facebook
Αρχική Νομολογία Αποζημίωση επί σωματικών βλαβών Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας & ΑΚ 931 150.000 ευρώ Βράχυνση κάτω Άκρου και Σπληνεκτομή (1) (Επιδικάζεται ΑΝΕΥ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία)

Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας & ΑΚ 931 150.000 ευρώ Βράχυνση κάτω Άκρου και Σπληνεκτομή (1) (Επιδικάζεται ΑΝΕΥ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία)

Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας – ΑΚ 931

150.000 ευρώ

Βράχυνση κάτω Άκρου και Σπληνεκτομή (1)

(Επιδικάζεται ΑΝΕΥ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία)

 Ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η επιδίκαση στον παθόντα ενός εύλογου χρηματικού ποσού λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το επιδικαζόμενο εύλογο χρηματικό ποσόν, κατά την ΑΚ 931, εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου.

 Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση επιδικάσθηκε στον ενάγοντα (ανήλικο παθόντα) ποσό 150.000 ευρώ, λόγω της μονίμου αναπηρίας που προξενήθηκε σ΄αυτόν εξαιτίας του ενδίκου ατυχήματος

Ηθική Βλάβη 100.000 ευρώ

Παράσταση Πολιτικής Αγωγής

για Ηθική Βλάβη ή Ψυχική Οδύνη

χωρίς επιφύλαξη για την επί πλέον αξίωση

παράγει δεδικασμένο – Εξαιρέσεις (2)

  Αν από το ποινικό δικαστήριο επιδικάσθηκε ολόκληρο το αιτηθέν ποσόν χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ο δικαιούχος προκειμένου να δυνηθεί να απαιτήσει με μεταγενέστερη αγωγή ενώπιον του αστικού δικαστηρίου μεγαλύτερο ποσό, θα πρέπει να έχει διατυπώσει επιφύλαξη στο ποινικό δικαστήριο, καθιστώντας έτσι σαφές ότι ασκεί μέρος της αξιώσεώς του.

  Εξαίρεση ισχύει στις περιπτώσεις που η παράσταση πολιτικής αγωγήςγίνεται για συμβολικό ποσόν για την υποστήριξη και μόνον της κατηγορίας, ή για ασήμαντο ποσόν ενόψει του είδους της αδικοπραξίας, πράγμα που μπορείνα συνάγεται και ερμηνευτικά.

 Η τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου που έκρινε επί πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνηςπαράγει δεδικασμένο κατά την έννοια των άρθρων 321, 324 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, αν από το ποινικό δικαστήριο επιδικάσθηκε ολόκληρο το αιτηθέν ποσόν χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ο δικαιούχος προκειμένου να δυνηθεί να απαιτήσει με μεταγενέστερη αγωγή ενώπιον του αστικού δικαστηρίου μεγαλύτερο ποσό, θα πρέπει να έχει διατυπώσει επιφύλαξη στο ποινικό δικαστήριο, καθιστώντας έτσι σαφές ότι ασκεί μέρος της αξιώσεώς του.

 Εξαίρεση ισχύει στις περιπτώσεις που η παράσταση πολιτικής αγωγής γίνεται για συμβολικό ποσόν για την υποστήριξη και μόνον της κατηγορίας, ή για ασήμαντο ποσόν ενόψει του είδους της αδικοπραξίας, πράγμα που μπορεί να συνάγεται και ερμηνευτικά. Εξάλλου, το δεδικασμένο δεν ισχύει για άλλο εις ολόκληρο υπόχρεο με τον κατηγορούμενο, μη διάδικο στην ποινική δίκη, λόγω έλλειψης ταυτότητας διαδίκων.

 Ενταύθα με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι δεν δημιουργείται απαράδεκτο λόγω δεδικασμένου από την ποινική απόφαση, καθ’ ο μέρος αφορά την πολιτική αγωγή το άνω ενάγοντος, διότι είναι προφανές ότι το ποσόν των 44 ευρώ που ζήτησε ως χρηματική ικανοποίηση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, είναι ασήμαντο, και εντεύθεν συμβολικό για υποστήριξη και μόνον της κατηγορίας.

 Επομένως, συνάγεται ερμηνευτικά ότι άσκησε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέρος μόνον της αξιώσεώς του για χρηματική ικανοποίηση, και ως εκ τούτου είχε δικαίωμα να διεκδικήσει το επί πλέον με την κρινόμενη αγωγή.

  Άλλωστε, και αν ήθελε υποτεθεί ότι παρήχθη δεδικασμένο από την ποινική απόφαση, αυτό δεν ισχύει για τη δευτέρα των εναγομένων ασφαλιστική εταιρία, διότι δεν ήταν διάδικος στην ποινική δίκη.

 Ενταύθα επιδικάσθηκε ποσό 100.000 ευρώ (α;ντί των 40.000 ευρώ  – πρωτοδίκως επιδικασθέντων).

Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης Ανηλίκου

Δικαιούχος των Νοσηλίων ο Ανήλικος

και όχι οι καταβαλλόντες γονείς (3)

 Στην περίπτωση κατά την οποία οι γονείς ανηλίκου παθόντος καταβάλουν την δαπάνη νοσηλίων (ή και άλλη σχετική δαπάνη για την αποκατάσταση της υγείας του), δικαιούχος της σχετικής αξιώσεως αποζημιώσεως είναι ο ίδιος ο ανήλικος, έστω και αν αυτός δεν κατέβαλε τις σχετικές δαπάνες, και όχι οι γονείς του, οι οποίοι ως τρίτοι εμμέσως ζημιούμενοι δικαιούνται αποζημιώσεως μόνον στην εξαιρετική  περίπτωση του άρθρου 929 εδ. β΄ ΑΚ, στην οποία δεν περιλαμβάνονται οι ανωτέρω αξιώσεις.

 Ενταύθα κρίθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμητην αγωγή, ως  προς τα αιτήματα αποζημιώσεως των γονέων του παθόντος ανηλίκου, σε σχέση με το δάνειο που συνήψε ο πατέρας αυτού, για να αντιμετωπίσει τα έξοδα νοσηλείας του τραυματισθέντος υιού τους, αλλά και για τα εισοδήματα που απώλεσαν (και θα απωλέσουν στο μέλλον αμφότεροι), από την εργασία τους  – προκειμένου να του συμπαρασταθούν και να τον περιθάλψουν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του –  δεχόμενο ότι δεν δικαιούνταιτης άνω αιτουμένης για τον εαυτό τους αποζημιώσεως, ως εμμέσως ζημιούμενοι, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης των άνω εναγόντων πρέπει να απορριφθούν.

