facebook
Αρχική Νομολογία Αποζημίωση επί θανατώσεως προσώπου Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών Εφαρμοστέο Δίκαιο το του τόπου του αδικήματος

Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών Εφαρμοστέο Δίκαιο το του τόπου του αδικήματος

Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών
Εφαρμοστέο Δίκαιο το του τόπου του αδικήματος (Ελληνικό ΑΚ 932)

Αναφορικά με τον κύκλο των δικαιούχων
εφαρμοστέο το Αλλοδαπό (Αλβανικό)

(ΣΣ βλ. Contra μψφ. κατωτέρω)

Το άρθρο 26 ΑΚ ορίζει ότι οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Κατά το δίκαιο που ορίζει η διάταξη αυτή κρίνονται, μεταξύ άλλων, και ποιο είναι το είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης, εξ άρθρ. 914, 297, 298 για την περιουσιακή ζημία και 932 για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης, 931 ΑΚ. 
Δεν είναι όμως η μόνη εφαρμοστέα διάταξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Μπορεί να καταστεί αναγκαία η προσφυγή και σε άλλη διάταξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. 
Έτσι για την κρίση του θέματος αν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 ΑΚ. 
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρά το γεγονός ότι δέχεται πως ο αποβιώσας, θανατωθείς κατά το επίδικο τροχαίο ατύχημα που συνέβη σε ελληνικό έδαφος, είχε αλβανική υπηκοότητα, προκειμένου να καταλήξει στο πόρισμά του ότι οι ενάγοντες, σύζυγος και τέκνα αυτού, δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του συγγενούς του εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο. 
Κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου κρίθηκε ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο και όχι τις εφαρμοστέες, διατάξεις του αλβανικού δικαίου, δοθέντος ότι ενόψει της αλβανικής ιθαγενείας του θανατωθέντος και των εναγόντων οικείων η διαφορά φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας που καθιστά αναγκαία την προσφυγή στις οικείες διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ. Συνεπώς το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις αυτές, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου αναίρεσης.

CONTRA μψφ. Κατά την γνώμη του Προεδρεύοντος και της Εισηγήτριας ο σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθότι, σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο του τόπου, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η σχέση, που δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 14/1997) και επομένως σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο καθορίζεται και ποιος είναι ο δικαιούχος της αποζημίωσης. 
Ειδικότερα δε σε περίπτωση θανάτωσης αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος από αδικοπραξία εφαρμοστέο είναι το άρθρο 932 ΑΚ, το οποίο προβλέπει ότι μπορεί να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. 
Ο κύκλος των προσώπων που ανήκει στην οικογένεια του θύματος έχει προσδιοριστεί νομολογιακά με ερμηνεία της αόριστης νομικής έννοιας \\\”οικογένεια\\\” και μόνο η εγκυρότητα ή όχι της ύπαρξης συγγενικής σχέσης θα κριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13, 14, 17, 18, 22, 23 ΑΚ. 
Εν προκειμένω εφόσον οι ενάγοντες είναι αποδεδειγμένα σύζυγος και τέκνα του θανατωθέντος στο ατύχημα, το Εφετείο ορθά εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο και ο σχετικός λόγος είναι αβάσιμος. 
Το ζήτημα, λόγω διαφοράς μιας ψήφου παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατ΄άρθρ. 563 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ.





Τροχαία με Αλλοδαπούς Παθόντες
Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών
Εφαρμοστέο Δίκαιο το του τόπου του Αδικήματος (Ελληνικό) (1)

Η συγγενική ιδιότητα (που πρέπει να αποδεικνύεται κατ΄ ουσία) αποτελεί στοιχείο που συναρτάται με την νομιμότητα του γάμου από τον οποίο προέρχεται η επικαλούμενη συγγένεια. Το ζήτημα αυτό κρίνεται με βάση το αλλοδαπό δίκαιο (εν προκειμένω το Πακιστανικό). 
Το ζήτημα όμως του εάν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης οι συγγενείς του αλλοδαπού θύματος, (εν προκειμένω σύζυγος, γονείς και αδέλφια), κρίνεται με βάση το δίκαιο του τόπου του αδικήματος (Ελληνικό) κατ΄άρθρ. 26 , 932 ΑΚ.



