Κριτήρια προσδιορισμού του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου
Με την ανέκκλητη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έγινε δεκτή αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και αφαιρέθηκε από την αναιρεσείουσα η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους. Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό ότι οι διάδικοι, αμφότεροι μέλη πολύτεκνων οικογενειών και μόνιμα στελέχη στον Στρατό, τέλεσαν γάμο από συνοικέσιο και απέκτησαν τέκνο το οποίο κατά τον χρόνο συζήτησης φοιτά στη Β’ Δημοτικού. Ειδικώς ως προς την αναιρεσείουσα έγινε δεκτό ότι ήταν συναισθηματικά έντονα εξαρτημένη από τους οικείους της και ιδίως από την επιρροή της μητέρας της, οι οποίοι είχαν έντονη ανάμειξη στην οικογενειακή ζωή της. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα πάσχει από απροσδιόριστο νόσημα με χαρακτηριστικά είτε κάποιας μορφής επιληψίας είτε χρόνιας κατάθλιψης. Με την υπ’ αριθμ. 135/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κατόπιν αγωγής της συζύγου, κηρύχθηκε εν τέλει η λύση του γάμου με διαζύγιο λόγω υπερδιετούς διάστασης. Η επικοινωνία του πατέρα με το τέκνο ρυθμίστηκε οριστικώς με την υπ’ αριθμ. 160/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου του έτους 2016, η μητέρα κατήγγειλε περιστατικά κακοποίησης του ανηλίκου, αρχικά σωματικής και κατόπιν και γενετήσιας, από τον πατέρα και τους οικείους του, τα οποία όμως δεν αποδείχθηκαν από τις γνωματεύσεις και εκθέσει πραγματογνωμοσύνης των ειδικών. Με την από 7-7-2016 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων η μητέρα ζήτησε την απαγόρευση της επικοινωνίας και την προσωρινή αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον πατέρα και την ανάθεσή της στη μητέρα και χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή, διά της οποίας απαγορεύθηκε η ενάσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα με τον ανήλικο. Κατόπιν εκτίμησης του συνόλου του αποδεικτικού υλικού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα επιθυμούσε να ασκεί μόνη της τη γονική μέριμνα του ανηλίκου για να έχει τα υπηρεσιακά πλεονεκτήματα της μονογονεϊκής οικογένειας, σκέψη που είχε αποκαλύψει στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος αρνήθηκε να της παραχωρήσει την επιμέλεια. Το επόμενο χρονικό διάστημα η μητέρα, με ενίσχυση και της μητρικής γιαγιάς, υπέβαλε στον ανήλικο ανύπαρκτα περιστατικά σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, ο οποίος λόγω ηλικίας και ευάλωτης συναισθηματικής κατάστασης μετά το διαζύγιο των γονέων, ήταν ευεπίφορος στην υποβολή και χειραγώγηση. Κατόπιν τούτον, το δικαστήριο κατέληξε πως η χρησιμοποίηση ενός αγοριού πέντε μόλις ετών και η δι’ υποβολής ασελγών πράξεων μεταξύ συγγενών παραβίαση του ψυχικού κόσμου, της έμφυτης στοργής προς τον πατέρα και αυτής ταύτης της υπό διαμόρφωση γενετήσιας ταυτότητας του ανηλίκου, συνιστούν βαρείας μορφής παράβαση των καθηκόντων που επιβάλλει το λειτούργημα της γονικής μέριμνας και συγχρόνως καταχρηστική άσκησή της. Συγχρόνως, η ασθενής βούληση της μητέρας, η ισχυρή εξάρτησή της από τους γονείς και ιδίως από τη μητέρα της και υπαρκτή και ενεργή νόσος της, καταδεικνύουν ότι η μητέρα είναι επιπροσθέτως και ακατάλληλη προς άσκηση της γονικής μέριμνας. Αντιθέτως, ο πατέρας, για τον οποίο ο ανήλικος εξακολουθεί να εκφράζει στοργή και αγάπη, είναι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για να του ανατεθεί αποκλειστικώς η άσκηση της γονικής μέριμνας και της περιεχόμενης σε αυτήν επιμέλειας του ανηλίκου. Επομένως, το συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τη μητέρα και την ανάθεσή της στον πατέρα.
