facebook
Αρχική Νομολογία Τροχαίο και Ασφαλιστικό - Ιδιωτική Ασφάλιση - Αστική ευθύνη επί τροχαίων ατυχημάτων Διαχωρισμός αιτήματος σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό.

Διαχωρισμός αιτήματος σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό.

 

Πρόσκρουση ΙΧΕ επί ακινητοποιημένου

 

Γεωργικού ελκυστήρα

 

και ρυμουλκούμενου γεωργικού μηχανήματος

 

Υπαιτιότητα 60% του εν μέθη και άνευ αδείας ικανότητας οδηγού του γεωργικού ελκυστήρα, ο οποίος ακινητοποίησε το όχημά του, λόγω βλάβης, εντός του οδοστρώματος, καταλαμβάνοντας όλο το ρεύμα πορείας του και μέρος του αντιθέτου, χωρίς την τοποθέτηση της κατά το νόμο προβλεπόμενης προειδοποιητικής πινακίδας σε απόσταση πενήντα μέτρων πίσω από αυτό και χωρίς να είναι αναμμένα τα φώτα στάσης ή στάθμευσης του οχήματός του

 

(παρ. άρθρ. 12 παρ. 1, 13 παρ. 2, 16 παρ. 1, 2, 34 παρ. 2η, 4 και 9, 35 παρ. 1 και 3, 42 παρ. 1, 78 και 97 παρ. 1 του ν. 2696/1999 – Κ.Ο.Κ.).

 

Συνυπαιτιότητα 40% του οδηγού του προσκρούσαντος ΙΧΕ οχήματος ο οποίος κινούμενος με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα (146 χ/ω περίπου, με ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας 90 χ/ω), ενώ αντιλήφθηκε από απόσταση 68 μέτρων περίπου τον ακινητοποιημένο ελκυστήρα, διήνυσε απόσταση 40 μέτρων περίπου χωρίς άμεσα να αντιδράσει, και μετά προέβη σε τροχοπέδηση, (παρ. άρθρ. 12 παρ. 1, 19 παρ. 2, 3 και 20 παρ. 2 Κ.Ο.Κ).

 

Έξοδα Κηδείας

 

Δεν περιλαμβάνονται, κατά την κρατούσα άποψη, τα έξοδα για διακόσμηση του ναού και για στέφανα και σταυρό.

 

Ψυχική Οδύνη – Δικαιούχοι

 

 

Δεν περιλαμβάνονται ο πεθερός, η πενθερά, η σύζυγος και τα τέκνα της αδελφής του θανόντος, ανεξαρτήτως αν υπάρχουν και άλλοι εγγύτεροι συγγενείς ή αν αυτοί είναι οι μόνοι συγγενείς του θανατωθέντος.

 

Εν προκειμένω επιδικάσθηκε ως εύλογο το ποσό των 30.000 ευρώ στην σύζυγο και ανά 20.000 ευρώ σε καθένα από τα τρία τέκνα και ανά 5.000 ευρώ σε καθένα από τα δύο αδέλφια

 

Πρόστηση

 

δύναται να στηρίζεται και σε συγγενική – συζυγική σχέση

 

χωρίς να απαιτείται η απόδειξή της με έντονο τρόπο

 

για το ορισμένο της αγωγής (2)

 

Η σχέση της προστήσεως δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε δικαιοπραξία ή σύμβαση με τη στενή έννοια του όρου. Μπορεί να στηρίζεται σε σχέση καθαρώς πραγματική ή σε σχέση συζυγική, συγγενική ή φιλική και γενικότερα σε σχέση φιλοφροσύνης. Τέτοια υπάρχει, όταν ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος του αυτοκινήτου επιτρέπει τη οδήγησή του στον ή στη σύζυγό τους. Η περίπτωση όμως κατά την οποία η σχέση προστήσεως στηρίζεται σε συζυγική κλπ. σχέση, τις περισσότερες φορές θα προκύπτει κατά τρόπο σιωπηρό. Τα στοιχεία δεν θα προβάλλονται ούτε και θα αποδεικνύονται κατά τρόπο έντονο.

