Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η Περίπτωση της Εξαίρεσης Από την Ασφαλιστική Κάλυψη των Προσώπων του Άρθρου 7 του Νόμου 489/1976
(Οδηγός-Κύριος- Κάτοχος-Ασφαλισμένος κ.λ.π.) και οι Αστικές Αξιώσεις τους Κατά του Δημοσίου υπό Γεωργίου Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.
(Δημοσιεύεται στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ,
Τεύχος Ιανουάριος 2025)
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όπως έχουμε επισημάνει και σε άλλη θέση (ΕπΣυγκΔ 2022 σελ.322 κ.επ.) η νομοθεσία μας που αναφέρεται στην υποχρεωτική Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης παρουσιάζει μελανά σημεία, τα οποία συρρικνώνουν το εύρος και την έκταση της ασφαλιστικής κάλυψης, με συνέπεια να ακυρώνεται στην ουσία η λειτουργία του θεσμού σε αυτές τις περιπτώσεις. Η αρνητική χροιά αυτών των μελανών σημείων οφείλεται στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος έχει δείξει αδικαιολόγητη αδράνεια στο να ενσωματώνει έγκαιρα και αποτελεσματικά στη νομοθεσία της χώρας μας, όπως υποχρεούται, τις σχετικές διατάξεις των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η παρούσα εισήγηση θα επικεντρωθεί σε μία από τις περιπτώσεις αυτές και συγκεκριμένα σε εκείνην η οποία ρυθμίζεται από την διάταξη του άρθρου 7 του νόμου 489/1976 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του ΠΔ 264/1991.
Η διάταξη αυτή της ελληνικής νομοθεσίας, η οποία αντικαταστάθηκε και πάλι πρόσφατα με το άρθρο 50 του Νόμου 4949/2022, ερχόταν σε άμεση αντίθεση με τις σχετικές διατάξεις των Κοινοτικών Οδηγιών. Ο έλληνας νομοθέτης επέλεξε να διατηρήσει την διάταξη αυτή επί 27 ολόκληρα χρόνια μετά την οφειλόμενη αντικατάστασή της με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα για τους παθόντες και ζημιωθέντες σε τροχαίο ατύχημα, οι οποίοι και στερήθηκαν του δικαιώματος να ικανοποιηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν από αυτοκινητικό ατύχημα. Μία περαιτέρω συνέπεια αυτής της ρύθμισης ήταν και η διασάλευση της ομαλής συνεργασίας και σύμπλευσης της ελληνικής έννομης τάξης με το νομοθετικό καθεστώς της Ένωσης.
ΙΙ.-ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 489/1976
( Διάταξη που αντικαταστάθηκε)
Στο άρθρο 7 του νόμου 489/1976 ορίζονταν τέσσερις κατηγορίες προσώπων, των οποίων η ζημία που τους προξενήθηκε συνεπεία τροχαίου ατυχήματος δεν καλυπτόταν από τον ασφαλιστή, επειδή τα πρόσωπα αυτά δεν θεωρούνταν τρίτοι, κατά τη διατύπωση του νόμου.
Τα πρόσωπα αυτά, τα οποία εξαιρούντο από την ασφαλιστική κάλυψη για τις ζημιές που υφίσταντο τα ίδια, ήταν τα ακόλουθα:
- Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημιά. 2) Κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης. Πρόκειται για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παρ.1 του εν λόγω νόμου, δηλαδή τον κύριο και τον συγκύριο, τον κάτοχο και τον συγκάτοχο, τον προστηθέντα στην οδήγηση ή τον υπεύθυνο του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. 3) Εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και 4) οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα.
Έτσι δεν λειτουργούσε υπέρ των προσώπων που ανήκαν σε μία από τις πάρα πάνω κατηγορίες η ασφαλιστική προστασία που προβλέπεται για τους τρίτους στα άρθρα 2 παρ. 1 εδ. α και 6 παρ.2 εδ. α΄αυτού του νόμου. Κατά συνέπεια αν αυτά τα πρόσωπα υφίσταντο ζημία δεν εδικαιούντο αποζημίωσης από την ασφαλιστική εταιρία η οποία εκάλυπτε το ζημιογόνο αυτοκίνητο. Επίσης και οι συγγενείς αυτών των προσώπων δεν εδικαιούντο να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αν τα πρόσωπα αυτά θανατώνονταν κατά το τροχαίο ατύχημα.
Η άρση αυτή της ασφαλιστικής κάλυψης επεκτεινόταν και στην αντίστροφη περίπτωση κατά την οποία ο συγγενής του θανατωθέντος είχε μία από τις πάρα πάνω ιδιότητες, οπότε αυτός δεν εδικαιούτο να λάβει από την ασφαλιστική εταιρία χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για τον θάνατο του συγγενούς του.
( Για το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται και ευθεία παραβίαση του Κοινοτικού Κεκτημένου βλέπετε μελέτη μας σε ΕπΣυγκΔ 2022 σελ.324).
Με το άρθρο 50 του νόμου 4949/2022 (ΦΕΚ Α΄126/30-6-2022) αντικαταστάθηκε το άρθρο 7 του νόμου 489/1976 και υπό τη νέα διατύπωση καλύπτονται πλέον ασφαλιστικά όλα τα πάρα πάνω πρόσωπα που εξαιρούντο από την ασφαλιστική κάλυψη, εκτός από τον οδηγό του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημιά.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η νέα ρύθμιση στο άρθρο 7 του Νόμου 489/1976 εφαρμόζεται επί ατυχημάτων που συμβαίνουν μετά την 30-6-2022 και δεν έχει αναδρομική ισχύ[1].
Το πρόβλημα το οποίο δημιουργήθηκε συνίσταται στο ότι κατά την διάρκεια όλων αυτών των είκοσι επτά ετών κατά το οποίο ίσχυε η πάρα πάνω διάταξη και μέχρι την κατάργησή της συνέβησαν στην χώρα μας αρκετά τροχαία ατυχήματα στα οποία εμπλέκονταν πρόσωπα που εξαιρούντο από την ασφαλιστική κάλυψη με βάση το άρθρο 7 . Οι δικαιούχοι των αποζημιώσεων άσκησαν αγωγές κατά των ασφαλιστικών εταιριών που εκάλυπταν τα ζημιογόνα ατυχήματα, διεκδικώντας την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν από το ατύχημα. Ο Άρειος Πάγος με τις γνωστές σε εμάς αποφάσεις του απέρριψε όλες τις αγωγές των ζημιωθέντων κατά το σκέλος που αυτές απευθύνονταν κατά των Ασφαλιστικών Εταιριών, με την αιτιολογία ότι η πάρα πάνω διάταξη του άρθρου 7 εξαιρούσε από την ασφαλιστική κάλυψη τα πρόσωπα αυτά τα οποία κατά πλάσμα δικαίου δεν εθεωρούντο ως τρίτοι για τους οποίους και μόνον ίσχυε η ασφαλιστική προστασία[2]. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άρειος Πάγος απέρριψε όλες τις σχετικές αγωγές κατά των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων με την πάρα πάνω επιγραμματική και αποφθεγματική ταυτόχρονα αιτιολογία, χωρίς να ανατρέξει στην πρωτογενή πηγή της διάταξης που ήταν η Κοινοτική Οδηγία και να αντιμετωπίσει ερμηνευτικά το πρόβλημα με βάση τους κανόνες που διέπουν την ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου από τον εθνικό δικαστή. Προβληματίζει επίσης το γεγονός ότι σε καμία από τις σχετικές περιπτώσεις που κλήθηκε να κρίνει ο Άρειος Πάγος δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, αν και υπεχρεούτο προς τούτο με βάση την διάταξη του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ (Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ), ως Δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά το ελληνικό δίκαιο, όπως έκρινε και η υπ αριθ. 16/2013 απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ[3].
ΙΙΙ.- Οι κοινοτικές οδηγίες που ρυθμίζουν την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης – Η αντίθεση του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 προς την Τρίτη Κοινοτική Οδηγία
Η ασφαλιστική προστασία των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα όπως και ο κύκλος των προσώπων τα οποία υπάγονται σε αυτή την προστασία, ρυθμίζεται από τον κοινοτικό νομοθέτη με τις ακόλουθες οδηγίες: 1) Με την Οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24-4-1972, την αποκαλούμενη Πρώτη Οδηγία[4], η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 1019/1981. Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 αυτής της Οδηγίας ορίζει ότι «….κάθε κράτος μέλος λαμβάνει…. όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση. Η έκταση της καλυπτόμενης ευθύνης και οι όροι και συνθήκες καλύψεως καθορίζονται με βάση τα μέτρα αυτά». 2) Με την Οδηγία 85/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 30-12-1983, η οποία αναφέται ως Δεύτερη Οδηγία[5] και έγινε εσωτερικό δίκαιο με το π.δ. 264/1991. Με το άρθρο 1 παρ. 1 αυτής της Οδηγίας, θεσπίσθηκε ο κανόνας ότι «….Η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ καλύπτει υποχρεωτικά τις υλικές ζημίες και τις σωματικές βλάβες». Το άρθρο 3 παρ. 1 εξάλλου της ίδιας Οδηγίας προβλέπει ότι «…Τα μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου, του οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου το οποίο φέρει σε περίπτωση ατυχήματος την αστική ευθύνη η οποία καλύπτεται από την ασφάλιση του άρθρου 1 παρ. 1 δεν μπορούν να αποκλεισθούν, λόγω του δεσμού συγγενείας από το δικαίωμα ασφάλισης για τις σωματικές βλάβες τους….». 3) Η διάταξη του άρθρου 1 της Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14-5-1990, αποκαλούμενης Τρίτης Οδηγίας[6] ορίζει ότι «… η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (δηλαδή της Πρώτης Οδηγίας), καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος.
Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν ο έλληνας νομοθέτης με το ΠΔ 314/1993 μετέφερε στο εσωτερικό μας δίκαιο μέρος μόνο των διατάξεων της Τρίτης Οδηγίας και συγκεκριμένα μόνο τα άρθρα 3 και 4 όχι όμως και το άρθρο 1 αυτής. Με το άρθρο 6 παρ.2 αυτής της Οδηγίας χορηγήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία προθεσμία έως την 31-12-1995, προκειμένου να ενσωματώσει στο εγχώριο δίκαιο το πάρα πάνω άρθρο 1 της Οδηγίας. Πρόκειται ακριβώς για το κρίσιμο άρθρο με το οποίο προβλέπεται ρητά η ασφαλιστική κάλυψη όλων των επιβαινόντων στο όχημα, εκτός από τον οδηγό, που προκάλεσε το ατύχημα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο έλληνας νομοθέτης αναγνώρισε το γεγονός ότι η μεταφορά της Οδηγίας ήταν πλημμελής, όπως καταδεικνύεται από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4949/2022. Συγκεκριμένα στο άρθρο 50 αυτής τη έκθεσης ομολογεί ότι η πρόσφατη αυτή αντικατάσταση του άρθρου 7 αποσκοπεί στην ευθυγράμμιση με τις διατάξεις της σχετικής Οδηγίας και στη συμμόρφωση της χώρας μας προς τις υποδείξεις της Επιτροπής.
Η κρίσιμη αυτή για την περίπτωσή μας Οδηγία, όπως εξάλλου και οι άλλες Οδηγίες που ρυθμίζουν την υποχρεωτική ασφάλιση της Αστικής Ευθύνης, μεταφέρθηκαν σε ενιαίο κείμενο με την 2009/103/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-9-2009. Συγκεκριμένα η διάταξη αυτή της Οδηγίας μεταφέρθηκε αυτούσια χωρίς καμία τροποποίηση του περιεχομένου της και έλαβε την αρίθμηση 12 παρ.1[7].
Η Δεσμευτικότητα των Οδηγιών για τα Κράτη Μέλη
Με την εγγραφή στην Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου ΔΩΡΕΑΝ πρόσβαση
σε όλη την νομοθεσία με τον τρόπο της Ai ( Τεχνητής Νοημοσύνης) με την πιο καινοτόμα πλκατφόρμα της Β.Ν.Π. ο Σόλων
έχοντας πρόσβαση στα νομοθετήματα ακόμα κα την ημέρα της δημοσίευση τους
Για εγγραφή πατήστε στην εικόνα
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας