facebook
Αρχική Νομολογία Τροχαίο και Ασφαλιστικό - Ιδιωτική Ασφάλιση - Αστική ευθύνη επί τροχαίων ατυχημάτων Παραγραφή κατ΄Ασφαλιστού 5ετής και για τα προ του Ν.3557/2007 ατυχήματα Προϋποθέσεις Σύγκρουση Καθέτως Κινουμένων Προτεραιότητα του εκ Δεξιών κινουμένου Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης Αποκόλληση Αμφιβληστροειδούς Ηθική Βλάβη Επιδικάσθηκαν εξ ΑΚ 932 15

Παραγραφή κατ΄Ασφαλιστού 5ετής και για τα προ του Ν.3557/2007 ατυχήματα Προϋποθέσεις Σύγκρουση Καθέτως Κινουμένων Προτεραιότητα του εκ Δεξιών κινουμένου Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης Αποκόλληση Αμφιβληστροειδούς Ηθική Βλάβη Επιδικάσθηκαν εξ ΑΚ 932 15

Παραγραφή κατ΄Ασφαλιστού 5ετής
και για τα προ του Ν.3557/2007 ατυχήματα
Προϋποθέσεις

(Δημοσιεύεται στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 2010/189)

Όταν η παραγραφή έχει αρχίσει υπό το παλαιό δίκαιο και δεν έχει συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του νέου δικαίου που επιμηκύνει την παραγραφή, τότε η τελευταία συνεχίζει υπό το νέο δίκαιο και συμπληρώνεται κατά τους ορισμούς του νέου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για απαγορευμένη γνήσια αναδρομή σύμφωνα με το άρθρο 2 ΑΚ, αλλά για επιτρεπτή μη γνήσια, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΕισΝΑΚ.
Συνεπώς η νέα οριζόμενη 5ετής παραγραφή καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις για τις οποίες, κατά τον χρόνο έναρξης του Ν.3557/2007 δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της εκ του άρθ. 10 παρ.2 του ΠΔ 237/1986 διετούς παραγραφής των αξιώσεων εκ τροχαίων ατυχημάτων κατ΄ασφαλιστού.
Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε απορριπτέα ως αβάσιμη η σχετική ένσταση του ασφαλιστή, διότι από το χρόνο τέλεσης του ατυχήματος μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου (14-5-2007) δεν είχε συμπληρωθεί η διετής παραγραφή κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, Συνεπώς, η παραγραφή συνεχίζει υπό το νέο δίκαιο πια.


Σύγκρουση Καθέτως Κινουμένων
Προτεραιότητα του εκ Δεξιών κινουμένου

Αποκλειστική υπαιτιότητα του εξ αριστερών κινουμένου με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα (παράβαση των άρθρων 19 παρ. 2 και 3, 20 παρ. 1, και 26 παρ. 1 και 5 του Κ.Ο.Κ.). 


Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης
Αποκόλληση Αμφιβληστροειδούς
Ηθική Βλάβη

Επιδικάσθηκαν εξ ΑΚ 932 15.000 ευρώ 


Ζώνη Ασφαλείας

Αποδείχθηκε ότι η παθούσα (ενάγουσα) φορούσε κανονικά τη ζώνη ασφαλείας και ο τραυματισμός της οφείλεται αποκλειστικά στη σφοδρότητα της σύγκρουσης και της κατ αποτέλεσμα πλήξης του κεφαλιού της με τον αερόσακο. Επομένως, η ένσταση συνυπαιτιότητας (ΑΚ 300) της ενάγουσας κατά 50% κρίθηκε απορριπτέα ως αβάσιμη κατ ουσίαν.





Απόφ. Μον.Πρ.Λάρ.192/2010
Πρόεδρος: Δημήτριος Βασιλόπουλος
Δικηγόροι: Ευάγγελος Διανελάκης & Κωνσταντίνο Τέρπος



Σχόλια & Παρατηρήσεις

1) Παραγραφή κατ΄Ασφαλιστού 5ετής και για τα προ του Ν.3557/2007 τροχαία ατυχήματα & Προϋποθέσεις Βλ. σχετικώς και Άρθρο Ευθυμίου Καραϊσκου, «Η Παραγραφή μετά τον Ν.3557/2007» ΕΣυγκΔ 2010/Σελ.146


Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ. Λαρ. 192/2010

Νομίμως φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη αγωγή με την από 15-10-2009 κλήση της ενάγουσας, μετά τη ματαίωση της συζήτησης της κατά τη δικάσιμο της 5-10-2009. Στη θέση της αρχικώς δεύτερης των εναγομένων ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας στις 21-9-2009, υπεισήλθε από το νόμο (άρθρο 19 παρ. 1 περ. δ΄ του ν.489/1976) το παρασταθέν στο ακροατήριο ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»
Η ενάγουσα ισχυρίζεται με την αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτώς συμπληρώθηκε με τις προτάσεις της, ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων και οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας …. ΙΧΕ αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας Ψ1 και Ψ2, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την προς τρίτους αστική του ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…», στη θέση της οποίας έχει ήδη υπεισέλθει το Επικουρικό Κεφάλαιο μετά την οριστική ανάκληση της άδειάς της το Σεπτέμβριο του 2009, προκλήθηκε στις 2-3-2006 στη διασταύρωση των οδών Δούκα και Δράμας στη Λάρισα αυτοκινητικό ατύχημα (σύγκρουση), κάτω από τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, που είχε ως αποτέλεσμα να τραυματισθεί η ίδια. Με βάση το ιστορικό αυτό και ύστερα από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό 35.120 &, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί, ενώπιον αυτού Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 665, 667, 670-676 και 681 Α΄ ΚΠολΔ και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ, 297, 298, 299, 330 εδ. β΄, 346, 481 επ. 914, 926, 932 ΑΚ, 2, 4, 9, 10 ν. ΓπΝ/1911 και 10 ν. 489/1976. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η ανικανότητα εξαιτίας της βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους και συγκεκριμένα, είτε με την πρόσληψη οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, είτε με υπερένταση των προσπαθειών των λοιπών μελών της οικογένειας ή με ανάλογο περιορισμό των αναγκών τους. Η αντιμετώπιση αυτή δεν περιορίζει την αξίωση αποζημίωσης του παθόντος προσώπου. Ως προς την έκταση αποζημίωσης, αυτή εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ανικανότητα. Έτσι, στην περίπτωση που προσλαμβάνεται άλλη υποκατάστατη δύναμη, η οποία αμείβεται σχετικώς, η αποζημίωση καθορίζεται από το ύψος της καταβαλλόμενης αμοιβής. Αν δεν προσλήφθηκε υποκατάστατη δύναμη και η ανικανότητα αντιμετωπίστηκε είτε με την υπερένταση των προσπαθειών των λοιπών μελών της οικογενείας του παθόντος προσώπου ή με περιορισμό των αναγκών τους ή με κάλυψη των τελευταίων από άλλα πρόσωπα με αμοιβή, η αποζημίωση υπολογίζεται σύμφωνα με την πλασματική αμοιβή της υποκατάστατης δύναμης (ΕφΠατρ 1019/2006 ΑχΝομ 2007/644, ΕφΠατρ 221/2003 ΑχΝομ 2004/538). 

Παραγραφή κατ΄Ασφαλιστού
Εξάλλου, με το άρθρο 7 του ν.3557/2007 η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του π.δ. 237/1986 αντικαταστάθηκε και έλαβε την ακόλουθη διατύπωση: «Η αξίωση παραγράφεται μετά πάροδο πέντε (5) ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής». Όταν η παραγραφή έχει αρχίσει υπό το παλαιό δίκαιο και δεν έχει συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του νέου δικαίου που επιμηκύνει την παραγραφή, τότε η τελευταία συνεχίζει υπό το νέο δίκαιο και συμπληρώνεται κατά τους ορισμούς του νέου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για απαγορευμένη γνήσια αναδρομή σύμφωνα με το άρθρο 2 ΑΚ, αλλά για επιτρεπτή μη γνήσια, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΕισΝΑΚ (νλ. ΜΠρΛαρ 609/2009 αδημ., Κρητικός «Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα» εκδ. 2008 σελ 714).

