1.Έκδοση Διαταγής Πληρωμής
για το Κατάλοιπο Κλεισθέντος Αλληλοχρέου Λογαριασμού
2.Έκταση Ευθύνης Εγγυητή από Πρόσθετη Σύμβασης Πιστώσεως
- Αναιρετική Διαδικασία
Απορριπτέος ως (εν μέρει) Αβάσιμος και Απαράδεκτος
ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ Λόγος Αναίρεσης
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ., 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός από τον οποίο δημιουργείται με διαρκή έννομη σχέση, υπάρχει, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένος οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό τρέχοντα λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα, σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρξει. Έτσι, ο αλληλόχρεος ή ανοικτός αυτός λογαριασμός κλείνεται περιοδικώς κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, αλλά όχι όμως κατά διαστήματα μικρότερα του τριμήνου. Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι έχει κλείσει οριστικά ο λογαριασμός, οπότε ο δικαιούχος του κατάλοιπου δικαιούται να απαιτήσει αμέσως αυτό (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ). Η ενοχή δε για το κατάλοιπο που προκύπτει από κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού γεννάται, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένως ή υποσχέθηκε πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή (ΑΠ 192/05, ΑΠ 27/2010). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 623, 624, 847, 848 ΑΚ, όπως το πρώτο ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί εις βάρος του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλοχρέου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλοχρέου λογαριασμού και της εγγυήσεως, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού, στην πληρωμή του οποίου, με τις νόμιμες επιβαρύνσεις, υποχρεούται και ο εγγυητής, εκτός εάν από την έγγραφη σύμβαση εγγυήσεως προκύπτει σχετικός περιορισμός της υποχρεώσεως του εγγυητή. Αν αναγνωρίσθηκε το κατάλοιπο, δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής τα σχετικά κονδύλια του λογαριασμού, αλλά να γίνεται επίκληση της αναγνώρισης (ΑΠ 192/2005, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1850/2011).
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 Α.Κ., σε συνδυασμό προς τις προαναφερόμενες τοιαύτες, προκύπτει, ότι ο εγγυητής απαιτήσεως του δανειστή, για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου, που θα προέλθει από την λειτουργία συμβάσεως πιστώσεως εξ ανοικτού λογαριασμού, κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυήσεως, μέχρι του ποσού, για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού, τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πιστώσεως προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός αν η μεταγενέστερη δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πιστώσεως, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου από την λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη, δεν έλαβε μέρος, με την ιδιότητα του εγγυητή, στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρις, όμως, του ποσού της αρχικής συμβάσεως, ή και των πρόσθετων, στην συνέχεια, όλων ή μερικών συμβάσεων, εφόσον και αυτές τις εγγυήθηκε, δηλαδή, αποδέχθηκε να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλύτερου, κάθε φορά, χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του πρωτοφειλέτη, που προέρχεται από τη λειτουργία της συμβάσεως (ΑΠ 248/2014, ΑΠ 1763/2009, ΑΠ 1229/2007).
Αναιρετική Διαδικασία
Απορριπτέος ως (εν μέρει) Αβάσιμος και Απαράδεκτος
ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ Λόγος Αναίρεσης
Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Αντίθετα, η έλλειψη μείζονας πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ’ αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Ωσαύτως, με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007).
Στην υπό κρίση περίπτωση, το Εφετείο έκρινε πως από την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 82/2014 Διαταγή πληρωμής προκύπτει ότι για την έκδοση αυτής ελήφθη υπόψιν η αρχική υπ’ αριθμ. …-…/…-05-2003 σύμβαση πιστώσεως, οι υπ’ αριθμ. …- …-… και …-…-… πρόσθετες συμβάσεις, η υπ’αριθμ. …/…/…/…-06- 2013 σύμβαση αναγνωρίσεως και ρυθμίσεως ληξιπρόθεσμης οφειλής από σύμβαση πιστώσεως, μηχανογραφικό αντίγραφο κινήσεως του υπ’ αριθμ. …-… λογαριασμού, το από 30-01-2014 κλείσιμο του λογαριασμού και την γνωστοποίηση αυτού στον πρωτοφειλέτη και τους εγγυητές. Συνεπώς ο λόγος της ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλομένη Διαταγή πληρωμής εξεδόθη χωρίς να προσκομισθούν τα κατά νόμο απαιτούμενα έγγραφα και χωρίς να αποδεικνύεται η κίνηση του ή των λογαριασμών της επίδικης πιστώσεως από έγγραφα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο απέρριψε τον επίμαχο λόγο αναίρεσης, δεχόμενο ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας την ένδικη ανακοπή της αναιρεσείουσας ως αβάσιμη, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή κάποια από τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού από το αιτιολογικό αυτής προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ωσαύτως, δέχθηκε πως ο περιεχόμενος στην κρινόμενη αίτηση μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν καθορίζεται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με αυτή νομικό σφάλμα, είναι αβάσιμος, κατά το μέρος δε, που υπό την επίκληση της ίδιας πλημμέλειας (559 αρ.1 ΚΠολΔ), πλήττεται η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, είναι απαράδεκτος, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που περιέχονται στον ίδιο λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή της, κατά παραδοχή των προβαλλόμενων με αυτή λόγων, δεν αφορούν στις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τις οποίες και μόνο ο Άρειος Πάγος ελέγχει την παραβίαση ή όχι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου για τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, αλλά με αυτές επιχειρείται απαραδέκτως η ανατροπή της ακυρωτικά ανέλεγκτης κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, που δεν περιέχει άλλους λόγους αναίρεσης, να απορριφθεί στο σύνολό της.
Απόφ….
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας