facebook
Αρχική Νομολογία Αποζημίωση επί σωματικών βλαβών Επιδείνωση Νόσου Χρόνια Καταθλιπτική Συνδρομή – Β΄Αγωγή για Μέλλουσες Ζημίες – Έκταση Δεδικασμένου εκ της τελεσιδίκου αποφάσεως επί της Α αγωγής

Επιδείνωση Νόσου Χρόνια Καταθλιπτική Συνδρομή – Β΄Αγωγή για Μέλλουσες Ζημίες – Έκταση Δεδικασμένου εκ της τελεσιδίκου αποφάσεως επί της Α αγωγής

Επιδείνωση Νόσου

Χρόνια Καταθλιπτική Συνδρομή (1)

Νεωτέρα (Β΄)Αγωγή για Μέλλουσες Ζημίες (2)

Έκταση Δεδικασμένου εκ της τελεσιδίκου αποφάσεως

επί της Α αγωγής

 Αν υπάρχει τελεσίδικη κρίση ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υποχρέου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτήδεδικασμένο εκτείνεται μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση και όχι και στην μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε.

 Συνεπώς, η επιδίκαση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση αποζημίωσης στον τραυματισθέντα σε ατύχημα δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη επιδίωξη  – με νέα αγωγή –  περαιτέρω αποζημίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι περαιτέρω επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας εκδηλώθηκαν μεταγενέστερα και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από το δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον παθόντα την προηγουμένη αποζημίωση.

 Ο ενάγων παθών με δευτέρα αγωγή του εκθέτει ότι συνεπεία του επίδικου εκ του ατυχήματος τραυματισμού του παρουσίασε μεταγενέστερα χρόνια καταθλιπτική συνδρομή μετά ψυχονευρωσικών στοιχείων, παθήσεις που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής, ιατρικής παρακολούθησης και συνοδού προσώπου λόγω της λειτουργικής αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, εφόρου ζωής.

Αναιρετική Διαδικασία

εκ του άρθρ 559 αρ.16 ΚΠολΔ

 Αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο.

Ενταύθα αναιρείται Εφετειακή απόφαση που δέχθηκε ότι από την τελεσίδικη απόφαση επί προηγουμένης αγωγής κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, υπό την αρνητική λειτουργία του, το σύνολο των εννόμων συνεπειών που επήλθαν σε βάρος του ενάγοντος και οι οποίες, πλην άλλων, αφορούσαν και τις Εφετείο υπέπεσε την πλημμέλεια του άρθ. 559 αρ. 16 του ΚΠολΔ, εφόσον οι περαιτέρω επιζήμιες για τον ενάγοντα συνέπειες  από το αυτό  ατύχημα

δεν είχαν προβληθεί, ούτε είχαν καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την εξέταση της πρώτης αγωγής του, αλλά εκδηλώθηκαν μεταγενέστερα.

Απόφ. ΑΠ 470/2011

Πρόεδρος: Ηλίας Γιαννακάκης

Εισηγητής: Νικόλαος Πάσσος

Μέλη: Παναγιώτης Κομνηνάκης – Ανδρέας Δουλγεράκης – Δημήτριος Κόμης

Δικηγόροι: Χρυσάνθη Αποστόλου – Ελένη Βούλγαρη

Σχόλια – Παρατηρήσεις

 1) Βλ. σχετικώς Άρθρο Ασπασίας Καράκωστα – Γεωργίου Στεφανόπουλου <<Διαταραχή από τραυματικό στρες – Ο ρόλος του μετατραυματικού στρες στους παθόντες σε τροχαία ατυχήματα>>. Σελ. 432

Εξαιτίας του ακρωτηριασμού που υπέστη η παθούσα, παρουσιάζει έντονη καταθλιπτική συνδρομή μετά αυτοκτονικού ιδεασμού, η οποία προέκυψε λόγω της βαριάς αναπηρίας την οποία υπέστη αυτή από το ατύχημα, παρακολουθείται δε συνεχώς από νευρολόγο – ψυχίατρο, και υποβάλλεται σε αντικαταθλιπτική και αγχολυτική αγωγή, χωρίς ουσιώδη αποτέλεσμα. Επιδικάσθηκαν 100.000 ευρώ εξ ΑΚ 931 και 150.000 ευρώ εξ ΑΚ 932. Μον.Πρ. Χαν.32/2009 ΕΣυγκΔ 2010/253

 2) Επιδείνωση Νόσου – Νεωτέρα  (Β) Αγωγή – Έκταση δεδικασμένου

Μεταγενέστερες μη προβλεπτές δυσμενείς συνέπειες της αδικοπραξίας, (όπωςαιφνίδιες επιδεινώσεις νόσου),  που δεν ελήφθησαν υπόψη σε προηγούμενη δικαστική απόφαση, μπορούν να δικαιολογήσουν πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Δεν υπάρχει εμπόδιο από το δεδικασμένο της προηγούμενης αποφάσεως.  ΑΠ 141/2009 ΕΣυγκΔ 2009/214