Αποκλειστική Νοσοκόμος

 η μητέρα

Συμπεριλαμβανομένης και της δαπάνης

 ημερήσιας διατροφής της κατά τον χρόνο νοσηλείας

Τις υπηρεσίες της αποκλειστικής νοσοκόμου προσέφερε, η μητέρα του, η οποία, εγκαταλείποντας τις λοιπές ασχολίες της, αφοσιώθηκε, με υπερένταση των δυνάμεών της, στη φροντίδα του παραμένοντας δίπλα του επί 24ωρου βάσεως. Συνεπώς, ανεξαρτήτως αν ουδέν ποσόν κατέβαλε στη μητέρα του ως αμοιβή για τις υπηρεσίες της αυτές, δικαιούται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, ως αποζημίωση, το ποσόν το οποίο οπωσδήποτε θα κατέβαλε ως αμοιβή σε τρίτο πρόσωπο, για ανάλογες υπηρεσίες. Εντάυθα επιδικάσθηκε ποσό 8.100 ευρώ (20 ευρώ, ημερησίως, Χ 30 ημέρες =  600 ευρώ μηνιαίως Χ 13 ½ μήνες).

  Πέραν δε του ποσού αυτού ο ενάγων (παθών) δικαιούται επί πλέον ως αποζημίωση και το ποσόν των 1.020 ευρώ, το οποίο δαπάνησε, καταβάλλοντας 10 ευρώ, ημερησίως, για τη διατροφή της μητέρας του, η οποία, όπως προεκτέθηκε, τον συνόδευε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των 102 ημερών, κατά το οποίο διήρκεσε η νοσηλεία του στο Νοσοκομείο.

Μεταβίβαση Εμπραγμάτων Δικαιωμάτων

των άνευ αδείας κυκλοφορίας οχημάτων

 Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 722/1977, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 7 και 8 του Ν. 1473/1984, ως τίτλος κυριότητας των χωρίς αριθμό κυκλοφορίας επιβατηγών αυτοκινήτων και επιβατηγών μοτοσικλετών καθορίσθηκε:

   α) το πιστοποιητικό που εκδίδεται από το τελωνείο για τα αυτοκίνητα που εισάγονται από το εξωτερικό,

  β) το πιστοποιητικό του κατασκευαστή για όσα αυτοκίνητα κατασκευάζονται στην Ελλάδα και

  γ) το πιστοποιητικό της κυριότητας για όσα αυτοκίνητα προέρχονται από την ΟΔΔΥ και εκδίδεται από την οικεία υπηρεσία.

  Για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ως άνω αυτοκινήτων και μοτοσικλετών, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου, απαιτείται πράξη των μερών, που αναγράφεται με τη φροντίδα και ευθύνη τους στα προεκτεθέντα πιστοποιητικά, εφόσον προηγουμένως έχει  βεβαιωθεί στο πιστοποιητικό, από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο ότι, καταβλήθηκαν οι κάθε φύσεως οικονομικές επιβαρύνσεις.

 Εάν όμως έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας τότε αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, αποτελεί και τον τίτλο κυριότητας.

  Σκοπός της ειδικής αυτής νομοθετικής ρύθμισης του Ν.722/1977, αναφορικά με τον τρόπο κτήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας των ανωτέρω οχημάτων είναι η καθιέρωση του τύπου της εμπράγματης δικαιοπραξίας με σκοπό τηναπόδειξη της κυριότητας στα εν λόγω αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες κατά τρόπο αναμφίβολο.

 Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε κατ΄έφεση αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης το σχετικό αγωγικό κονδύλι, που αφορά την αποζημίωση για την ολοσχερή καταστροφή μοτοσυκλέτας καθότι, δεν εκτίθεταιστην αγωγή με ποιον από τους ανωτέρω περιοριστικά αναφερόμενους στο Ν. 722/1977 τρόπους περιήλθε στον πρώτο των εναγόντων, η άνευ αριθμού κυκλοφορίας δίκυκλη μοτοσικλέτα, την οποία οδηγούσε ο υιός του και καταστράφηκε ολοσχερώς κατά το επίδικο ατύχημα.

Σύγκρουση Καθέτως Κινουμένων

ΙΧΦ και μοτοσυκλέτας

Παραβίαση ΣΤΟΠ

 Αποκλειστική υπαιτιότητα του παραβιάσαντος ρυθμιστική πινακίδα ΣΤΟΠ, οδηγού ΙΧΦ, ο οποίος εισήλθε ανεξέλεγκτα στη διασταύρωση με αποτέλεσμα να εμβολίσει την καθέτως κινουμένη μοτοσυκλέτα, που είχε εισέλθει ήδη στην διασταύρωση,  ο οδηγός της οποίας  Δεν κατέστη δε δυνατόν να αποφύγει τη σύγκρουση με τροχοπέδηση ή αποφευκτικό ελιγμό, λόγω της απρόβλεπτης και αιφνιδιαστικής εισόδου του αυτοκινήτου του πρώτου των εναγομένων στη διασταύρωση.

Άδεια Ικανότητας Οδήγησης – Έλλειψη

Δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια

με την πρόκληση του ατυχήματος

 Ο ενάγων (παθών) οδηγός της μοτοσυκλέτας οδηγούσε αυτή χωρίς να έχει εφοδιασθεί με την προβλεπομένη υπό του νόμου άδεια ικανότητας οδηγήσεως, όμως, το γεγονός αυτό δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της συγκρούσεως, διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, εκινείτο επί της οδού σύννομα.

ΙΚΑ – Υποκατάσταση

μέχρι του ποσού που οφείλει στον δικαιούχο

και όχι για το υπερβάλον ποσό που δικαιούται ο παθών (4)

  Αν για την μεταβιβασθείσα στο ΙΚΑ απαίτηση ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως από τον αρχικό φορέα αυτής παθόντα, η αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος. Όριο της μεταβιβάσεως είναι το ποσόν των ασφαλιστικών παροχών που οφείλει το ΙΚΑ στο δικαιούχο.

  Αν λοιπόν η απαίτηση αποζημιώσεως τούτου κατά του υπόχρεου τρίτου είναι μεγαλύτερη από το ποσόν των οφειλομένων από το ΙΚΑ ασφαλιστικών παροχών, η μεταβίβαση χωρεί μέχρι του ποσού που το τελευταίο οφείλει, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσόν η αξίωση αποζημιώσεως διατηρείται στο πρόσωπο του παθόντος

Δικονομικά Ζητήματα

Αοριστία Αγωγής – Πότε (5)

το δευτεροβάθμιο την ερευνά και αυτεπαγγέλτως

 Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται με σαφήνεια εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται προς θεμελίωση των αξιώσεων του ενάγοντος,

ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ασαφή ή ελλιπή, τότε η έλλειψη αυτή, (πουδεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων), καθιστάμη νομότυπη την άσκηση της αγωγής και επιφέρει την απόρριψή της ωςαπαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής σχετικής ενστάσεως, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο καθόσον η αοριστία ανάγεται στην προδικασία και αφορά τη δημόσια τάξη.

 Αν η αγωγή που έγινε πρωτοδίκως δεκτή εν όλω ή εν μέρει είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, (επί εφέσεως του εναγομένου), μπορεί να εξετάσει τις άνω ελλείψεις και χωρίς την υποβολή σχετικού παραπόνου, και να απορρίψει την αγωγή, αρκεί ο εναγόμενος να ζητεί την απόρριψή της, και να μην έχει εκδοθεί γι’ αυτόν επιβλαβέστερη απόφαση, χωρίς αντέφεση του ενάγοντος.

Τροχαία με Ανηλίκους

Ενηλικίωση Διαδίκου (6)

Εφόσον ενηλικιωθεί ο ανήλικος πριν περατωθεί η δίκη, γίνεται ικανός για κάθε δικαιοπραξία και για παράσταση στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, συνεπώςπαύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νομίμου εκπροσώπου του και στο εξής χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης  κατά το άρθρο 286 επ. ΚΠολΔ, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του ενηλικιωθέντος πλέον διαδίκου.

Απόφ.Εφ.Λάρ.798/2010

Προεδρεύων: Ναπολέοντας Ζούκας

Εισηγητής: Ευαγγελία Καρδάση

Δικηγόροι: Χαράλ. Τσιρογιάννης –  Παναγιώτης Τσέλιος – Σταύρος Μανίκας

Σχόλια – Παρατηρήσεις

   

1)    Παράσταση Πολιτικής Αγωγής για την καταδίκη – παράγει δεδικασμένο εάν ο παθών δεν επιφυλάχθηκε ότι ασκεί μέρος της αξιώσεώς του

Εξαιρέσεις

Βλ. σχετικώς και Εφετ Πειρ. 774/1999 ΣΕΣυγκ Δ 1999/470 επ., η οποία έκαμε δεκτά όλα τα αιτήματα των αγωγών των πολιτικώς εναγόντων και επεδίκασε τα αιτηθέντα (μικρά) ποσά για ψυχική οδύνη, των 1.500.000 γιά κάθε γονέα και των 1.000.000 σε κάθε ένα από τους 4 αδελφούς, ενώ απέρριψε την ένσταση περί απαραδέκτουτης σχετικής αγωγής λόγω δεδικασμένου εκ της επιδικάσεως υπό του Ποινικού Δικαστηρίου στον παραστάντα ως Πολιτικώς ενάγοντα του αιτηθέντος ποσού των 15.000 δρχ χωρίς επιφύλαξη (διά την επί πλέον), με το αιτιολογικό ότι με την επιδίκαση του στοιχειώδους αυτού ποσού των 15.000 ΔΕΝ ΕΞΑΝΤΛΕΙΤΑΙ η εύλογος αξίωση για ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ ή ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ του δικαιούχου παθόντος (μετά των σχετικών δικογράφων, χρησίμων δια την πρακτική ΣΕΣυγκΔ 199/474 επ.)

( ΣΣ Εύγε και εύσχημα οφείλουμε να απονείμουμε στην κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση για το σχετικό θέμα που αποδεικνύει ότι όταν η δικαιοσύνη τολμά μπορεί να ξεπεράσει τους δικονομικούς σκοπέλους ώστε η δικονομία να μην τρώει την ουσία).

2)    Σπληνεκτομή

 βλ. σχετικώς Άρθρο Μιχαήλ Ονουφριάδη <<Οι κακώσεις του σπληνός σε τροχαία ατυχήματα και η απότοκος σπληνεκτομή ως αιτία μονίμου αναπηρίας – Σύγχρονες Νομολογιακές περιπτώσεις>>  ΕΣυγκΔ 2011/210

 Σπληνεκτομή – Αναπηρία 25% – Επιδικάσθηκαν  25.000 ευρώ εξ ΑΚ 931 και100.000 ευρώ για Ηθική Βλάβη. Εφ.Αθ. 1470/2007, ΕΣυγκΔ 2011/236  

 Σπληνεκτομή – Αναπηρία 35% Επιδικάσθηκαν 60.000 ευρώ εξ ΑΚ 931 και 60.000ευρώ για Ηθική Βλάβη Εφ.Αθ. 4579/2010 ΕΣΑυγκΔ 2011/248 επ. Ομοίως και 70.000ευρώ εξ ΑΚ 932 Εφ.Λαρ. 5132/2008, ΕΣυγκΔ 2011/259

3)    Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης Ανηλίκου

 Δικαιούχος ο Ανήλικος παθών του οποίου τις δαπάνες Νοσηλείας του, κατέβαλε ο Πατέρας, ο οποίος και ΔΕΝ δικαιούται αποζημιώσεως, ΔΙΟΤΙ δεν καθίσταται ούτος από το λόγο αυτό “ζημιωθείς”, διότι στη δαπάνη αυτή υποβλήθηκε βάσει άλλης έννομης σχέσης (διατροφικής ενοχής), η οποία είναι άσχετη προς την αδικοπραξία και την αξίωση αποζημίωσης.

 Το  αίτημα των εναγόντων (γονέων του παθόντος ανηλίκου),για καταβολή αποζημιώσεως λόγω των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκαν για τη νοσηλεία και περαιτέρω φροντίδα του ανηλίκου τέκνου τους, (ως υπόχρεοι σε επιμέλεια και διατροφή του), η αγωγή τυγχάνει ενεργητικώς ανομιμοποίητη, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεδομένου ότι υποβάλουν το αίτημά τους αυτό, ως δική τους ατομική αξίωση από αδικοπραξία.  Μον.Πρ.Χαλκ. 56/2001 ΣΕΣυγκΔ 2002/570

 ΑΝΗΛΙΚΟΣ 14έτις-ΠΑΘΟΥΣΑ- Δικαιούχος Αποζημώσεως η ίδια και ΟΥΧΙ ο καταβαλών Πατήρ (ως εκ διατροφής υπόχρεως). Εφ.Αθ. 3339/1989 ΕΣυγκΔ 1990/430

4)    ΙΚΑ – Υποκατάσταση

 Βλ. και σχετικό Άρθρο Ονουφρίου Ονουφριάδη ΣΕΣυγκΔ 2001/198

 Αν η παροχή του Ι.Κ.Α. προς τον παθόντα, είναι ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ από τη ζημία, την οποία ο τελευταίος υφίσταται, λόγω της αδικοπραξίας, τότε στο Ι.Κ.Α. μεταβιβάζεται η μικρότερη απαίτηση, την οποία ο παθών έχει κατά του υπόχρεου τρίτου, στον παθόντα δε, δεν υπολείπεται αξίωση αποζημιώσεως κατά του τρίτου. Αν η παροχή του Ι.Κ.Α. είναι ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ , τότε ο παθών νομιμοποιείται να απαιτήσει μόνος τη ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ.  Εφ.Αθ. 444/2002 ΣΕΣυγκΔ 2003/152

 Αν η απαίτηση του παθόντος κατά των προς αποζημίωσιν υποχρέων του, είναι μεγαλυτέρα από την επιδότηση του ΙΚΑ προς τον παθόντα, δικαιούται ούτος να ζητήσει την προκύπτουσα διαφορά. Εφ.Πειρ. 311/1997 ΣΕΣυγκΔ 1997/26

5)    Αοριστία Αγωγής ως λόγος Αναιρέσεως

 Η νομική αοριστία της αγωγής, ελέγχεται ως  παραβίαση από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία, απ’ όσα απαιτεί ο νόμος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα.  

 Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθ. 559 αριθ. 8 ή 14 του Κ.Πολ.Δ., όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για την θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής. 

 Η αοριστία της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως (άρθ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκαν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν είχε προτείνει την αοριστία της αγωγής με λόγο εφέσεως. ΑΠ 500/2010 ΕΣυγκΔ 2010/151

6)    Ανήλικοι – Ενηλικίωση Διαδίκου

 Διακοπή της δίκης κατ άρθρο 286 Κ.Πολ.Δ. συνεπεία μεταβολής στο πρόσωπο του διαδίκου επέρχεται μόνο αν η μεταβολή αυτή συμβεί μέχρι το πέρας της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση. Επομένως, μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης με την ενηλικίωση κάποιου διαδίκου και πρέπει η κατά της απόφασης ασκούμενη έφεση να απευθυνθεί κατ- αυτού του διαδίκου (ενηλικωθέντος) στο δικό του όνομα, αλλιώς η έφεση είναι απαράδεκτη. Εφ. Δωδ.323/2001 ΣΕΣυγκΔ 2003/225

 Εκπροσώπησις (17ετούς) Ανηλίκου μετά την επελθούσαν (κατά την διάρκειαν του δικαστικού αγώνος) ενηλικίωσιν. Απορριπτέα η Ενστασις βιαίας διακοπής της δίκης (κατά παραδοχήν των προτάσεων των εναγόντων) ΔΙΟΤΙ η ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣτης βιαίας διακοπής της δίκης έδει να γίνει από τον ενηλικιωθέντα και όχι από τους μέχρι τότε νομίμους εκπροσώπους του (γονείς του), “δεδομένου ότι ο γιός των εξακολουθεί εκπροσωπείται από αυτούς”. Μον.Πρ.Αθ.1719/1989

 ΑΝΗΛΙΚΟΣ, ενηλικιωθείς, (με την συμλήρωση του 18ου έτους), Η έναντι αυτού δίκη, διεξάγεται ιδίω (τούτου) ονόματι, άνευ ανάγκης εκπροσωπήσεως του από τους ασκούντες την γονική μέριμνα, γονείς του. Εφ.Αθ.73/1989 ΣΕΣυγκΔ 1992/278

 Νομίμως συνεχίζεται η βιαίως διακοπείσα δίκη ως προς τις ενηλικιωθείσεςδιαδίκους, με δηλώσεις τους περί επαναλήψεως της δίκης από αυτές, που έγιναν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου πριν από την προφορική συζήτηση επί της ουσίας της υποθέσεως και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά (άρθρα 286 περ. α, 63 παρ. 1, 287 παρ. 1, 290 Κ.Πολ.Δ και 127 ΑΚ). ΑΠ 1080/2009 ΕΣυγκΔ 2009/375Σελ. 376

 Ο ανήλικος διάδικος που ενηλικιώθηκε μετά την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης αποφάσεως  μπορεί να ασκήσει αναίρεση στο δικό του όνομα  και όχι δια του μέχρι τότε νόμιμου εκπροσώπου του. Αλλιώς η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.  ΑΠ  874/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/147

Κείμενο Απόφ.Εφ.Λαρ. 798/2010

 Κατά το άρθρο 63 του ΚΠολΔ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και κατά το άρθρο 64 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νομίμους εκπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 ΑΚ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Άρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σ’ αυτό από τους γονείς του, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική του μέριμνα. Διάδικος, όμως, είναι ο ανήλικος, οι γονείς του δε απλώς αναπληρώνουν την έλλειψη ικανότητός του να παρίσταται ο ίδιος στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Εφόσον δε αυτός πριν να περατωθεί η δίκη ενηλικιωθεί, οπότε γίνεται ικανός για κάθε δικαιοπραξία και για παράσταση στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νομίμου εκπροσώπου του και στο εξής χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης  κατά το άρθρο 286 επ. ΚΠολΔ, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του ενηλικιωθέντος πλέον διαδίκου (βλ. ΕΑ 3702/1998 Δνη 1999, 1369, ΕΑ 2472/1998 Δνη 1999, 374, ΕΑ 10634/1988 Δνη 1999, 1115).

  Στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο κατάθεσης της ανωτέρω αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ήτοι στις 25-1-2008, ο εκ των εναγόντων Χ1, ήταν ανήλικος, καθόσον όπως προκύπτει από το αριθ. πρωτ. ______ πιστοποιητικό του Δημάρχου του Δήμου ____ αυτός γεννήθηκε στις 15-6-1990. Συνεπώς, παραδεκτώς η αγωγή ασκήθηκε από τους γονείς του για λογαριασμό του. Κατά την στις 12-11-2008, όμως, συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αυτός είχε ήδη ενηλικιωθεί. Εφόσον λοιπόν γνωστοποίησε τούτο στο δικαστήριο, νομίμως προχώρησε η διαδικασία με την συμμετοχή του ίδιου, παρισταμένου με το δικό του όνομα. Συνεπώς, ο λόγος της έφεσης του πρώτου των εναγομένων ότι δεν έπρεπε να προχωρήσει η διαδικασία με τη συμμετοχή του άνω ενηλικιωθέντος διαδίκου, αλλά να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω του ότι δεν ασκήθηκε από τον ίδιο, αλλά από τους γονείς του, πρέπει να απορριφθεί.

Αοριστία Αγωγής

  Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, αφού τηρηθούν όσα αναφέρονται στο άρθρο 118, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι τόσα όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση των αξιώσεων του ενάγοντος, να αναφέρονται δε αυτά με τέτοια σαφήνεια ώστε όχι μόνο να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει από αυτό, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξιώσεως, το δε δικαστήριο ελέγχου κατά νόμο της αγωγής. Συνεπώς, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα ανωτέρω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ασαφή ή ελλιπή, τότε η έλλειψη αυτή, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της αγωγής και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής σχετικής ενστάσεως είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο καθόσον η αοριστία ανάγεται στην προδικασία και αφορά τη δημόσια τάξη (αρθρ. 111, σε συνδ. με αριθ. 159 αριθ. 2 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1056/2002 Δνη 45,84, ΑΠ 305/2001 Δνη 42, 1318, ΑΠ 365/2000 Δνη 41, 1301).