Συνθήκες Ατυχήματος – Υπαιτιότητα
Από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μαρτύρα ενάγουσας, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 2 Μαρτίου 2005 και ώρα 17.50 περίπου η Χ1 του ___ , κάτοικος Σταυρού Φαρσάλων, οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας & ΙΧΕ αυτοκίνητό της, στο οποίο συνεπέβαινε η ενάγουσα στη θέση του συνοδηγού, βαίνοντας με μικρή και επιτρεπόμενη ταχύτητα στην οδό Δούκα της πόλης της Λάρισας με κατεύθυνση προς τη διασταύρωση της οδού αυτής με την οδό Δράμας. Κατά τον ίδιο χρόνο ο πρώτος των εναγομένων οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας & ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας των Ψ1 και Ψ2, προστηθείς στην οδήγηση από τον τελευταίο, το οποίο αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο από την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «&», στη θέση μετά την οριστική ανάκληση της άδειάς της στις 21-9-2009 και έβαινε στην οδό Δράμας, η οποία είναι κάθετη προς την οδό Δούκα από αριστερά σε σχέση με την πορεία του προαναφερόμενου πρώτου αυτοκινήτου σο οποίο επέβαινε η ενάγουσα. Οι ανωτέρω δύο δρόμοι κατά το κρίσιμο χρόνο ήταν ασφαλτοστρωμένοι και στη διασταύρωση αυτών δεν υπήρχε σήμανση, η οποία να καθορίζει την προτεραιότητα των οχημάτων στην εν λόγω διασταύρωση των δρόμων Δούκα και Δράμας ανήκε στο όχημα που ερχόταν από δεξιά και στο οποίο συνεπέβαινε η ενάγουσα. Η οδηγός του πρώτου οχήματος, X1 εισήλθε στον κόμβο τούτο με μικρή ταχύτητα, την κανονική της πορεία όμως ανέκοψε ο πρώτος των εναγομένων, ο οποίος, ερχόμενος από αριστερά με το αυτοκίνητό του με αυξανόμενη για τις περιστάσεις ταχύτητα (άνω των 50 χλμ. όχι κεντρικοί δρόμοι, διασταύρωση δρόμων), δεν σταμάτησε πριν από αυτήν, προκειμένου να ελέγξει την κίνηση και να παραχωρήσει την προτεραιότητα στο κινούμενο από δεξιά αυτοκίνητο, αλλά συνέχισε ανεξέλεγκτα την πορεία του για να διαβεί τη διασταύρωση. Η Χ1, μην έχοντας λόγω της ελάχιστης αποστάσεως που μεσολαβούσε περιθώρια αντιδράσεως, επέπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου της στο εμπρόσθιο δεξί τμήμα του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος των εναγομένων. Από τη σύγκρουση αυτή εκτός από τις βλάβες που υπέστησαν και τα δύο οχήματα, τραυματίστηκε στο ένα της μάτι η ενάγουσα για τον οποίο τραυματισμό αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο πρώτος των εναγομένων, διότι αυτός, μην δείχνοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, εισήλθε στον κόμβο χωρίς σήμανση με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα και δίχως να καταβάλει ιδιαίτερη προσοχή, παραβιάζοντας την προτεραιότητα του οχήματος που συνεπέβαινε η ενάγουσα (παράβαση των άρθρων 19 παρ. 2 και 3, 20 παρ. 1, και 26 παρ. 1 και 5 του Κ.Ο.Κ.). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι δεν αρνούνται ότι αποκλειστικά υπαίτιος της σύγκρουσης ήταν ο πρώτος από αυτούς, επιπλέον δε ο πρώτος των εναγομένων καταδικάστηκε για σωματική βλάβη από αμέλεια (ΠΚ 314-315) σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την με αριθμό 3786/2007 απόφασή του, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ύστερα από το ατύχημα, διακομίστηκε και νοσηλεύθηκε για μία ημέρα (μέχρι τις 3-3-2006) στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από αποκόλληση αμφιβληστροειδούς στο δεξί οφθαλμό, για την αποκατάσταση του οποίου επανεισήχθη στο άνω νοσοκομείο στις 21-3-2006, υποβλήθηκε στις 24-3-2006 σε χειρουργική επέμβαση με τοποθέτηση μοσχεύματος και εξήλθε τούτου στις 27-3-2006. Ακολούθως και για χρονικό διάστημα δύο μηνών μέχρι 25-5-2006, μετά από εντολή του θεράποντος ιατρού της, παρέμεινε κλινήρης στην οικία της, προσέχοντας να μην σηκώνει βάρη, να κοιμάται ανάσκελα, να μην εκτίθεται σε σκόνη, ατμό, και στην ηλιακή ακτινοβολία, έτσι ώστε να μην αποβληθεί από τον οργανισμό το μόσχευμα. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος δεν αφορούσε τη ζώνη ασφαλείας, συντελώντας κατά τον τρόπο αυτό κατά ποσοστό 50% στην έκταση της ζημίας που υπέστη το μάτι της, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι αυτή φορούσε κανονικά τη ζώνη ασφαλείας και το τραυματισμός της οφείλεται αποκλειστικά στη σφοδρότητα της σύγκρουσης και της κατ αποτέλεσμα πλήξης του κεφαλιού της με τον αερόσακο που βγήκε και πλήρως άνοιξε σε εκατοστά δευτερολέπτου μετά τη σύγκρουση. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, η ένσταση συνυπαιτιότητας (ΑΚ 300) της ενάγουσας κατά 50% που προέβαλαν οι εναγόμενοι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ ουσίαν. 

Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης
Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο της ανάρρωσής της υποχρεώθηκε για χρονικό διάστημα τριών μηνών να χρησιμοποιεί ταξί για τις μετακινήσεις από την οικία της προς το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας και αντίστροφα, έχοντας δαπανήσει για το σκοπό αυτό συνολικά 120 ευρώ. Το κονδύλι αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ ουσίαν, διότι η ενάγουσα δεν προσκομίζει σχετικές αποδείξεις πληρωμής, η κατάθεση δε του μάρτυρα συζύγου της ενάγουσας ως προς τη χρησιμοποίηση ταξί για τις μετακινήσεις της προς το Νοσοκομείο δεν κρίνεται από το Δικαστήριο πειστική. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο θεράπων ιατρός της συνέστησε, λόγω της επέμβασης στην οποία είχε υποβληθεί, να αγοράσει ειδικά γυαλιά οράσεως και ηλίου και έτσι η ενάγουσα δαπάνησε για την αγορά σκελετών ηλίου και οράσεως και φακών ηλίου και οράσεως το συνολικό ποσό των 800 & συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. (βλ. το 52/18-10-2006 τιμολόγιο πώλησης της Ρ.-Χ. Ο.Ε). Οι εναγόμενοι προβάλουν την ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας για το κονδύλι της αγοράς των ανωτέρω ειδικών ομματουαλίων, ισχυριζόμενοι ότι η ενάγουσα είναι ασφαλισμένη στο ΙΚΑ και ότι δεν προσκομίζει βεβαίωση του ΙΚΑ, από την οποία να προκύπτει το είδος, η έκταση και η διάρκεια των παροχών που έλαβε ή δικαιούται να λάβει από το ΙΚΑ κατά το ζητούμενο με την αγωγή χρονικό διάστημα. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ναι μεν η ενάγουσα είναι ασφαλισμένη στο ΙΚΑ, όπως και η ίδια άλλωστε ομολογεί, πλην όμως είναι πασίδηλο γεγονός (ΑΚ 336 παρ. 1) ότι το ΙΚΑ καλύπτει δαπάνες για αγορά ομματουαλίων μόνο μέχρι του ποσού των60 & αξία που υπολείπεται κατά πολύ αυτής που αναγκάστηκε να δαπανήσει η ενάγουσα. Όμως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει ήδη λάβει 60 & για την αγορά ομματουαλίων, γεγονός που και ο ίδιος ο μάρτυρας της ενάγουσας κατέθεσε στο ακροατήριο, και συνεπώς το σχετικό κονδύλι πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο και ειδικότερα για το ποσό των 740 & (800-60). 

Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι από τις 27-3-2006 που η ενάγουσα εξήλθε του νοσοκομείου μέχρι τις 25-5-2006 λόγω της σοβαρότητας του τραυματισμού της κατέστη απαραίτητη η απασχόληση της μητέρα της και της μητέρας του συζύγου της, οι οποίες με την υπερένταση των προσπαθειών τους προσέφεραν σε αυτήν τις υπηρεσίες τους πέρα από το όριο που επέβαλλαν οι υποχρεώσεις τους ως στενών συγγενών της για την αντιμετώπιση των αναγκών της κατά το χρονικό διάστημα της κατ οίκον νοσηλείας της. Για τις υπηρεσίες αυτές η ενάγουσα θα κατέβαλε σε οικιακές βοηθούς 500 ευρώ στην καθεμία, δηλαδή συνολικά και για τις δύο για τους δύο μήνες 2.000 ευρώ. Η δεύτερη των εναγομένων ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά αυτή, οι αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 10 του π.δ. 237/196, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο του ατυχήματος, πριν δηλαδή την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 του ν. 3557/2007. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από το χρόνο τέλεσης του ατυχήματος στις 2-3-2006 μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου στις 14-5-2007 δεν είχε συμπληρωθεί η διετής παραγραφή κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 10 του π.δ. 237/1986, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της, αλλά αυτή ήταν σε εξέλιξη. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω η παραγραφή συνεχίζει υπό το νέο δίκαιο πια. 

Ηθική Βλάβη
Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, που γεννήθηκε το έτος 1979, εξαιτίας του ανωτέρω τραυματισμού της ένιωσε πόνο και λύπη, και συνεπώς υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σε αυτή χρηματική ικανοποίηση. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, την υπαιτιότητα του αδικοπραγήσαντος οδηγού, τα αποτελέσματα που είχε το ατύχημα για την ενάγουσα, καθώς την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών εκτός της ασφαλιστικής εταιρίας, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Κατόπιν τούτων, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων σαράντα (17.740) ευρώ (15.000 +2.000 + 740) ευρώ, με τους νόμιμους τόκος από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του ανωτέρω ποσού. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων σαράντα (17.740) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση του ποσού. 
Καταδικάζει τους εναγόμενους σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ.
Κρίθηκε
—————————–