Αρθρα -Απόψεις
Η Ηθική Βλάβη – Ψυχική Οδύνη
και η Δυσανάλογη Αρχή της Αναλογικότητας
ΕΙΣΗΓΗΣΗ Ιωάννη Μ. Κοτζαμανίδη, Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω
(π. Αντιπροέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).
Το ανωτέρω άρθρο αποτέλεσε εισήγηση στην Διημερίδα που συνδιοργάνωσε ο ΔΣΑ και η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ με θέμα
«Το Τροχαίο Ατύχημα – Ποινική και Αστική Ευθύνη».
________________________
Σχετικά με τα ζητήματα, τα οποία ανέκυψαν μετά την υπ’ αριθμ. 9/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και αφορούν, τόσο το «εύλογο» όσο και, κυρίως, το «ανάλογο» ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, θα πρέπει, να τονισθούν και να επισημανθούν τα ακόλουθα:
Α.- ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Ι.- Όπως είναι γνωστό, ήδη με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 9/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, έχει γίνει δεκτό, ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, συνιστά αόριστη νομική έννοια (ελεγχόμενη για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση της εν λόγω διατάξεως), κατά την εξειδίκευση της οποίας, με κριτήρια αντικειμενικά που αντλούνται από τον σκοπό του κανόνα δικαίου, στον οποίο περιέχεται, υπόκειται, με ΕΜΜΕΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ, και η αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
Τονίζεται, ότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην πιο πάνω ΟλΑΠ 9/2015, με την διάταξη αυτή (άρθρ. 25 παρ. 1 Σ), ο Αναθεωρητικός Νομοθέτης επέλεξε, να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για ΤΑ ΕΠΙΤΡΕΠΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ, ΣΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ, την εγγύηση εκείνη, που είναι γνωστή, ως αρχή της αναλογικότητας.
Η παραδοχή αυτή καθιστά σαφές, ότι το ως άνω «ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ», προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας όρια ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ, που επιβάλλονται στην άσκησή τους, είτε νομοθετικά, είτε καθ’ οποιονδήποτε άλλον τρόπο, και όχι φυσικά το αντίθετο (!!!).
Να τίθενται, δηλαδή, όρια και περιορισμοί στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων.
Περαιτέρω, η ίδια πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δέχεται, ότι με τον τρόπο αυτό απέκτησε ρητή συνταγματική υφή η προαναφερθείσα αρχή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν, ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ.
Η απόφαση αυτή, στην οποία το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κατέληξε, με δύο (2) ισχυρές, περί του αντιθέτου, μειοψηφικές απόψεις, καθιέρωσε, κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, τον ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ της κρίσης των Δικαστηρίων της ουσίας, σχετικά με το ύψος της επιδικαστέας, σε κάθε διαφορετική περίπτωση, χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.
Από το όλο σκεπτικό και τις επί μέρους παραδοχές της, η συγκεκριμένη άποψη της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου:
1.- Αφ’ ενός μεν, έχει υπαγάγει σε δεύτερη μοίρα, ως «ασθενέστερη» την έννοια του «ΕΥΛΟΓΟΥ» της χρηματικής ικανοποιήσεως, θεωρώντας ισχυρότερη και επικρατέστερη αυτής, την έννοια της ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, όπως η τελευταία έμμεσα εφαρμόζεται, ως προκύπτουσα από την αντίστοιχη αρχή του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
Η παραδοχή αυτή είναι προφανές, ότι περιορίζει και υποβαθμίζει την ουσιαστική επιρροή, που ασκούν τα, γνωστά μέχρι σήμερα, χαρακτηριστικά εκείνα στοιχεία του ΕΥΛΟΓΟΥ της χρηματικής ικανοποίησης (είδος και βαρύτητα της ηθικής προσβολής, περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και, κυρίως, του παθόντος, βαρύτητα του πταίσματος του δράστη κλπ).
Κι αυτό γιατί σε οποιοδήποτε ποσό κριθεί, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία του «ΕΥΛΟΓΟΥ» της επιδικάσεως, ότι πρέπει να ανέλθει η χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, και πάλι το ποσό αυτό ΘΑ ΤΕΛΕΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΥΣΤΗΡΗ ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ, ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, περιοριζόμενο στο … «προσήκον μέτρο», στα πλαίσια του «ισοζυγίου» συνεκτίμησης των αντίθετων συμφερόντων παθόντων – υποχρέων.
2.- Αφ’ ετέρου δε, έκρινε, ότι Η ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΡΧΗ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΣΜΕΥΕΙ, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου, να προστρέξει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της αρχής της αναλογικότητας.
Οριοθετείται, έτσι, Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Εν όψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι η πιο πάνω συνταγματική διάταξη, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΡΗΤΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Σ’ ΑΥΤΗΝ, απευθύνεται και στον Δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ).
Στο «ισοζύγιο» της εφαρμογής της ανωτέρω αρχής, ειδικά στις περιπτώσεις επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τίθενται από την μία πλευρά ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (όσον αφορά τον παθόντα) και από την άλλη το ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (όσον αφορά τον υπόχρεο).
Τούτο, δε, γίνεται υπό την ρητή, προς τον φυσικό Δικαστή, «ΟΔΗΓΙΑ», «ΝΑ ΤΗΡΕΙ ΜΙΑ ΔΙΚΑΙΗ ΙΣΟΡΟΠΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΝΤΙΤΙΘΕΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ, ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ».
Στο σημείο, δε, ακριβώς αυτό, επισημαίνεται, ότι «Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΝΟΙΑ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΗ ΤΟΥ ‘‘ΕΥΛΟΓΟΥ’’ ΚΑΙ ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΟ ΕΥΛΟΓΟ ΕΜΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΩΣ ΣΤΟ ΑΝΑΛΟΓΟ».
Έτσι, καθίσταται προφανές, ότι όλα όσα γνωρίζαμε και επαναλαμβάναμε, πάγια και απαρέγκλιτα, ως προϋποθέσεις και κριτήρια του «ευλόγου», έρχονται πλέον σε δεύτερη μοίρα και υποχωρούν όταν υπερβαίνουν το «ανάλογο».
ΙΙ.- Περαιτέρω, σύμφωνα και πάλι με την πιο πάνω άποψη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 932 ΑΚ σαφώς προκύπτει, ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία, υπό ευρεία έννοια, αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα.
Με βάση τον σκοπό αυτόν, αντλούνται, στην συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του »ευλόγου«, εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης.
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας