facebook

Πυρκαγία σε Πλοίο – Θάνατος Επιβάτη

που οφείλεται στις υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων και των προστηθέντων προσώπων και βοηθών εκπληρώσεως για την  εκτέλεση της μεταφοράς πλοιάρχου και μελών του πληρώματο

 Ψυχική Οδύνη (ΑΚ 932) 380.000 ευρώ

Αναιρετικός Έλεγχος ως προς το ύψος των επιδικασθέντων ποσών 
(άρθρ.559 αρ.1 ΚΠολΔ)
 Απορριπτέος ο Αναιρετικός Λόγος περί παραβίασης της Αρχής Αναλογικότητας και
της Υπέρβασης Εξουσίας του Δικαστηρίου

ως προς το Ύψος των επιδικασθέντων ποσών
 

Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την προσβαλλόμενη απόφαση του  επιδίκασε για  χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στους συγγενείς του θανόντος επιβάτη στο πλοίο κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του: 

 100.000 ευρώ στη μητέρα
 ανά 100.000 ευρώ σε καθένα από τα δύο τέκνα
 ανά 40.000 ευρώ σε καθένα από τα δύο αδέλφια

Τα παραπάνω επιδικασθέντα ποσά κρίθηκαν εύλογα και ανάλογα της υπέρτατης ζημίας που υπέστησαν από την απώλεια της ζωής του στενού συγγενούς τους οι συγγενείς του θανόντος, υπό τις αδόκητες ναυτικές συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη ότι, τα ποσά αυτά υπολείπονται σημαντικά του προβλεπόμενου κατά νόμο ανώτατου ορίου ευθύνης της εναγομένης , στην περίπτωση αυτή ανερχομένου σε 400.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, με βάση την αξία του ευρώ σε σχέση με αυτά, σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης, εφόσον δεν υφίσταται συμφωνηθείσα από τους διαδίκους σχετική ημερομηνία, μη συντρεχούσης υπέρβασης των ακραίων ορίων διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου που εξικνείται μέχρι του ανωτέρω προβλεπόμενου από το νόμο ποσού».

  Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερτερούν, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης και δεν είναι υπερβολικά.

 Απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης ( αριθ. 1  άρθρ. 559 ΚΠολΔ).

 Τελεσίδικη Απόρριψη Αγωγής Λόγω Αοριστίας

(μη ουσιαστικοί λόγοι)

Αναιρετική Διαδικασία (κατ’ άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ)

Η Επανέργεση της αγωγής εντός Εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αγωγής ως Αόριστης (άρθρ. 263 ΑΚ)

Διακόπτει την Παραγραφή των αξιώσεων

των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων

Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 16 της Διεθνούς Συμβάσεως Αθηνών της 13-12-1974 για τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους διότι στην ένδικη υπόθεση πρόκειται για θάνατο επιβάτη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του

 Σε κάθε  περίπτωση οι προθεσμίες του άρθρου 16 της Διεθνούς Συβάσεως Αθηνών αφορούν στην άσκηση αγωγής το πρώτον η οποία διακόπτει την παραγραφή και όχι στην ΕΠΑΝΕΓΕΡΣΗ της αγωγής σε περίπτωση απόρριψης της λόγω Αοριστίας  

 Απορριπτέος ως Αβάσιμος  ο Λόγος Αναίρεσης

Κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Τέτοιοι (μη ουσιαστικοί λόγοι) μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση της. Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχο του κατά του ιδίου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία.

Στην επίμαχη περίπτωση προσάπτεται ο αναιρετικός λόγος σύμφωνα με τον οποίο η πληττόμενη παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 16 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών της 13-12-1974, απορρίπτοντας την προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση της συμπληρώσεως της διετούς παραγραφής, άλλως της συμπληρώσεως της τριετούς. αποσβεστικής προθεσμίας της ένδικης αξιώσεως των αναιρεσιβλήτων.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο απέρριψε τον επίμαχο αναιρετικό λόγο ως αβάσιμο, δεχόμενο πως το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 16 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, καθώς οι ένδικες αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων προέρχονται από τον θάνατο του συγγενούς τους, επιβάτη του πλοίου, που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και παραγράφονται μετά από την πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί. Η ένδικη αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και αίτημα με προγενέστερη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, που απορρίφθηκε τελεσίδικα λόγω αοριστίας, ασκήθηκε εντός έξι μηνών από την τελεσίδικη απόρριψη της τελευταίας, οπότε η παραγραφή των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων θεωρείται ότι έχει διακοπεί από την προγενέστερη αγωγή τους. Εξάλλου, στην προκείμενη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του στοιχ. β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 16 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, που ορίζει ότι η άσκηση της αγωγής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία της αποβιβάσεως, διότι αυτή προϋποθέτει σωματική βλάβη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση του, ενώ στην ένδικη υπόθεση πρόκειται για θάνατο του επιβάτη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και η διετία υπολογίζεται από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί. Επίσης δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω ούτε η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3 στοιχ. β’, που ορίζει ότι η άσκηση της αγωγής δεν επιτρέπεται μετά τη λήξη διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν, διότι δεν αφορά στην περίπτωση θανάτου του επιβάτη. Άλλωστε οι ως άνω οριζόμενες προθεσμίες αφορούν στην άσκηση αγωγής το πρώτον, η οποία διακόπτει την παραγραφή και όχι στην επανέγερση της αγωγής σε περίπτωση απορρίψεως της λόγω αοριστίας.