Μεταβίβαση του ΑΝΕΥ αδείας κυκλοφορίας οχήματος

  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 722/1977, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 7 και 8 του Ν. 1473/1984, ως τίτλος κυριότητας των χωρίς αριθμό κυκλοφορίας επιβατηγών αυτοκινήτων και επιβατηγών μοτοσικλετών καθορίσθηκε, α) το πιστοποιητικό που εκδίδεται από το τελωνείο για τα αυτοκίνητα που εισάγονται από το εξωτερικό, β) το πιστοποιητικό του κατασκευαστή για όσα αυτοκίνητα κατασκευάζονται στην Ελλάδα και γ) το πιστοποιητικό της κυριότητας για όσα αυτοκίνητα προέρχονται από την ΟΔΔΥ και εκδίδεται από την οικεία υπηρεσία. Για τη μεταβίβαση δε της κυριότητας των ως άνω αυτοκινήτων και μοτοσικλετών, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου, απαιτείται πράξη των μερών που αναγράφεται με τη φροντίδα και ευθύνη τους στα προεκτεθέντα πιστοποιητικά και εφόσον προηγουμένως βεβαιωθεί στο πιστοποιητικό από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο ότι καταβλήθηκαν οι κάθε φύσεως οικονομικές επιβαρύνσεις. Τέλος, εφόσον έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας τότε αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, αποτελεί και τον τίτλο κυριότητας. Κατόπιν τούτων προβλέπεται στο νόμο για την άνω κατηγορία επιβατηγών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών ορισμένος τρόπος κτήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας σ’ αυτά, κατά μερική παρέκκλιση από τον τρόπο μεταβιβάσεως της κυριότητας στα κινητά πράγματα κατά την ΑΚ 1034, καθόσον αντικαθίσταται η απαιτουμένη με την εν λόγω διάταξη παράδοση της νομής του κινητού με τις διατυπώσεις του Ν. 722/1977 και καθιερώνεται τύπος για την εμπράγματη δικαιοπραξία, με σκοπό την απόδειξη της κυριότητας στα εν λόγω αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες κατά τρόπο αναμφίβολο (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ΑΚ 1034 αριθ. 32, σελ. 432, Κρητικό, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, εκδ. 2008, παρ. 50, 54, 55 και 56, σελ. 109, 110 και 111).

  Τέλος, λόγω του κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ως εκ τούτου, αν η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή εν όλω ή εν μέρει, επί εφέσεως του εναγομένου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή σχετικού παραπόνου να εξετάσει τις άνω ελλείψεις και να απορρίψει την αγωγή, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εναγόμενος και να μην εκδοθεί γι’ αυτόν επιβλαβέστερη απόφαση χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 1544/1980 ΝοΒ 29, 878, ΕΑ 7298/1993 Δνη 35, 1118, ΕφΚρ 490/1997 ΑρχΝ 1999, 119).

 

  Στην προκειμένη περίπτωση, με την ανωτέρω αγωγή ζητήθηκε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, σε ολόκληρο έκαστος, να καταβάλουν, εκτός των άλλων, ως αποζημίωση

1) στον πρώτο των εναγόντων, Χ2 το ποσόν των 1.340 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην προ της συγκρούσεως αγοραστική αξία της άνευ αριθμού κυκλοφορίας ολοσχερώς καταστραφείσας δίκυκλης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο υιός του, η οποία κατά τους ισχυρισμούς του ανήκε στην ιδιοκτησία του και 2) στον ήδη ενηλικιωθέντα ενάγοντα, Χ1, το ποσόν των 435,55 ευρώ, το οποίο αυτός κατέβαλε συνολικά, δαπανώντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα διάφορα ποσά για την αγορά φαρμάκων. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως ως προς αμφότερα τα ανωτέρω κονδύλια. Ως προς το πρώτο, διότι δεν εκτίθεται στην αγωγή με ποιον από τους ανωτέρω περιοριστικά αναφερόμενους στο Ν. 722/1977 τρόπους περιήλθε στον πρώτο των εναγόντων, Χ2, η άνευ αριθμού κυκλοφορίας δίκυκλη μοτοσικλέτα, την οποία οδηγούσε ο υιός του και καταστράφηκε ολοσχερώς κατά το επίδικο ατύχημα. Ως προς δε το δεύτερο, διότι δεν  προσδιορίζονται τα φάρμακα που αγόρασε ο παθών και ήδη ενηλικιωθείς ενάγων Χ1, ώστε να προκύψει αν αυτά, σε συνδυασμό και με τις οικείες ιατρικές βεβαιώσεις, σχετίζονται με τον τραυματισμό του, ούτε, επίσης, εξειδικεύεται το ποσόν που κατέβαλε για κάθε φάρμακο, αντίστοιχα, ώστε να προκύψει αν το ποσόν που ζητεί αντιστοιχεί στο συνολικά δαπανηθέν για το σκοπό αυτό. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή σε σχέση με αμφότερα τα ανωτέρω κονδύλια και στη συνέχεια δέχθηκε το πρώτο εξ αυτών εν μέρει, το δε δεύτερο εν όλω κατ’ ουσίαν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου. Ως εκ τούτου, οι σχετικοί με τα κονδύλια αυτά λόγοι της έφεσης των εναγομένων πρέπει να γίνουν δεκτοί και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Αφού δε διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, πρέπει η αγωγή σε σχέση με τον ενάγοντα, Χ1, να απορριφθεί ως αόριστη ως προς το προεκτεθέν κονδύλιο των φαρμάκων. Σε σχέση, όμως, με τον ενάγοντα, Χ2, ως προς τον οποίο η αγωγή έγινε δεκτή μόνον για το κονδύλιο της ολοσχερούς καταστραφείσας δίκυκλης μοτοσικλέτας, πρέπει, λόγω της αοριστίας της, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (αρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).

 Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης Ανηλίκου

  Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 929 και 930 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας δικαιούχος της σχετικής αξιώσεως  αποζημιώσεως  με  αντικείμενο  δαπάνες νοσηλείας  επί  προσβολής του σώματος ή της υγείας προσώπου, είναι το πρόσωπο που άμεσα προσβλήθηκε στο σώμα ή την υγεία του. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που η δαπάνη νοσηλίων ή άλλη συναφής δαπάνη για την αποκατάσταση της υγείας του προσβληθέντος καταβάλλεται από τρίτο πρόσωπο σε εκπλήρωση υποχρεώσεως επιβαλλομένης σ’ αυτό από το νόμο, όπως τούτο συμβαίνει με τους γονείς του ανηλίκου, οι οποίοι καλύπτουν τις σχετικές δαπάνες του υποστάντος βλάβη της υγείας του ανηλίκου στα   πλαίσια   εκπληρώσεων της βαρύνουσας αυτούς υποχρεώσεως διατροφής του ανηλίκου τέκνου τους (ΑΚ 1485, 1486). Και στην περίπτωση αυτή δικαιούχος της σχετικής αξιώσεως αποζημιώσεως είναι ο ίδιος ο ανήλικος, έστω και αν αυτός δεν κατέβαλε τις σχετικές δαπάνες, όχι δε οι γονείς του, οι οποίοι ως τρίτοι εμμέσως ζημιούμενοι δικαιούνται αποζημιώσεως μόνον στην εξαιρετική  περίπτωση του άρθρου 929 εδ. β΄ ΑΚ, στην οποία δεν περιλαμβάνονται οι αξιώσεις τους για δαπάνες νοσηλίων που κατέβαλαν για την αποκατάσταση της υγείας του ανηλίκου (βλ. ΑΠ 1918/2005 Δνη 2006, 429) ούτε οι αξιώσεις προσόδου που απώλεσαν και για δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν εξαιτίας της απασχόλησής τους με την περίθαλψή του και την παροχή προς αυτόν βοήθειας, διότι αυτές βαρύνουν τους ίδιους και όχι τον αμέσως ζημιωθέντα εκ της αδικοπραξίας ανήλικο (βλ. ΕφΛαμ 208/2005 ΝοΒ 54, 240, ΕΑ 36/2004 Δνη 46, 181, ΕφΠειρ 533/1987 Δνη 29, 737, ΕΑ 6386/1985 Δνη 26, 1375, Καύκα, ΕνοχΔ, εκδ. Δ΄, στα άρθρα 914 παρ. 1 και 928 παρ. 2 σημ. 1). Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή, ως  προς τα αιτήματα αποζημιώσεως των πρώτου και δευτέρας των εναγόντων, σε σχέση με το δάνειο που συνήψε ο πρώτος για να αντιμετωπίσει τα έξοδα νοσηλείας του τραυματισθέντος κατά το επίδικο ατύχημα υιού τους και για τα εισοδήματα που απώλεσαν και θα απωλέσουν στο μέλλον αμφότεροι, από την εργασία τους προκειμένου να του συμπαρασταθούν και να τον περιθάλψουν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του δεχόμενο ότι δεν δικαιούνται της άνω αιτουμένης για τον εαυτό τους αποζημιώσεως, ως εμμέσως ζημιούμενοι, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης των άνω εναγόντων πρέπει να απορριφθούν όπως και η έφεση τούτων στο σύνολό της κατ’ ουσίαν και να καταδικασθούν, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (αρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).

Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας – ΑΚ 931

 Κατά το άρθρο 931 ΑΚ «η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, κατά την επιδίκαση αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως «παραμόρφωση» νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαία κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και τις αντιλήψεις της ζωής. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξάρτητα από το φύλο, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει στις παροχές που προβλέπονται από τις ΑΚ 929 και 932, είναι δυνατόν να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του, δηλαδή στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής στο μέλλον του προσώπου, αλλά αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Η διατύπωση της ΑΚ 931 παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον η αναπηρία ή η παραμόρφωση επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές από τις ΑΚ 929 και 932. Για τη θεμελίωση της αυτοτελούς αυτής αξίωσης απαιτείται να συντρέξουν βέβαια περιστατικά πέρα από εκείνα που απαιτούνται για τη θεμελίωση αξιώσεων με βάση τις ΑΚ 929 και 932, τα οποία συνθέτουν την έννοια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης που επιδρά στο μέλλον του παθόντος, δηλαδή να συντρέξουν ιδιάζοντα περιστατικά, εκτός και πέραν εκείνων που χρειάζονται για τη στοιχειοθέτηση αξιώσεων κατά τις ΑΚ 929 και 932, από τα οποία ειδικά περιστατικά θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του. Πάντως, προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς εννόμου αγαθού που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνον στις σχέσεις των πολιτών προς το κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς η προστασία αυτή να συνδέεται αναγκαία με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η επιδίκαση στον παθόντα ενός εύλογου χρηματικού ποσού λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το επιδικαζόμενο εύλογο χρηματικό ποσόν, κατά την ΑΚ 931, εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου (βλ. ΑΠ 268/2008 Δνη 2008, 1623, ΑΠ 381/2007 ΝοΒ 2008, 873, ΑΠ 765/2007 Δνη 2008, 1368).

 Στην προκειμένη περίπτωση, στην ανωτέρω αγωγή εκτίθεται, μεταξύ άλλων, και ότι ο ενηλικιωθείς ενάγων, Χ,  ηλικίας 16 ετών, κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος, συνεπεία του τραυματισμού του υπέστη σοβαρό κάταγμα στο αριστερό άκρο, ρήξη σπληνός, πολλαπλά κατάγματα πλευρών με πvευμoθώpακα, κάταγμα λεκάνης, αριστερής κοτύλης, υπερκονδύλιο κάταγμα δεξιού μηριαίου οστού, συντριπτικό κάταγμα αριστερού μηριαίου οστού, ανοικτό κάταγμα κάτω πέρατος κνήμης – περόνης αριστερά με μεγάλη σύνθλιψη μαλακών μορίων και απόφραξη της πρόσθιας κνημιαίας αρτηρίας αριστερά. Παρά δε τη μακρά νοσηλεία του και τις πολύωρες και επίπονες εγχειρήσεις στις οποίες υποβλήθηκε, η πλήρης αποκατάσταση της υγείας του δεν επετεύχθη, διότι έλαβε χώρα σπληνεκτομή και τοποθέτηση Billan στο αριστερό ημιθωράκιο, προκλήθηκε βράχυνση στο αριστερό του πόδι κατά 3-4 cm και εμφανίζει μετατραυματικές κρίσεις που θα διαρκέσουν σε όλη του τη ζωή. Έτσι, ο τραυματισμός του είχε ως συνέπεια τη μόνιμη αναπηρία του και παράλληλα τη δημιουργία δύσμορφων ουλών σε εμφανή σημεία του σώματός του που θα έχουν δυσμενή επιρροή στην επαγγελματική και οικονομική του εξέλιξη στο μέλλον, λόγω του ότι θα μειονεκτεί έναντι των υγιών και αρτιμελών συναδέλφων του, αλλά και στις μελλοντικές κοινωνικές και οικογενειακές του συναναστροφές, ενόψει και της ηλικίας του. Γι’ αυτό ζήτησε κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 931, να του επιδικασθεί αυτοτελώς ως αποζημίωση το εύλογο ποσόν των 200.000 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ως προς την άνω αξίωση του ενάγοντος είναι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, πλήρως ορισμένη και νόμιμη. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση την απέρριψε ως αόριστη, έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης του άνω ενάγοντος, να εξαφανισθεί ως προς το συναφές κεφάλαιο της. Αφού δε διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο πρέπει η αγωγή σε σχέση με την αξίωση του ενάγοντος εκ του άρθρου 931 ΑΚ να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, μαζί με τους λοιπούς λόγους των εφέσεων των διαδίκων, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα λοιπά κεφάλαιά της που αναφέρονται στον ίδιο ενάγοντα. Οι λόγοι, όμως, της έφεσης της δευτέρας των εναγομένων που αναφέρονται σε περαιτέρω αοριστία της αγωγής τούτου, πρέπει να απορριφθούν, διότι η αγωγή, εκτός από  τα κονδύλια που προαναφέρθηκαν, είναι αρκούντως ορισμένη και ορθώς κρίθηκε ορισμένη με την εκκαλουμένη απόφαση.

Συνθήκες Ατυχήματος – Υπαιτιότητα

 Από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, τη με αριθ. 289/31-10-2008 ένορκη βεβαίωση των ___ και ___, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Τρικάλων που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, Χ1, μετά νόμιμη προ 24 τουλάχιστον ωρών κλήτευση του αντιδίκων του, εναγομένων (βλ. τις με αριθ. 7388/7-10-2008 και 5625Β΄/13-10-2008 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών, ____, του Πρωτοδικείου Τρικάλων, και ____, του Πρωτοδικείου Αθηνών) και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

  Στις      20-10-2006 και περί ώρα 19:45, υπό συνθήκες νυκτός και με μη επαρκή τεχνητό φωτισμό, επί της επαρχιακής οδού ____, η οποία είναι διπλής κατευθύνσεως, με μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και πλάτος οδοστρώματος 8μ., εκινείτο η άνευ αριθμού κυκλοφορίας δίκυκλη μοτοσικλέτα, την οποία οδηγούσε ο ηλικίας τότε 16 ετών και ήδη ενηλικιωθείς ενάγων, Χ1, με κατεύθυνση από ____ προς ____. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο πρώτος των εναγομένων, οδηγώντας το με αριθ. κυκλ. …… ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στη δευτέρα των εναγομένων ασφαλιστική εταιρία, εκινείτο, με ταχύτητα 66 χ/ω, επί ανωνύμου δημοτικής οδού, η οποία τέμνει κάθετα την επαρχιακή οδό ____ από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία της μοτοσικλέτας. Ενόψει δε του ότι η ανωτέρω οδός είναι δευτερεύουσα σε σχέση με την επαρχιακή οδό _____, επί της ανωνύμου οδού, προ της συμβολής της με την επαρχιακή οδό, υπήρχε ρυθμιστική πινακίδα Ρ – 2 (STOP) που επέβαλε στους χρησιμοποιούντες την ανώνυμη οδό οδηγούς την υποχρέωση να διακόπτουν την πορεία των οχημάτων τους προ της εισόδου τούτων στην επαρχιακή οδό και να παραχωρούν προτεραιότητα στα κινούμενα οχήματα στην τελευταία. Όταν ο πρώτος των εναγομένων έφθασε στη συμβολή των δύο οδών, προτιθέμενος να διασχίσει κάθετα τη διασταύρωση και να συνεχίσει την πορεία του επί της ανωνύμου οδού, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, ως ένας μέσος και ευσυνείδητος οδηγός, δεν σταμάτησε προ της εισόδου του στη διασταύρωση ώστε να παραχωρήσει ως όφειλε προτεραιότητα στα κινούμενα οχήματα επί της επαρχιακής οδού, αλλά, παραβιάζοντας την άνω ρυθμιστική πινακίδα, εισήλθε ανεξέλεγκτα στη διασταύρωση με την ανωτέρω ταχύτητα που είχε προηγουμένως αναπτύξει, τη στιγμή που η δίκυκλη μοτοσικλέτα είχε ήδη εισέλθει και εκινείτο, διασχίζοντας τη διασταύρωση. Τούτο είχε ως συνέπεια να εμβολίσει τη μοτοσικλέτα, προσκρούοντας με το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου του στην αριστερή πλευρά αυτής, και στη συνέχεια να την παρασύρει βίαια σε απόσταση 10 μ. από το σημείο συγκρούσεως, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα, λόγω της σφοδρότητας της συγκρούσεως, η μοτοσικλέτα να καταστραφεί, ο δε οδηγός αυτής να εκτιναχθεί στον αέρα και να καταπέσει επί του οδοστρώματος βαριά τραυματισμένος. Συνεπώς, η σύγκρουση προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων,   δεδομένου  ότι   δεν  προέκυψε συνυπαιτιότητα  του ενάγοντος, οδηγού της μοτοσικλέτας. Και τούτο, διότι αποδείχθηκε ότι εκινείτο κανονικά και με μικρή, μη υπερβαίνουσα τα 30 – 35 χ/ω ταχύτητα,  στην πορεία του επί της επαρχιακής οδού. Δεν κατέστη δε δυνατόν να αποφύγει τη σύγκρουση με τροχοπέδηση ή αποφευκτικό ελιγμό, λόγω της απρόβλεπτης και αιφνιδιαστικής εισόδου του αυτοκινήτου του πρώτου των εναγομένων στη διασταύρωση, όταν ήδη η μοτοσικλέτα που οδηγούσε διέσχιζε τη διασταύρωση σε μικρή απόσταση προ του αυτοκινήτου, πράγμα που καθιστούσε οποιαδήποτε αντίδραση εκ μέρους του αδύνατη. Και ναι μεν ο άνω ενάγων οδηγούσε χωρίς να έχει εφοδιασθεί με την προβλεπομένη υπό του νόμου άδεια ικανότητας οδηγήσεως τούτο, όμως, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της συγκρούσεως, διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, εκινείτο επί της οδού σύννομα. Σημειωτέον ότι ο πρώτος των εναγομένων για την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του, η οποία είχε ως συνέπεια το βαρύ τραυματισμό του άνω ενάγοντος, κηρύχθηκε ένοχος σωματικής βλάβης από αμέλεια και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως εννιά (9) μηνών με την 1144/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας (η οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζεται και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο). Κατ’ ακολουθία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο της συγκρούσεως και των συνεπειών αυτής τον πρώτο των εναγομένων, απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν τις προβληθείσες από τους εναγομένους ενστάσεις περί συνυπαιτιότητος του άνω ενάγοντος στην πρόκληση αυτής, δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν.