Ψυχική Οδύνη & Ηθική Βλάβη
Ύψος επιδικαζομένων κονδυλίων

Κατά τη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που οφείλεται στο δικαιούχο βάσει της ΑΚ 932 αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση αυτή σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως (αριθμός 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ), είτε εκ πλαγίου (αριθμός 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), είτε παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.



Σύγκρουση Ομορρόπως Κινουμένων
ΔΧ Φορτηγού και μοτοσυκλέτας
κατ΄ανεπιτυχές προσπέρασμα

Υπαιτιότητα 60% του οδηγού του προπορευομένου φορτηγού οχήματος, ο οποίος επιχείρησε ανέλεγκτα να στρίψει αριστερά και χωρίς να κάνει χρήση του δείκτη αλλαγής πορείας, χωρίς να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι μπορούσε να πράξει τούτο ακινδύνως για τα όπισθεν αυτού κινούμενα οχήματα.
Υπαιτιότητα 40% του οδηγού του μοτοποδηλάτου που επιχείρησε προσπέραση εισελθών στο αντίθετο ρεύμα πορείας, αν και τούτο απαγορευόταν.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος με την οποία απέδιδε κακή εκτίμηση των αποδείξεων στην πρωτόδικη απόφαση σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και την απόδοση υπαιτιότητας σ\’ αυτόν για την πρόκληση αυτού και συνυπαιτιότητας στο θύμα κατά τα ίδια ποσοστά. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και ειδικότερα αναφορικά με την υπαίτια συμπεριφορά του αναιρεσείοντος οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και του θανόντος οδηγού του μοτοποδηλάτου και την ύπαρξη ή όχι αιτιώδους συνάφειας από τις ανωτέρω συμπεριφορές στην επέλευση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος που είχε ως συνέπεια τη θανάτωση του οδηγού του μοτοποδηλάτου. 






Απόφ.Α.Π.1847/2009
Προεδρεύων : Βασ. Ρήγας
Εισηγητής : Γεωργ. Λαλούση
Δικηγόροι : Χρυσόστ. Βελάκης Νικ. Βασιλακάκης & Νικήτ. Καλαφάτης




Σχόλια – Παρατηρήσεις

Όπως έχουμε εκφράσει ποικιλοτρόπως και στο παρελθόν, αναφορικά με το ζήτημα που προέκυψε εν αιθρία, άνευ λόγου και αιτίας, μετά την έκδοση της ΑΠ 3/2007, σχετικά με την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης στα μέλη της οικογένειας αλλοδαπών παθόντων, δεν υπάρχει κανένας λόγος που να υπαγορεύει την μετατόπιση από την πάγια θέση που εδέχετο η νομολογία μας έως τώρα σύμφωνα με την οποία οι ενοχές από αδίκημα κατ΄άρθρ. 26 του ΑΚ διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Συνεπώς κατά τη διάταξη αυτή κρίνεται μεταξύ των άλλων και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης εξ ΑΚ 932.
Τα προκρίματα, μεταξύ των οποίων είναι και η κρίση για το ποια πρόσωπα ανήκουν στην οικογένεια του θανόντος, και εντεύθεν δικαιούνται της κατ’ άρθρο 932 ΑΚ χρηματικής ικανοποιήσεως, θα κριθούν από τον οικείο κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. 
Και στο παρελθόν είχαμε τονίσει ότι το φλέγον ζήτημα της επιδίκασης ψυχικής οδύνης στα μέλη της οικογένειας του θανατωθέντος εξ ΑΚ 932 έχει δύο σκέλη. 
Το πρώτο αφορά τις συνθήκες του ατυχήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που κρίνονται κατά το Ελληνικό Δίκαιο (άρθρ. 928, 932). 
Το δεύτερο σκέλος του προβλήματος αφορά το ποια είναι τα μέλη της οικογένειας (δικαιούχοι) κατ΄ άρθρο 26 του ΑΚ. 
Η έννοια του όρου οικογένεια δεν εξειδικεύεται από το νόμο, δηλαδή de lege lata, συνεπώς αποτελεί αόριστη νομική έννοια και διαμορφώνεται από την νομολογία των δικαστηρίων της χώρας μας που παγίως πλέον δέχεται (αν μη τι άλλο) ότι, οι γονείς και τα αδέλφια του θανατωθέντος αποτελούν μέλη της οικογενείας υπό την έννοια που απαιτεί η διάταξη του ΑΚ 932. Συνεπώς ο κύκλος των δικαιουμένων Ψυχικής Οδύνης προσώπων προσδιορίζεται από το Ελληνικό Δίκαιο. 
Θα όφειλε συνεπώς να είχε γίνει δεκτή η προσφυγή στις διατάξεις του Αλβανικού Δικαίου ΜΟΝΟ για την έρευνα της συγγενικής ιδιότητας των μελών της οικογένειας, δηλαδή το πως αποδεικνύεται αυτή (ως γονέα ή αδελφού) και όχι του εάν δικαιούνται ψυχικής οδύνης τα ανωτέρω πρόσωπα (βλ. σχετικώς και άρθρ. Μιχάλη Πολ. Μαργαρίτη Αεροπαγίτη ε.τ. «Εφαρμοστέο Δίκαιο σε αδικοπραξίες με στοιχεία Αλλοδαπότητας (ΑΚ 26) ΝοΒ 55/1240. 
Ομοίως βλ. και σχετικά σχόλιά μας υπό την κατωτέρω δημοσιευόμενη Εφ.Αθ. 6680/2008 Σελ. 461


ΣΣ
1) Και άλλοτε ασχοληθήκαμε με τα ζητήματα που ανακύπτουν σε περιπτώσεις
εμπλοκής σε τροχαία ατυχήματα αλλοδαπών, εγκαταβιούντων και εργαζομένων στην
χώρα μας, πολλές φορές και ΑΝΕΥ αδείας εργασίας, ιδιαίτερα μετά την αθρόα είσοδο στην πατρίδα μας μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών. 
Το ανακύψαν εν αιθρία πρόβλημα που αφορά την ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ, μετά την έκδοση της ΑΠ 3/2007 (βλ.ΣΕΣυγκΔ 2007/269), ανακαλεί στην μνήμη των Ελλήνων νομικών το ζήτημα της επιδίκασης ΑΠΟΘΕΤΙΚΗΣ ΖΗΜΙΑΣ του παρανόμως εργαζομένου Αλλοδαπού που ταλάνισε τον χώρο της δικαιοσύνης προ της εκδόσεως της ΑΠ Ολμ. 3/2004 (βλ. ΣΕΣυγκΔ 2004/46) που τελικά έλυσε τον γόρδιο δεσμό σε παρόμοιο πρόβλημα, και αποκαθιστώντας το περί δικαίου αίσθημα.
Όπως και τότε είχαμε τονίσει στα σχετικά σχόλιά μας, πως είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δευτέρας κατηγορίας, οι αλλοδαποί που ζουν στην χώρα μας και δυστυχώς εμπλέκονται σε ατυχήματα, χάνοντας την ζωή τους. 
Με άλλα λόγια, με άλλο τρόπο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται οι Έλληνες αναφορικά με το αποζημιωτικό καθεστώς σε περιπτώσεις θανατώσεως προσώπου και με άλλο οι αλλοδαποί;
Μήπως αυτό οδηγεί σε λύσεις ανεπιεικείς, που αντιβαίνουν τις αρχές του ανθρωπισμού και των περί ατομικών δικαιωμάτων διεθνών συμβάσεων (σχετικά άρθρα. 1,6,14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του ανθρώπου, γνωστής ως Σύμβασης της Ρώμης) και επάγονται ανεπίτρεπτες διακρίσεις, που προσβάλλουν βασικά ατομικά δικαιώματα, και εκθέτουν σε εύλογη κριτική την πολιτεία, η οποία τουλάχιστον ανέχεται την παρά την ύπαρξη των σχετικών απαγορευτικών διατάξεων στην Ελλάδα παραμονή και εργασία αλλοδαπών, που στηρίζουν και την Ελληνική οικονομία. Η πολιτεία όμως υπάγει ε τους νόμους της στα φορολογούμενα μέλη
της κοινωνίας μας τους αλλοδαπούς αυτούς, τους χορηγεί αριθμό φορολογικού
μητρώου, εισπράττει από αυτούς τους καταλογιζόμενους φόρους, ο δε κύριος φορέας
ασφαλίσεως των εργαζομένων δηλ, το ΙΚΑ, καλύπτει ασφαλιστικώς την παροχήν εργασίας και των αλλοδαπών στην Ελλάδα, αδιακρίτως εισπράττοντας μάλιστα (παρεκτός των εργοδοτικών) και εργατικές εισφορές από αυτούς.
Στη προβληματική του ανακύψαντος ζητήματος της ΨΥΧΙΚΗΣ ΟΔΥΝΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ προσθέτουμε και το ερώτημα: Ποιο το εφαρμοστέο δίκαιο από τα Ελληνικά δικαστήρια, όταν μετά από γνωμοδότηση του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου προκύπτει ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη διάταξη του Αλλοδαπού Δικαίου που να ορίζει την έννοια της οικογένειας και συνεπώς τους δικαιούμενους Ψυχικής Οδύνης (όπως άλλωστε συμβαίνει και στο Ελληνικό Δίκαιο); 
Η νομολογία μας όταν θέλει έχει αποδείξει ότι μπορεί να βρει διεξόδους. (βλ. μεταξύ των άλλων και κατωτέρω δημοσιευόμενη Σελ. 461 Εφ..Αθ. 6680/2008 που δέχθηκε ότι εάν δεν μπορεί να προσδιορισθεί κατά το Αλλοδαπό δίκαιο η έννοια της οικογένειας, τότε θεωρείται ότι ταυτίζεται με το Ελληνικό.
Τέλος θα θέλαμε να αναρωτηθούμε, τι θα συμβεί σε άλλους χώρους του δικαίου μας, εάν ήθελε υποτεθεί ότι τίθεται εκποδών η διάταξη του ΑΚ 26, σε υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως επί παραδείγματος χάριν σε διεθνείς συμβάσεις; 
Φρονούμε ότι η ατυχής νομολογιακά πορεία που έλαβε το θέμα αυτό θα λυθεί με βάση το περί δικαίου αίσθημα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου, όπως συνέβη και στο παρελθόν. ΕΥΞΩΜΕΘΑ 
Επί του θέματος αυτού θα επανέλθουμε προσεχώς, με σχετική αρθρογραφία και νομολογία.