 

Αναιρετική Διαδικασία (κατ’ άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ)

 Ευθύνη Μεταφορέα

για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου επιβάτη

λόγω Ναυτικού Ατυχήματος

 Η ευθύνη είναι αντικειμενική, μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 λογιστικών μονάδων σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επιβάτη και αν η ζημία υπερβαίνει τις 250.000 μονάδες υπολογισμού και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 μονάδων, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική, με τεκμήριο πταίσματος του, σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών.

 Η Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών εφαρμόζεται σε κάθε Διεθνή Μεταφορά και καθορίζεται η ευθύνη του μεταφορέα για κάθε ζημία που επήλθε και  περιλαμβάνει όλες τις αξιώσεις αποζημίωσης του επιβάτη ή των οικείων του ως αποτέλεσμα σωματικής βλάβης ή θανάτου και επεκτείνεται και σε μη περιουσιακή, ηθική και  ψυχική βλάβη είτε νόμιμος λόγος ευθύνης του μεταφορέα είναι η σύμβαση είτε είναι αδικοπραξία.

Απορριπτέος ο Λόγος Αναίρεσης

   Με τον λόγο αυτό αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, η αναιρεσείουσα  προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του αριθ.  1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3, 4, 14, 17 της Διεθνούς Συμβάσεως Μόντρεαλ 1999 και του ταυταρίθμου άρθρου της Διεθνούς Συμβάσεως Βαρσοβίας, τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 14 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, δεχόμενο ότι για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης στους αναιρεσίβλητους δεν απαιτείται υποκειμενική αδικοπρακτική ευθύνη της αναιρεσείουσας ή των προστηθέντων της, αλλά αντικειμενική ευθύνη ή νόθος αντικειμενική, σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών.

   Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η αναφορά στην αγωγή των αναγκαίων περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη υπαιτιότητα της εναγομένης συμβατικής μεταφορέως είναι επαρκής για τη στοιχειοθέτηση της νόθου αντικειμενικής ευθύνης της, τεκμαιρομένης της υπαιτιότητας της με αντιστροφή του βάρους απόδειξης της, λαμβανομένου υπόψη, αφενός ότι η επικαλούμενη ζημία των εναγόντων από την απώλεια της ζωής του οικείου προσώπου τους, επιβάτη, υπερβαίνει το όριο της αντικειμενικής ευθύνης του μεταφορέα, συμβατικού ή πραγματικού, των 250.000 μονάδων υπολογισμού και αφετέρου δεν απαιτείται η θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του συμβατικού ή και του πραγματικού μεταφορέα για την αιτούμενη αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, εφόσον η ευθύνη τους, που θεμελιώνεται αποκλειστικά στις διατάξεις της εφαρμοστέας Διεθνούς Συμβάσεως, εκτείνεται σε κάθε ζημία που απορρέει από την απώλεια της ζωής του συγγενούς τους κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, περιλαμβανομένης και της μη περιουσιακής ζημίας τους, χωρίς να απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Ειδικότερα ο προβαλλόμενος ισχυρισμός της ότι η Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών δεν παρέχει νόμιμο έρεισμα για διεκδίκηση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις αυτής όπου ρητά αναφέρεται ότι η εν λόγω Σύμβαση εφαρμόζεται σε κάθε διεθνή μεταφορά και καθορίζεται η ευθύνη του μεταφορέα για κάθε ζημία που επήλθε, άρα σαφώς περιλαμβάνει όλες τις αξιώσεις αποζημίωσης του επιβάτη ή των οικείων του, ως αποτέλεσμα σωματικής βλάβης ή θανάτου και επεκτείνεται και σε μη περιουσιακή, ηθική-ψυχική βλάβη, είτε νόμιμος λόγος ευθύνης του μεταφορέα είναι η σύμβαση, είτε είναι αδικοπραξία, χωρίς να προβλέπεται κάποιος διαχωρισμός ή περιορισμός των αξιώσεων για εκάστη νομική βάση, αλλά να καθορίζεται ένα ομοιόμορφο και ενοποιημένο σύστημα για κάθε αγωγή αποζημίωσης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως, είτε αφορά σε ενδοσυμβατική είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα.

  Κρίνοντας έτσι το Εφετείο  δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών και των άρθρων 914, 932 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Τούτο διότι,  η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου επιβάτη λόγω ναυτικού ατυχήματος είναι αντικειμενική, μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 λογιστικών μονάδων σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επιβάτη, αν δε η ζημία υπερβαίνει τις 250.000 μονάδες υπολογισμού και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 μονάδων, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική, με τεκμήριο πταίσματος του και επομένως για την απαλλαγή από την ευθύνη του πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια.

Απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 1

Απορρίπτει  αναίρεση στο σύνολό της.

 Απόφ. ΑΠ …..

Pages: 1 2