  Η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί προηγούμενης αγωγής αποζημιώσεως του παθόντος, στηριζόμενη στην αυτή αδικοπραξία, αποτελεί ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ στη νέα δίκη με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεως για μεταγενέστερο χρόνο, ως προς τις συνθήκες τελέσεως αυτής, την υπαιτιότητα του εναγομένου, την συνδρομή ή μη συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και τις ζημιές που αυτός υπέστη κατά την διάρκεια του χρόνου της προηγούμενης αγωγής. Δεν αποτελεί όμως ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ για τις απαιτήσεις μεταγενέστερου χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου είναι δυνατόν να εξακολουθήσει η αδικοπραξία να αναδίδει συνέπειες ΜΗ ΠΡΟΒΛΕΦΘΕΙΣΕΣ με την προηγούμενη αγωγή. Από τη δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως ΑΟΡΙΣΤΗ, δε γεννάται ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ που να εμποδίζει την έγερση νέας αγωγής για το αυτό δικαίωμα και μεταξύ των ιδίων προσώπων που είναι ορισμένη. Εφ.Αθ. 6376/1998 ΣΕΣυγκΔ 2001/216

ΝΕΩΤΕΡΑ ΑΓΩΓΗ (Β-Αγωγή) για απωλεσθέντα εισοδήματα μεταγενέστερου της αρχική αγωγής λόγω επιδεινώσεως της νόσου – μη προβλεπτής. Σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως αποζημιώσεως, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία.  Εφ.Αθ. 5320/1999 ΣΕΣυγκΔ 2003/343

Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 489/1976, ειδικώς ρυθμίζουσα την αξίωση αποζημιώσεως κατά του ασφαλιστή ευθυνομένου έναντι του παθόντος όχι εξ αδικοπραξίας, αλλά εκ του νόμου, επικρατεί της γενικής διατάξεως του άρθρου 937 ΑΚ. Συνεπώς η παραπάνω διετής παραγραφή ως προς την αφετηρία της καλύπτει την περίπτωση της προβλεπτής από την αρχή ζημίας του παθόντος.  Δεν εφαρμόζεται αν η ζημία είναι από την αρχή απρόβλεπτη, όπως τούτο δύναται να συμβεί επί απρόβλεπτης, κατά τα ιατρικά δεδομένα σημαντικής επιδεινώσεως της υγείας του παθόντος.   Σε περίπτωση ασκήσεως της αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία (άρθρ. 261 α’ ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΑΠ 1581/2008

ΣΕΣυγκΔ 2008/435

Κείμενο Απόφ. ΑΠ 470/2011

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι. Κατά τη διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 321, 322, 324, 331 ΚΠολΔ και 297, 298, 914 και 929 ΑΚ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε για αγωγή αποζημίωσης λόγω βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου αποτελεί δεδικασμένο (με την θετική και αρνητική λειτουργία αυτού) για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και την ζημία που υπέστη ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στη πρώτη αγωγή, όχι όμως και για τον μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες, διότι αυτές δεν είχαν προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή. Επομένως, αν υπάρξει τελεσίδικη κρίση ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υποχρέου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση και όχι και στην μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε. Έτσι, η επιδίκαση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση αποζημίωσης στον τραυματισθέντα σε ατύχημα δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, επιδίωξη περαιτέρω αποζημίωσης. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ότι οι περαιτέρω επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας εκδηλώθηκαν μεταγενέστερα και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από το δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον παθόντα την προηγουμένη αποζημίωση. Κατά συνέπεια, μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες της αδικοπραξίας, που δεν ήταν προβλεπτές και δεν ελήφθησαν υπόψη σε προηγούμενη δικαστική απόφαση, μπορούν να δικαιολογήσουν περαιτέρω πρόσθετη αποζημίωση, έστω και αν στην προηγούμενη απόφαση δεν γίνεται λόγος για πρόκληση νέων βλαβών στο μέλλον.

  Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή του (άρθ. 561§2 ΚΠολΔ) ο αναιρεσείων ενάγων εξέθεσε, ότι την 2-8-1964 προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τους ΣΕΚ, των οποίων η αναιρεσίβλητη εναγομένη ΟΣΕ ΑΕ είναι καθολική διάδοχος, ότι την 16-1-1972 ενώ εκτελούσε εντεταλμένη υπηρεσία τροχοπεδητού στην 121 αμαξοστοιχία Πειραιά-Λαμίας-Θεσσαλονίκης τραυματίσθηκε βαρύτατα κατά την σύγκρουση αυτής με την υπερταχεία αμαξοστοιχία “Ακρόπολις” Μονάχου-Αθήνας, ότι συγκεκριμένα υπέστη βαρεία εγκεφαλική διάσειση, θλάσεις αριστερού ισχίου, σπονδυλικής στήλης και βρεγματικής χώρας, ότι εξαιτίας των παθήσεων αυτών κατέστη μονίμως ανάπηρος και παρουσίασε πολύ έντονες υποκειμενικές ενοχλήσεις επί νευρωτικού εδάφους, ότι στην συνέχεια εμφάνισε αγχώδη αντίδραση με καταθλιπτικά σημεία, έχοντας ανάγκη παρακολούθησης από νευρολόγο, ότι από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές της εναγομένης κρίθηκε ως πάσχων από βαρεία μεταδιασειστική συνδρομή μετ’ αντιδραστικής νευρωτικής καταθλίψεως χωρίς καμία βελτίωση, ότι πρόκειται για χρόνια νόσο μετ’ αντιδραστικών ψυχονευρωτικών και καταθλιπτικών στοιχείων, ότι με τη 1198/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που επικυρώθηκε με την 6252/1974 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε (επί προηγουμένης αγωγής του) με δύναμη δεδικασμένου το έναντι της εναγομένης δικαίωμα αποζημίωσης σχετικά με κάθε απαίτησή του από το ως άνω ατύχημα κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου (άρθ. 929 ΑΚ. 16§1 ν. 551/1915) και του επιδικάσθηκε αποζημίωση για απώλεια αντιμισθίας το ποσό των 10.000 δρχ. κατά μήνα από 1-1-1974 μέχρι 31-12-1991, όταν λύθηκε η σύμβαση εργασίας του και διεκόπη η καταβολή αυτού, ότι η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε σοβαρά από το έτος 2003 με έντονη κεφαλαλγία, ζάλη-ιλίγγους, τάσεις λιποθυμίας και χρόνια καταθλιπτική συνδρομή μετά ψυχονευρωσικών στοιχείων (ως συνέπεια του ως άνω ατυχήματος), παθήσεις που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής, ιατρικής παρακολούθησης και συνοδού προσώπου λόγω της λειτουργικής αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, ότι λόγω της κατάστασης αυτής έχει ανάγκη οικιακής βοηθού, μετά μάλιστα τον θάνατο το 2003 της συζύγου του και την αδυναμία των δύο γυιών του να τον συνδράμουν, ενώ έχει και ανάγκη ψυχιατρικής παρακολούθησης τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει από 1-1-2003 και εφόρου ζωής αυτού για την αντιμετώπιση των δαπανών για την απασχόληση οικιακής βοηθού, την αμοιβή ψυχιάτρου και τις αναγκαίες μετακινήσεις του για την ιατρική παρακολούθησή του το συνολικό ποσό των 1.470 €. Το Εφετείο Αθηνών κρίνοντας επί της αγωγής αυτής, ύστερα από έφεση του αναιρεσείοντος ενάγοντος με τη προσβαλλομένη 2321/2007 απόφασή του και όπως απ’ αυτήν προκύπτει δέχθηκε, ότι από την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση επί προηγουμένης αγωγής του κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, υπό την αρνητική λειτουργία του, το σύνολο των εννόμων συνεπειών που επήλθαν σε βάρος του ενάγοντος και οι οποίες, πλην άλλων, αφορούσαν την προαναφερθείσα παθολογική κατάσταση από τον τραυματισμό του, δηλ. την χρόνια ψυχονευρωτική κατάθλιψή του, στα δυσμενή από ιατρική άποψη επακόλουθα της οποίας, για επόμενο της πρώτης δίκης χρονικό διάστημα, αφορούσαν οι τώρα επίδικες αξιώσεις αποζημίωσης, και ότι επομένως το κριθέν τελεσίδικα δικαίωμα του ενάγοντος, που αποτελεί το κύριο αντικείμενο και της δίκης αυτής, δεν μπορεί να επανεξετασθεί κατ’ αυτήν, στην συνέχεια δε εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη, και απέρριψε αυτήν για την παραπάνω αιτία. Με τη κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας, δεχθέν ότι είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο, υπό την αρνητική λειτουργία του, από την ως άνω τελεσίδικη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα, οι περαιτέρω επιζήμιες για τον ενάγοντα συνέπειες από το ως άνω ατύχημα, που αποτελούν την βάση των επιδίκων αξιώσεών του, δεν είχαν προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την εξέταση της πρώτης αγωγής του, αλλά εκδηλώθηκαν μεταγενέστερα και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από το δικαστήριο που επεδίκασε σ’ αυτόν την προηγουμένη αποζημίωση. Επομένως, πρέπει κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου αναίρεσης από το άρθ. 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ. ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, εφόσον μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθ. 580§3 ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 2321/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2011.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαρτίου 2011.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