Κείμενο Απόφ.Α.Π. 1847/2009

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1991, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρμόστηκε (υπαγωγικός συλλογισμός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα σχετικά με τις συνθήκες πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος, κατά το οποίο θανατώθηκε ο συγγενής των εναγόντων, και την επίδραση που είχε στο θανατηφόρο τραυματισμό του η έλλειψη χρήσης προστατευτικού κράνους: \”Την 10η Νοεμβρίου 2001 και περί ώρα 16.30\’, ο ΑΑ, σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγόντων, οδηγώντας το υπ\’ αριθ … δίκυκλο μοτοποδήλατο, κυριότητας του δευτέρου ενάγοντος (Ψ2) γιού του, εκινείτο επί της επαρχιακής οδού …-… με κατεύθυνση προς … . Η οδός αυτή, πλάτους 6,40 μέτρων, είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας, λόγω στενότητας, ανά κατεύθυνση, στο κέντρο της οποίας υπάρχει διπλή διαχωριστική γραμμή, η οποία, λόγω της παλαιότητας, δεν ήταν εμφανώς ορατή. Σε τρία σημεία της οδού η άνω διπλή διαχωριστική γραμμή είναι διακεκομμένη, ώστε να είναι επιτρεπτή η είσοδος των οχημάτων σε παρακείμενα συνεργεία αυτοκινήτων, που βρίσκονται αριστερά του ρεύματος πορείας που οδηγεί προς … . Την ίδια στιγμή ομορρόπως και έμπροσθεν του μοτοποδηλάτου κινείτο το υπ\’ αριθ … ΦΙΧ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, Χ, κυριότητας της ΑΕ με την επωνυμία \”____\”, η οποία δεν είναι διάδικος, όπως έχει εκτεθεί, ήταν δε ασφαλισμένο το όχημα αυτό για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία. Λόγω της βραδυπορίας του φορτηγού αυτοκινήτου που προπορευόταν του μοτοποδηλάτου ο άνω οδηγός του τελευταίου, ΑΑ, επιχείρησε να προσπεράσει τούτο αναπτύσσοντας ταχύτητα, εισελθών στο αντίθετο ρεύμα πορείας, αν και τούτο απαγορευόταν λόγω της διπλής διαχωριστικής γραμμής, ήταν δε συνάμα και επικίνδυνο, διότι από το σημείο εκείνο εξέρχονταν αυτοκίνητα από το παρακείμενο συνεργείο, που βρίσκεται αριστερά σε σχέση με την πορεία του. Στο ύψος του συνεργείου αυτού, όπου η διαχωριστική γραμμή είναι διακεκομμένη και ενώ η προσπέραση ήταν εν εξελίξει, ο εναγόμενος οδηγός του φορτηγού, αφού ανέκοψε προς στιγμή την ήδη χαμηλή ταχύτητα του οχήματός του, εντελώς ξαφνικά, χωρίς να κάνει χρήση του αριστερού δείκτη κατεύθυνσης (φλάς) και ανέλεγκτα άλλαξε την πορεία του προς τα αριστερά, με σκοπό να εισέλθει στο προαναφερόμενο συνεργείο αυτοκινήτων. Η κίνησή του αυτή είχε ως συνέπεια να ανακόψει την πορεία του μοτοποδηλάτου, το οποίο επέπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του στην αριστερά μεσαία πλευρά του φορτηγού αυτοκινήτου και να συρθεί από αυτό περίπου τρία μέτρα στο χώρο του συνεργείου αυτοκινήτων, όπου σταμάτησε το φορτηγό. Η σύγκρουση συνέβη στο μέσον περίπου του αντίθετου ρεύματος πορείας των εμπλακέντων σ\’ αυτή (σύγκρουση) οχημάτων και στο ύψος της εισόδου του συνεργείου αυτοκινήτων, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο ΑΑ είχε εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα πορείας. Αποτέλεσμα της συγκρούσεως ήταν να τραυματιστεί βαρύτατα ο οδηγός του μοτοποδηλάτου, ο οποίος υπέστη ενδοεγκεφαλική αιμορραγία λόγω της οποίας, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε ο θάνατός του, μετά από τέσσερις ημέρες, γεγονός που δεν αμφισβητείται. Υπό τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα (αμέλεια) και των δύο οδηγών, οι οποίοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν να καταβάλουν, επιδεικνύοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, κάτω από ανάλογες συνθήκες, δεν οδηγούσαν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους, ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να προβούν στους απαιτούμενους χειρισμούς. Ειδικότερα, ο μεν εναγόμενος οδηγός επιχείρησε ανέλεγκτα και χωρίς να κάνει χρήση του δείκτη αλλαγής πορείας, να στρίψει αριστερά, χωρίς να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι μπορούσε να πράξει τούτο ακινδύνως για τα όπισθεν αυτού κινούμενα οχήματα, ο δε οδηγός του μοτοποδηλάτου (θανών), διότι επιχείρησε προσπέραση εισελθών στο αντίθετο ρεύμα πορείας, αν και τούτο απαγορευόταν. Το ποσοστό συνυπαιτιότητας που βαρύνει τον εναγόμενο οδηγό ανέρχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου σε 60%, διότι αυτός κυρίως συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος, το δε θανόντα σε 40%. Όμως, στην επέλευση του θανάτου του συνετέλεσε επί πλέον κατά ποσοστό 30% και ο θανών, διότι δεν έφερε προστατευτικό κράνος, γεγονός που επίσης δεν αμφισβητείται και δεδομένου ότι επλήγη στο κεφάλι, όπου δέχθηκε τα καίρια κτυπήματα.
Συνεπώς, η ένσταση των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού, αφενός μεν στην πρόκληση του ατυχήματος και αφετέρου στην επέλευση του θανάτου του, πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο οδηγός του φορτηγού έκανε χρήση του δείκτη αλλαγής κατεύθυνσης και αυτό κατατέθηκε και από το μάρτυρά τους, …, πλην όμως η κατάθεση αυτή δεν είναι πειστική. Τούτο διότι, ο παραπάνω μάρτυρας, που φέρεται ως αυτόπτης, χωρίς, πάντως, να αναγράφεται ως μάρτυρας στην έκθεση αυτοψίας, ενώ κατέθεσε ότι είδε τον εναγόμενο οδηγό να έχει \”ανάψει φλάς\” τη στιγμή που έστριβε, εν τούτοις αυτός δεν είδε καθόλου το μοτοποδήλατο, γιατί δεν του το επέτρεπε η θέση του (επάνω στη ράμπα του συνεργείου) και, αντιφατικά προς το τελευταίο περιστατικό, ανέφερε ότι το μοτοποδήλατο μπορεί να έτρεχε με 80 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ, όπως αποδείχθηκε, λόγω της παλαιότητάς του, δεν μπορούσε το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο να αναπτύξει αυτήν την ταχύτητα\”. Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος με την οποία απέδιδε κακή εκτίμηση των αποδείξεων στην πρωτόδικη απόφαση σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και την απόδοση υπαιτιότητας σ\’ αυτόν για την πρόκληση αυτού και συνυπαιτιότητας στο θύμα κατά τα ίδια ποσοστά. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και ειδικότερα αναφορικά με την υπαίτια συμπεριφορά του αναιρεσείοντος οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και του θανόντος οδηγού του μοτοποδηλάτου και την ύπαρξη ή όχι αιτιώδους συνάφειας από τις ανωτέρω συμπεριφορές στην επέλευση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος που είχε ως συνέπεια τη θανάτωση του οδηγού του μοτοποδηλάτου. Το Εφετείο περιλαμβάνει λεπτομερείς αναφορές στους λόγους που καταφάσκουν την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου για την πρόκληση του ατυχήματος (αλλαγή κατεύθυνσης προς τα αριστερά χωρίς να κάνει χρήση του δείκτη αλλαγής πορείας και αποκλεισμός της πορείας του μοτοποδηλάτη) κατά το οποίο επήλθε ο τραυματισμός του θύματος έτσι ώστε υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής (υπαίτιας συμπεριφοράς) και του θανάτου του κριθέντος συνυπαιτίου θύματος. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, και το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, ούτε δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ενώ ορθά υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά στις έννοιες της αιτιώδους συνάφειας και της αμέλειας, η παραδοχή δε επιπλέον συνυπαιτιότητας από την παράλειψη του θύματος να φέρει κράνος αναφέρεται στην έκταση της ζημίας και όχι στην πρόκληση αυτή καθεαυτή του ατυχήματος στην οποία συντρέχει υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος. Κατ\\\’ ακολουθίαν, το Εφετείο δεν παραβίασε, αλλά σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 297, 298, 300 και 914 ΑΚ και ο πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.


Ψυχική Οδύνη 
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο μετά τις παραδοχές του σχετικά με τις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος και την κατάφαση της υπαιτιότητας του αναιρεσείοντος οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου , καθώς και τη συνυπαιτιότητα του θύματος δέχθηκε τα ακόλουθα σχετικά με το αίτημα των εναγόντων για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του συγγενούς τους: \”Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο θανών ΑΑ, αλβανικής υπηκοότητας, διέμενε όσο ζούσε, στο …, ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος, ηλικίας 47 ετών, υγιής, έγγαμος με την πρώτη ενάγουσα και πατέρας του εκπροσωπούμενου απ\’ αυτήν ανηλίκου τέκνου τους Ψ6, όπως και του δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτης των εναγόντων. Διαβίωναν όλοι μαζί στην οικία τους στο παραπάνω χωριό και συνδέονταν με δεσμούς αμοιβαίας αγάπης και στοργής, έχοντας αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους. Από το θάνατο του συζύγου και πατέρα τους οι ενάγοντες δοκίμασαν αισθήματα ψυχικού πόνου και θλίψης, για την απάμβλυνση των οποίων πρέπει να τους επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το ύψος αυτής, ενόψει του βαθμού της υπαιτιότητας των εμπλακέντων οδηγών, των συνθηκών και περιστάσεων υπό τις οποίες συνέβη το θανατηφόρο ατύχημα, του ψυχικού δεσμού του θανόντα με τους ενάγοντες, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, πλην βεβαίως της τρίτης των εναγομένων, ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 40.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα. Με τα δεδομένα αυτά η εκκαλουμένη απόφαση δεν έσφαλε με το να καταλογίσει στον θανόντα ΑΑ συνυπαιτιότητα 40% και επί πλέον 30%, επειδή δεν έφερε κράνος , γι\’ αυτό οι σχετικοί λόγοι εφέσεως πρέπει ν\’ απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Αντιθέτως, έσφαλε με το να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης μικρότερη της παραπάνω επιδικασθείσας (ήτοι 20.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και τον ανήλικο Ψ6 και από 25.000 ευρώ για καθένα από τα λοιπά τέκνα του θανόντος), γι\’ αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της εφέσεως των εναγόντων, ως ουσιαστικά βάσιμος\”. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ αλλά και των άρθρων 914, 932 ΑΚ. Κρίνοντας έτσι όμως το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τη συνδρομή του συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος και την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος. Ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Ψυχική Οδύνη & Ηθική Βλάβη & Υψος επιδικαζομένων κονδυλίων
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά τη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που οφείλεται στο δικαιούχο βάσει της ΑΚ 932 αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση αυτή σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως (αριθμός 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ), είτε εκ πλαγίου (αριθμός 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), είτε παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Επομένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτε και από άποψη παραβιάσεως ή μη της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγματικότητας διατάξεως νόμου και συγκεκριμένα αν ο νομοθετικός περιορισμός ενός συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή ο έλεγχος από άποψη τηρήσεως της αρχής αυτής γίνεται μεταξύ αφενός μεν της συνταγματικής διατάξεως, που προστατεύει κάποιο δικαίωμα, αφετέρου δε της νομοθετικής διατάξεως, που το περιορίζει. Έξω, όμως, από το πεδίο αυτό τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρμόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά εφαρμόζουν την οικεία διάταξη του νόμου, ο οποίος αναθέτει σ\\\’ αυτά να αποφασίζουν. Επομένως, δικαστική απόφαση, που δεν προέβη σε συγκεκριμένη περίπτωση στον προσδιορισμό εύλογης χρηματικής αποζημίωσης του άρθρου 932 ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά είναι εσφαλμένη και θα ελεγχθεί με τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα, με βάση τους κανόνες που το ίδιο άρθρο, θέτει και στα πλαίσια, που οι ρυθμίζουσες τα ένδικα μέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο (ΟλΑΠ 6/2009). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, παραβιάζοντας τη διάταξη 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και αυτών των άρθρων 914, 932 ΑΚ κατά την επιδίκαση του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στους ενάγοντες, διότι το επιδικασθέν ποσό σε καθένα από αυτούς είναι υπέρμετρα ασύνηθες υψηλό. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν παραπάνω ο ανωτέρω λόγος (τέταρτος) αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι η ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου δεν υπόκειται απευθείας σε έλεγχο μέσω της αρχής της αναλογικότητας και διότι δεν πρόκειται για ανεπάρκεια της αιτιολογίας, αλλά με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων, το εκ των οποίων πόρισμα εκτίθεται σαφώς.

Ψυχική Οδύνη Αλλοδαπών & Εφαρμοστέο Δίκαιο
IV. Το άρθρο 26 ΑΚ ορίζει ότι οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Κατά το δίκαιο που ορίζει η διάταξη αυτή κρίνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα ζητήματα: Αν η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί αδίκημα, αν η υπαιτιότητα αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος και της υποχρεώσεως για αποζημίωση, αν και βάσει ποίων προϋποθέσεων θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος κάποιου άλλου, ποια είναι το είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης (άρθρα 914, 297, 298 για την περιουσιακή ζημία και 932 για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης, 931 ΑΚ), πότε η πράξη είναι παράνομη, ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση, αν μεταξύ της πράξεως και της ζημίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια, ποιες είναι οι συνέπειες του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, πότε παραγράφεται η σχετική αξίωση, αν, σε περίπτωση θανατώσεως του προσώπου τα μέλη της οικογένειάς του έχουν ή όχι εξ ιδίου δικαίου προσωπική αξίωση κατά των υποχρέων. Δεν είναι όμως η μόνη εφαρμοστέα διάταξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Μπορεί να καταστεί αναγκαία η προσφυγή και σε άλλη διάταξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Έτσι για την κρίση του θέματος αν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 ΑΚ (ανάλογα δηλαδή αν πρόκειται για σύζυγο ή τέκνα, ΑΠ 3/2007). 
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρά το γεγονός ότι δέχεται πως ο αποβιώσας, θανατωθείς κατά το επίδικο τροχαίο ατύχημα που συνέβη σε ελληνικό έδαφος, είχε αλβανική υπηκοότητα, προκειμένου να καταλήξει στο πόρισμά του ότι οι ενάγοντες, σύζυγος και τέκνα αυτού, δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του συγγενούς του εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο. Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται παραπάνω, το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο και όχι τις εφαρμοστέες, κατά τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, διατάξεις του αλβανικού δικαίου, δοθέντος ότι ενόψει της αλβανικής ιθαγενείας του θανατωθέντος και των εναγόντων οικείων η διαφορά φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας που καθιστά αναγκαία την προσφυγή στις οικείες διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ. Έτσι κατά την πλειοψηφούσα γνώμη με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις αυτές, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης που αποδίδει στην απόφαση την ανωτέρω πλημμέλεια είναι βάσιμος. 

Contra Μψφ.
Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών αυτού του Δικαστηρίου και ειδικότερα του Προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη Βασιλείου Ρήγα και της Αρεοπαγίτη Γεωργίας Λαλούση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος για τους ακόλουθους λόγους. Σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο του τόπου, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η σχέση, που δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 14/1997) και επομένως σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο καθορίζεται και ποιος είναι ο δικαιούχος της αποζημίωσης. Ειδικότερα, σε περίπτωση θανάτωσης αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος από αδικοπραξία εφαρμόζεται το άρθρο 932 ΑΚ, το οποίο προβλέπει ότι μπορεί να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Ο κύκλος των προσώπων που ανήκει στην οικογένεια του θύματος έχει προσδιοριστεί νομολογιακά με ερμηνεία της αόριστης νομικής έννοιας \”οικογένεια\” και μόνο η εγκυρότητα ή όχι της ύπαρξης συγγενικής σχέσης θα κριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13, 14, 17, 18, 22, 23 ΑΚ. Έτσι στην προκείμενη επίδικη περίπτωση, κατά τη μειοψηφούσα άποψη, εφόσον σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης οι ενάγοντες είναι αποδεδειγμένα σύζυγος και τέκνα του θανατωθέντος στο ατύχημα, το Εφετείο ορθά εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο και ο σχετικός λόγος είναι αβάσιμος. Κατ\’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον η απόφαση σχετικά με τον ανωτέρω λόγο λαμβάνεται με διαφορά μιας ψήφου, πρέπει ο λόγος αυτός να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ β\’ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει τον πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο από τους λόγους της αναίρεσης κατά της 411/2005 απόφασης του Εφετείου Θράκης.

Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό πέμπτο λόγο της αναίρεσης.

Κρίθηκε
————————————————————-