Βέλτιστο αληθινό συμφέρον του τέκνου:
για τον προσδιορισμό του λαμβάνεται υπ’ όψιν η καταλληλότητα των γονέων και η τυχόν κατάχρηση του γονικού λειτουργήματος από μέρους τους
Παράβαση γονεϊκών καθηκόντων ικανή να βλάψει την ψυχική ή σωματική ανάπτυξη του τέκνου
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1513, 1510, 1511, 1512, 1514 και 1518 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με το ν. 4800/2021, συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της είναι το βέλτιστο αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Κριτήρια προσδιορισμού του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου αποτελούν η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τους, οι ικανότητες, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης. Ουσιώδους σημασίας είναι και η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων. Εξάλλου, η διάταξη του ισχύοντος βάσει του ν. 4800/2021 άρθρου 1532 ΑΚ παραθέτει ενδεικτικά περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του ανηλίκου, και συγκεκριμένα: α)την παράβαση των καθηκόντων των γονέων, β)την καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος τους, γ)την αδυναμία τους να ανταποκριθούν σ’ αυτό. Έτσι η κατάχρηση του γονικού λειτουργήματος αποτελεί ταυτοχρόνως και παράβαση των καθηκόντων του γονέα. Ειδικότερα, καταχρηστικά κατά τα ανωτέρω ασκείται η επιμέλεια τέκνου, αν ο έχων την επιμέλεια γονέας παραβαίνει τα καθήκοντα του εκ της επιμέλειας με κίνδυνο να επιφέρει ως συνέπεια βλάβη στην ψυχική ή σωματική ανάπτυξη του τέκνου (ΑΠ 537/2012).
Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις διότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών: 1) της κακής άσκησης εκ μέρους της αναιρεσείουσας του γονικού λειτουργήματος της απέναντι στο ανήλικο τέκνο της κατά τρόπο που αποπειράθηκε τη διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τελευταίου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και 2) της ύπαρξης συμφέροντος στο πρόσωπο του ανήλικου, που δικαιολογεί την αφαίρεσή της απ’ αυτό και την ανάθεσή της στον αναιρεσίβλητο που έχει τα εχέγγυα της ορθής και ενδεδειγμένης ανατροφής και εποπτείας του ανηλίκου σε ελεύθερο περιβάλλον ανάπτυξης της ψυχοπνευματικής του οντότητας.
Νόμιμη σύνθεση δικαστηρίου
Συνεκδίκαση αντίθετων αγωγών – εφόσον υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου, παράγεται δεδικασμένο από την τελεσιδικία της μίας εξ αυτών
Αλυσιτελής ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι στη σύνθεση του εκδόντος την αναιρεσιβαλομένη επί της αγωγής της, επί της οποίας εκδόθηκε προηγουμένως η μη οριστική απόφαση που διέταξε πραγματογνωμοσύνη, συμμετείχε άλλος δικαστής κατά τη συζήτηση μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης, δίχως να αναφέρεται ο λόγος της αδυναμίας συμμετοχής του δικαστή που εξέδωσε την προηγηθείσα απόφαση. Ο λόγος αυτός προσήκει μόνον στην εκδίκαση της αγωγής της, η οποία αυτή και μόνη διήλθε τα ως άνω δύο δικονομικά στάδια της αρχικής και κατ’ επανάληψης συζήτησης, κατά την οποίαν συνεκδικάστηκε με την αντίθετη αγωγή του τέως συζύγου της, η οποία εισήχθη προς συζήτηση μία μόνον φορά. Ωστόσο, εφόσον απορρίπτεται η ένδικη αναίρεση κατά της απόφασης επί της αγωγής του πατέρα με την οποίαν αφαιρέθηκε η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου από την εναγόμενη μητέρα και ανατέθηκε στον ενάγοντα πατέρα και εν όψει του ότι υπάρχει ταυτότητα του αντικειμένου της ως άνω δίκης, έχει ήδη διαπλαστεί η έννομη σχέση αμετακλήτως μεταξύ των ως άνω διαδίκων με την ανάθεση της αποκλειστικής γονικής μέριμνας στον αναιρεσίβλητο.
Απόφ ΑΠ….
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας