Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών
Εφαρμοστέο το Ελληνικό Δίκαιο (1)
ΣΣ Δημοσιεύεται στην Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου τεύχος Μάιος 2010 Σελ.
Κατά το άρθρο 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι επί ατυχήματος, που προκάλεσε σε τρίτους αυτοκίνητο, κατά τη λειτουργία του (συνιστώντας αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ), κρίνονται με βάση το δίκαιο της πολιτείας, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, εκτός άλλων ζητημάτων, και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατ΄ άρθρ. 932 ΑΚ.
Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών – Δικαιούχοι
Ο κύκλος των δικαιουμένων προσώπων
προσδιορίζεται ΑΜΕΣΩΣ από την διάταξη του ΑΚ 932
χωρίς την παρεμβολή άλλης έρευνας
αλλοδαπών διατάξεων (2)
Στην έννοια του «κύκλου των προστατευομένων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων» περιλαμβάνονται και προσδιορίζονται απευθείας – κατά την διάταξη του άρθρου 26 Α.Κ. – και όλα εκείνα τα πρόσωπα που δικαιούνται και νομιμοποιούνται ενεργητικά στο να προβάλλουν κατά περίπτωση αντίστοιχες αξιώσεις, συνδεόμενες με την ένδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά είτε με ορισμένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου.
Επομένως, στην περίπτωση θανάτωσης σε τροχαίο ατύχημα στην Ελλάδα αλλοδαπού, για να κριθεί η νομιμοποίηση εκείνων που ζητούν με αγωγή την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, θα εφαρμοσθεί βάσει του άρθρ. 26 ΑΚ
ΑΜΕΣΩΣ το Ελληνικό Δίκαιο, χωρίς την παρεμβολή άλλης έρευνας στο πλαίσιο εφαρμογής των αρχών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που έχει σχέση με την έννοια του προκρίματος και του προδικαστικού ζητήματος.
Ειδικότερα θα εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ αναφορικά με τον προσδιορισμό του κύκλου των δικαιουμένων χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης προσώπων,
ανεξάρτητα από το εάν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση το (μη εφαρμοστέο όμως) ουσιαστικό δίκαιο της ιθαγένειας του θανόντος και εκείνων που ζητούν την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως, ως προς τα πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο εκείνο που δικαιούνται να επιδιώξουν την αντίστοιχη αξίωση ή ακόμα όταν δεν προβλέπεται καμμία ρύθμιση.
Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση αναιρείται κατ΄άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ Εφετειακή απόφαση που έκρινε ότι δεν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Αλβανικού Δικαίου, οι γονείς και τα αδέλφια του αλλοδαπού (Αλβανού) θανόντος σε τροχαίο ατύχημα στην Ελλάδα.
Απόφ. ΑΠ 597/2010
Πρόεδρος : Διονύσιος Γιαννακόπουλος
Εισηγητής : Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου
Μέλη : Ελευθέριος Μάλλιος – Γεωργία Λαλούση –
Ευτύχιος Παλαιοκαστρίτης
Δικηγόροι : Αγλαΐα Μυλωνοπούλου – Αργυρώ Γρατσία-Πλατή
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1) Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών – Εφαρμοστέο το Ελληνικό Δίκαιο
Βλ. ομοίως και ΑΠ 581/2010 ΕΣυγκΔ 2010/92, ΑΠ 525/2010 ΕΣυγκΔ 2010/88 (μετά σχετικών σχολίων και παρατηρήσεων).
2) Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών – Δικαιούχοι
Για την κρίση του θέματος αν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ., μέχρι πρότινος η πρόσφατη θέση της νομολογίας του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου δεχόταν την αναγκαιότητα προσφυγής στις διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου.
Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ επανερχόμαστε στην κανονική τάξη και το καθεστώς που ίσχυε αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα προ της ΑΠ 3/2007.
ΣΣ. Εύγε για την τόλμη που τελικά επιδείχθηκε ομόφωνα από το Δ Τμήμα του Αρείου Πάγου που έκρινε ως εφαρμοστέο ΑΜΕΣΑ το Ελληνικό Δίκαιο, χωρίς την παρεμβολή άλλης έρευνας στο πλαίσιο εφαρμογής των αρχών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που έχει σχέση με την έννοια του προκρίματος και του προδικαστικού ζητήματος, σχετικά με την νομιμοποίηση των συγγενών -αλλοδαπού εμπακέντος σε τροχαίο ατύχημα στην Ελλάδα – που ζητούν με την αγωγή τους την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ο ούριος άνεμος που διαφαίνεται ότι επικρατεί πλέον από απόψεως ουσιαστικής απονομής δικαίου, θέτει τέρμα στις θέσεις που είχαν επικρατήσει σχετικά με το προαναφερόμενο ζήτημα, που οδηγούσε σε λύσεις ανεπιεικείς, που αντιβαίνουσες στις αρχές του ανθρωπισμού και στις διεθνείς συμβάσεις των περί ατομικών δικαιωμάτων, (σχετικά άρθρα. 1,6,14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του ανθρώπου, γνωστής ως Σύμβασης της Ρώμης.) Όπως και στο παρελθόν είχαμε σχετικώς παρατηρήσει οι θέσεις που επικράτησαν μετά την ΑΠ 3/2007 επάγοντο ανεπίτρεπτες διακρίσεις, που προσβάλλουν βασικά ατομικά δικαιώματα, και εκθέτουν σε εύλογη κριτική την πολιτεία, η οποία κατά το πλείστον ανέχεται την παραμονή και εργασία των αλλοδαπών στην χώρα μας, ομολογώντας ακόμη και με τις νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες ότι, το ανθρώπινο αυτό νέο δυναμικό, στηρίζει την Ελληνική οικονομία.
Σημ. Όπως αναφέρεται και στην κατωτέρω απόφαση το ζήτημα του προσδιορισμού της έννοιας της οικογένειας από απόψεως εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου παραπέμφθηκε και εκκρεμεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ.1847/2009 απόφαση του Α.Π (βλ. ΕΣυγκΔ 2009/448).
Κείμενο Απόφ. ΑΠ 597/2010
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ., αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ΄ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ΄Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες υπ΄ αριθμ. 417 και 418/20-10-2009 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ____, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (5-2-2010), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων στους πρώτο και τρίτη των αιρεσιβλήτων (___και ____) . Επομένως, εφ΄ όσον αυτοί δεν εμφανίσθηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ..
Ι. Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006 Ολ.ΑΠ 4/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 26 Α.Κ., οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι επί ατυχήματος, που προκάλεσε σε τρίτους αυτοκίνητο, κατά τη λειτουργία του (συνιστώντας αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ), κρίνονται με βάση το δίκαιο της πολιτείας, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, εκτός άλλων ζητημάτων, ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, θέματα πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημιώσεως, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η μορφή και η έκταση της αποζημιώσεως, αν η αποζημίωση παρέχεται σε κεφάλαιο εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, αν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (άρθρ. 932 ΑΚ), τα θέματα των εξόδων κηδείας, της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημιώσεως. Στην προαναφερθείσα έννοια του «κύκλου των προστατευομένων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων» περιλαμβάνονται και προσδιορίζονται απευθείας κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 26 Α.Κ. και όλα εκείνα τα πρόσωπα που δικαιούνται και νομιμοποιούνται ενεργητικά στο να προβάλλουν κατά περίπτωση αντίστοιχες αξιώσεις, συνδεόμενες με την ένδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά είτε με ορισμένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου.
Επομένως, στην περίπτωση θανάτωσης σε τροχαίο ατύχημα στην Ελλάδα αλλοδαπού, για να κριθεί η νομιμοποίηση εκείνων που ζητούν με αγωγή την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, με την έννοια «των ανηκόντων στον κύκλο των προσώπων που είναι φορείς εννόμων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων που προσβλήθηκαν από τις επαχθείς συνέπειες της αδικοπρακτικής θανάτωσης», θα εφαρμοσθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 26 του Α.Κ. αμέσως το Ελληνικό Δίκαιο, χωρίς την παρεμβολή άλλης έρευνας στο πλαίσιο εφαρμογής των αρχών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που έχει σχέση με την έννοια του προκρίματος και του προδικαστικού ζητήματος, και ειδικά η διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. με την οποία θα προσδιορισθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το εάν ο συγκεκριμένος ενάγων ανήκει στο κύκλο των δικαιουμένων προσώπων με την προαναφερθείσα έννοια, ανεξάρτητα και από το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση το (μη εφαρμοστέο όμως) ουσιαστικό δίκαιο της ιθαγένειας του θανόντος και εκείνων που ζητούν την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως, προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση ως προς τα πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο εκείνο που δικαιούνται να επιδιώξουν την αντίστοιχη αξίωση ή δεν προβλέπεται καμμία ρύθμιση.
Ειδικότερα κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διατάξεως, που απορρέει από τον σκοπό της θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, οι παππούδες, ενώ σημειωτέον, η επιδίκασή της από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ. ΑΠ 21/2000).
Επομένως, ο προσδιορισμός τελικά από το δικαστήριο των συγκεκριμένων εναγόντων ως ανηκόντων στον κύκλο των προστατευομένων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων και η αντίστοιχη νομιμοποίησή τους, θα κριθεί με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ., και ειδικά με βάση την προαναφερθείσα έννοια της «οικογένειας» όπως προσδιορίζεται αποκλειστικά από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά την αντίστοιχη ερμηνεία της ίδιας διάταξης που προαναφέρθηκε. Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί στη συνέχεια μια από τις πιο πάνω συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσεως εκείνης από την οποίαν προέρχεται η ιδιότητα αυτή π, χ. η ύπαρξη ή όχι γάμου ή συγγενικής σχέσης γονέος και τέκνου, κ.λ.π., τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του Α. Κ. (κατά περίπτωση), για να κριθεί ανάλογα το εάν ο ενάγων έχει τελικά την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου, ή του πατέρα, ή του αδελφού του θανατωθέντος.
Πρέπει να σημειωθεί, για την πληρότητα της παρούσας, ότι, μετά και την αντίθετη 3/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, το ζήτημα του προσδιορισμού της έννοιας της οικογένειας από απόψεως εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου παραπέμφθηκε και εκκρεμεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρ. 563§2 περ. β εδ. γ΄ του Κ.Πολ.Δ. με την υπ’ αριθ.1847/2009 απόφαση του Α.Π.
Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι οι ενάγοντες-νυν αναιρεσείοντες, οι οποίοι αποδεδειγμένα, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, είναι γονείς και αδέλφια του θανάσιμα τραυματισθέντα στο ένδικο τροχαίο ατύχημα Χ1, (αρθ. 641 έως 643 του Αλβανικού Αστικού Κώδικα), το οποίο ήταν εφαρμοστέο και αφού έκανε δεκτή, ως βάσιμη κατ’ ουσία, την έφεση του εναγομένου-νυν αναιρεσιβλήτου Επικουρικού Κεφαλαίου, εδίκασε και πάλι την αγωγή των νυν αναιρεσειόντων και απέρριψε αυτή. Με το να κρίνει έτσι το δικάσαν Εφετείο, υπέπεσε στην από το αρθ. 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., προβλεπόμενη πλημμέλεια, της παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα νομική σκέψη, εφήρμοσε το Αλβανικό Δίκαιο, το οποίο δεν ήταν εφαρμοστέο, ενώ αντιθέτως, δεν εφήρμοσε, το Ελληνικό Δίκαιο (αρθ. 932 ΑΚ), το οποίο, ως δίκαιο του τόπου του αδικήματος, κατά τη διάταξη του αρθ. 26 ΑΚ, ήταν εφαρμοστέο, στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, ο πρώτος, από το αρθ. 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.
΄Οσον αφορά την μη παραστάσα τρίτη των αναιρεσιβλήτων, η υπό κρίση αναίρεση είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, διότι οι προτεινόμενοι λόγοι δεν την αφορούν, ούτε, εξ άλλου, αυτή υπήρξε αντίδικος των αναιρεσειόντων (άρθ. 558 ΚΠολΔ). Ενώ, κατά το μέρος της που αφορά τους λοιπούς διαδίκους, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο εκδόσαν την απόφαση ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (άρθ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι ηττηθέντες αναιρεσίβλητοι στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αναίρεση, ως προς την τρίτη των αναιρεισβλήτων (___). Και
Ως προς τους λοιπούς διαδίκους,
Αναιρεί την 5158/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 1 Μαρτίου 2010.
———————-
…