 

Εν προκειμένω γίνεται δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης που αφορά την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί αοριστίας της αγωγής, διότι δεν αναφέρεται η σχέση προστήσεως που συνέδεε την εναγόμενη συνιδιοκτήτρια του ζημιογόνου αυτοκινήτου με τον εναγόμενο οδηγό και σύζυγό της. Όμως σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα σκέψη αφού οι ανωτέρω εναγόμενοι συνδέονται μεταξύ τους με συζυγική σχέση και είναι συγκύριοι κατά ίσο ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του αυτοκινήτου τούτου, αλλά και συγκάτοχοι και συννομείς του, τα στοιχεία αυτά αρκούσαν για το ορισμένο της αγωγής όσον αφορά την πρόστηση του πρώτου στην οδήγησή του από τη δεύτερη εναγομένη και συνεπώς δεν απαιτούντο άλλα σχετικά στοιχεία. 

 

Αρχή της διαδοχής των έννομων σχέσεων

 

του αποβιώσαντος που είναι δεκτικές

 

χρηματικής απαιτήσεως (ΑΚ 1710)

 

Οι αξιώσεις κατά της κληρονομίας ασκούνται κατά του κληρονόμου [Α.Κ. 2026 παρ. 1], ο οποίος ευθύνεται για την ικανοποίηση αυτών και με τη δική του περιουσία. Εάν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι η άσκηση των κατά της κληρονομίας αξιώσεων εναντίον καθενός από αυτούς αρμόζει κατά την έκταση που ορίζεται από τις διατάξεις των Α.Κ. 1884 εδ. α΄και 1885. Ειδικότερα, προκειμένου για σύζυγο και τέκνα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους η έκταση της ευθύνης τους προσδιορίζεται από τις διατάξεις του Α.Κ. 1820 για τη σύζυγο, δηλαδή στο τέταρτο [1/4] της κληρονομίας και Α.Κ. 1830 για τα τέκνα, δηλαδή κατ’ ισομοιρία στα υπόλοιπα τρία τέταρτα.

 

Κατά τις παραδοχές της κατωτέρω δημοσιευομένης απόφασης, για το ορισμένο της αγωγής, η μη αναφορά του κληρονομικού ποσοστού καθενός από τους κληρονόμους του αποβιώσαντος δεν είναι αναγκαία, ενόψει του ότι εκτίθεται η σχέση τους με το θανατωθέντα, και η έκταση της ευθύνης τους προσδιορίζεται, από τις διαλαμβανόμενες διατάξεις του νόμου, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος.

 

Δικονομικά Ζητήματα

 

Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος – ως βασική προϋπόθεση άσκησης έφεσης

 

ερευνάται αυτεπαγγέλτως

 

Για την άσκηση έφεσης από τους αναφερόμενους σ’ αυτή διαδίκους ως βασική προϋπόθεση απαιτείται (κατ΄άρθρ. 516 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) η κατά το χρόνο άσκησής της ύπαρξη έννομου συμφέροντος, με την έννοια ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν τα αιτήματα του διαδίκου ή γενικώς οι θεμελιωτικοί αυτών ισχυρισμοί ή έγιναν δεκτοί εν όλω ή εν μέρει τα αιτήματα ή οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του. Τούτο αποτελεί διαδικαστική προυπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η δε έλλειψή του συνεπάγεται την κατά το άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης. Το έννομο συμφέρον κρίνεται όχι από το αιτιολογικό, αλλά από το διατακτικό της εκκαλουμένης, με κριτήριο τη βλάβη, η οποία πρέπει να προκύπτει άμεσα από την εν λόγω απόφαση, εκτός αν από τις αιτιολογίες της δημιουργείται δεδικασμένο.

Στην προκείμενη περίπτωση οι ενάγοντες της α΄ κύριας αγωγής, όσο αφορά το τελευταίο των εναγομένων από αυτούς [Επικουρικό Κεφάλαιο], ζητούν με την έφεσή τους την εξαφάνιση της εκκαλουμένης όχι μόνο προς το σκοπό της αποδοχής της αγωγής τους στο σύνολο αυτής, αλλά και προκειμένου ν’ απορριφθεί η παρεμπίπτουσα αγωγή του Επικουρικού Κεφαλαίου. Πλην όμως η τελευταία αγωγή στρεφόταν μόνο εναντίον των συνεναγομένων του με την α΄ αγωγή και το γεγονός ότι έγινε δεκτή όπως και οι συνέπειες και βλάβη από αυτή, αφορούν εκείνους [συνεναγομένους του Επικουρικού Κεφαλαίου] και όχι τους εκκαλούντες της εν λόγω πρώτης έφεσης, κατά τα συναγόμενα από τις αιτιολογίες και το διατακτικό της εκκαλουμένης. Συνεπώς υφίσταται έλλειψη, της ερευνώμενης και αυτεπαγγέλτως, κατά τα μνημονευόμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, συνδρομής της προυπόθεσης της ύπαρξης έννομου συμφέροντος των εκκαλούντων να αιτούνται την απόρριψη της παρεμπίπτουσας αγωγής και συνεπώς είναι απαράδεκτη κατά τούτο και απορριπτέα

 

Περιορισμός αιτήματος της αγωγής Προϋποθέσεις

 

Μεταβολή του αιτήματος της αγωγής είναι απαράδεκτη όταν έχει επέλθει εκκρεμοδικία (άρθρ.223 ΚΠολΔ). Κατ΄ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων να περιορίσει το αίτημα της αγωγής με τις προτάσεις εωσότου περαιωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό. Όταν το αγωγικό αίτημα αποτελείται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός που επιχειρείται παραδεκτά εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά, διαφορετικά αν ο περιορισμός του αιτήματος είναι γενικός, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του ποσού για τις επί μέρους αξιώσεις, η αγωγή καθίσταται αόριστη και συνεπώς, απορριπτέα για έλλειψη προδικασίας, εκτός αν το αίτημα περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος, οπότε επέρχεται αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων.

 

Διαχωρισμός αιτήματος σε εν μέρει

 

καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό

 

λόγω δικαστικού ενσήμου

 

δεν θεωρείται μεταβολή του αιτήματος της αγωγής

 

αλλά περιορισμός αυτού

 

Συνεπώς ορισμένη η αγωγή (2)

 

Από τον περιορισμό αυτό διαφέρει ο διαχωρισμός του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις σε κατά μέρος καταψηφιστικό, (για το οποίο καταβάλλεται δικαστικό ένσημο), ενώ για το υπόλοιπο του αρχικού ποσού ο ενάγων περιορίζεται μόνο στην αναγνώριση της οφειλής, αφού το σύνολο της επίδικης σχέσης, εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο της δίκης. Γι’ αυτό, ακόμη και όταν το αίτημα της αγωγής είναι άθροισμα επί μέρους κεφαλαίων δεν επέρχεται αοριστία από την επακολουθούσα διαμόρφωση του αιτήματος κατά τον ανωτέρω τρόπο, γιατί θεωρείται ότι ο περιορισμός γίνεται τουλάχιστον κατά τον ίδιο λόγο. Τον άνω περιορισμό για το λόγο μη καταβολής δικαστικού ενσήμου πρέπει να δηλώσει ο διάδικος και δεν αρκεί μόνη η καταβολή του δικαστικού ενσήμου.

(ΣΣ Βλ. κατωτέρω σχόλια – παρατηρήσεις υπ΄αριθμ. 2 )

 

 

 

Σχόλια – Παρατηρήσεις

 

1) Πρόστηση

 

Η σχέση της πρόστησης δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε δικαιοπραξία ή σύμβαση με την στενή έννοια του όρου. Μπορεί να στηρίζεται σε σχέση καθαρώς πραγματική ή σε σχέση φιλική ή συγγενική και τέτοια υπάρχει όταν ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος του αυτοκινήτου εμπιστεύεται την οδήγησή του σε φίλο του ή ο πατέρας στο γιό του. Για το ορισμένο της αγωγής δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται οι κατ΄ιδίαν περιστάσεις, που συνθέτουν την έννοια της πρόστησης. (βλ. σχετικές παρατηρήσεις) ΑΠ 96/2003 ΣΕΣυγκΔ 2005/139, ΑΠ 960/1997 ΣΕΣυγκΔ 1999/421

 

 

2) Προσοχή στους νομικούς παραστάτες στον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό έντοκο λόγω του δικαστικού ενσήμου με προφορική δήλωση και με τις προτάσεις – απαιτείται ο επακριβής προσδιορισμός των κονδυλίων που μετατρέπονται σε αναγνωριστικά έντοκα και αυτών που παραμένουν καταψηφιστικά. Άλλως η αγωγή είναι αόριστη.      Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο τηρώντας τας δικονομικάς γραφάς κατά τύπο και ουσία, ευρίσκει διέξοδο ως προς το ορισμένο της αγωγής, σχετικά με την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, ερμηνεύοντας τους ισχυρισμούς των εναγόντων περί «διαχωρισμού του αιτήματος λόγω του δικαστικού ενσήμου», ως νόμιμο περιορισμό του αιτήματος. ΕΥΓΕ!!!

BANNER-LINKEDIN

Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας