτώσεις αυτές να εξακολουθεί να ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο και να καλύπτει ασφαλιστικά τους κατά νόμω υπόχρεους για τις σε βάρος τους αξιώσεις εκ του ατυχήματος, για το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης στον ζημιωθέντα. 
Η νομοθετική αυτή τροποποίηση δεν προσκρούει στο Κοινοτικό Δίκαιο, δεδομένου ότι η απόδοση επικουρικού χαρακτήρα στην αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς και η έκταση και οι περιπτώσεις εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας της αποζημιωτικής ευθύνης αυτού, είναι αποκλειστικά επιλογή του εθνικού νομοθέτη, όπως αυτή εκφράστηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 π.δ. 264/1991. Η κοινοτική οδηγία 84/5/ΕΟΚ, για την ενσωμάτωση της οποίας στο εθνικό δίκαιο εκδόθηκε το π.δ. 264/1991, όχι μόνο δεν υποχρεώνει τον εθνικό νομοθέτη σε συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση για τις περιπτώσεις ανάκλησης της άδειας ή πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ αυτού, αλλά αρκείται σε κατευθυντήριες οδηγίες (πλαίσιο δικαίου) με δυνατότητα επιλογής, αναφερόμενη, μάλιστα, μόνο σε περιπτώσεις ζημιών και βλαβών από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ανασφάλιστο. 
Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. α΄ της 84/5/ΕΟΚ Κοινοτικής Οδηγίας, στα πλαίσια εφαρμογής της οποίας εισήχθη η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄ πδ 237/1986 με το άρθρο 5 παρ. 3 του ΠΔ 264/1991, προβλέπει ότι «κάθε κράτος μέρος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1. Η διάταξη αυτή δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να προσδώσουν ή όχι στην παρέμβαση του οργανισμού αυτού επικουρικό χαρακτήρα».
Κατά συνέπεια, η προτεινόμενη νομοθετική τροποποίηση δεν αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο και ο εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται από αυτό προκειμένου να προχωρήσει στην τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄ πδ 237/1986.
Η νομοθετική αυτή τροποποίηση μπορεί να γίνει με την εισαγωγή ενός νέου εδαφίου, μετά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. δ’ π.δ. 237/86, το οποίο θα περιέχει διάταξη που θα είναι νομοτεχνικά παρόμοια με αυτή που εισήγαγε το άρθρο 10 παρ. 2 ν.3557/2007 για το Ελληνικό Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης , και προτείνεται να προβλέπει ότι 
«Το προηγούμενο εδάφιο (19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/1986) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του αυτού άρθρου (19 π.δ. 237/86)».