 Περαιτέρω, από τις άνω αποδείξεις αποδείχθηκε ότι ο τότε ανήλικος οδηγός της μοτοσικλέτας και ήδη ενηλικωθείς ενάγων, Χ1, μεταφέρθηκε αμέσως μετά τη σύγκρουση βαριά τραυματισμένος στο Γενικό Νοσοκομείο ____, όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις θώρακος (βλ. την από 20-10-2006 γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου _____). Λόγω δε της σοβαρότητας της καταστάσεώς του διακομίσθηκε στη συνέχεια στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη ρήξη σπληνός, πολλαπλά κατάγματα πλευρών με πνευμονοθώρακα, κάταγμα λεκάνης, αριστερής κοτύλης, υπερκονδύλιο κάταγμα δεξιού μηριαίου οστού, συντριπτικό κάταγμα αριστερού μηριαίου οστού, ανοικτό κάταγμα κάτω πέρατος κνήμης – περόνης αριστερής με έλλειμμα δέρματος, ανοικτό κάταγμα εξάρθρημα άκρου ποδός αριστερού με μεγάλη σύνθλιψη μαλακών μορίων και απόφραξη της πρόσθιας κνημιαίας αριστερής  αρτηρίας. Κατόπιν αυτού υποβλήθηκε   άμεσα σε σπληνεκτομή, τοποθέτηση Billan στο αριστερό ημιθωράκιο, εξωτερική οστεοσύνθεση λεκάνης και εξωτερική οστεοσύνθεση αριστερού μηριαίου οστού, ενώ στις 13-11-2006 αντιμετωπίσθηκαν με εξωτερική οστεοσύνθεση τα κατάγματα στο δεξιό μηρό, αριστερό μηρό, αριστερή κνήμη και ποδοκνημική άρθρωση. Νοσηλεύθηκε δε προς τούτο, από 21-10-2006 έως   21-11-2006   στη   Μονάδα   Εντατικής   Θεραπείας  του  άνω

Νοσοκομείου και στις 21-11-2006 μεταφέρθηκε στην Ορθοπεδική Κλινική του ίδιου Νοσοκομείου για περαιτέρω νοσηλεία απ’ όπου έλαβε εξιτήριο στις        9-1-2007. Μετά την έξοδό του από το Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου» ο άνω ενάγων επανεισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο ____, όπου νοσηλεύθηκε από 9-1-2007 έως 11-1-2007, και στη συνέχεια στην Ορθοπεδική Κλινική του άνω Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου» όπου νοσηλεύθηκε από 6-3-2007 έως 30-3-2007. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ως άνω νοσηλείας του στο τελευταίο έγινε αφαίρεση των εξωτερικών οστεοσυνθέσεων, πλαστική δέρματος στην ποδοκνημική άρθρωση και εξετάστηκε από ψυχίατρο, ο οποίος διέγνωσε καταθλιπτικόμορφες εκδηλώσεις αντιδραστικής αιτιολογίας, λόγω της σωματικής του κατάστασης και συνεστήθη στους γονείς του, μετά το πέρας της νοσηλείας του, να επισκεφθεί παιδοψυχίατρο (βλ. για τις συνέπειες του τραυματισμού του, τη θεραπευτική αγωγή και τη νοσηλεία του στα άνω Νοσοκομεία, την αριθ. πρωτ. 43419/4-12-2006 βεβαίωση του Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου», την αριθ. πρωτ. 19862/30-5-2007 ιατρική γνωμάτευση του ίδιου Νοσοκομείου με  πληροφοριακό σημείωμα, την από 30-3-2007 ψυχιατρική ενημέρωση του ψυχίατρου του εν λόγω Νοσοκομείου, ____, η το από 9-1-2007 εξιτήριο του αυτού Νοσοκομείου και το από 11-1-2007 εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Τρικάλων). Ακολούθως, στις 30-5-2007 και 20-6-2007 επισκέφθηκε εκ νέου το Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου» για τακτικό έλεγχο της υγείας του. Από τις εξετάσεις δε στις οποίες υποβλήθηκε διαπιστώθηκε ότι εμφανίζει οστεοπόρωση, ιδίως άνω τριτημορίου αριστερού μηριαίου, κάταγμα με παρεκτόπιση στη μεσότητα του αριστερού μηριαίου με οστεοποίηση μαλακών μορίων, πέριξ των κατεαγόντων τμημάτων, κάταγμα πώρωθεν κάτω τριτημορίου δεξιού μηριαίου με οστεοποίηση μαλακών μορίων πέριξ του δεξιού μηριαίου και ατελώς πώρωθεν κάταγμα κάτω 1/3 μορίου αριστερής κνήμης και περόνης με συνοδό οστεοποίηση μαλακών μορίων (βλ. το από 30-5-2007 έγγραφο εξετάσεων του Ακτινολογικού Εργαστηρίου Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου»). Έτσι, με την αριθ. πρωτ. _____/20-6-2007 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού του άνω Νοσοκομείου, ____, του συνεστήθη να υποβληθεί σε φυσικοθεραπείες. Για τις φυσικοθεραπείες αυτές, οι οποίες διήρκεσαν από 20-6-2007 έως 12-11-2007, όπως προκύπτει από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από 209/10-7-2007, 220/14-9-2007, 231/2-10-2007 και 247/12-11-2007, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του φυσιοθεραπευτή, ____, ο άνω τραυματισθείς ενάγων, Χ1, δαπάνησε για αμοιβή του φυσιοθεραπευτή το συνολικό  ποσό των 2.350 ευρώ. Άλλες δε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του ανωτέρω ή άλλου φυσιοθεραπευτή δεν προσκόμισε με επίκληση ο ενάγων ούτε ιατρικές βεβαιώσεις από τις οποίες να προκύπτει η αναγκαιότητα εξακολούθησης των φυσικοθεραπειών και στο μέλλον.  Εξάλλου, με βάση τις ως άνω αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του φυσικοθεραπευτή, ___, οι φυσικοθεραπείες ελάμβαναν χώρα κατ’ οίκον, διότι ο άνω ενάγων, λόγω των τραυμάτων του, ήταν κατάκοιτος και ανίκανος να μετακινηθεί. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως προς το ποσόν των 6.000 ευρώ, το οποίο ζήτησε ο άνω ενάγων για δαπάνες μεταβάσεως στο ιατρείο του φυσικοθεραπευτή και επιστροφής στην οικία του, με ταξί, δεν  έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης του εν λόγω ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί. Έσφαλε, όμως, που επιδίκασε στον ενάγοντα για δαπάνες φυσιοθεραπείας το ποσόν των 5.210 ευρώ αντί του ποσού των 2.350 ευρώ, κατά το οποίο κρίθηκε το σχετικό αίτημα της αγωγής βάσιμο. Ως εκ τούτου, οι συναφείς λόγοι της έφεσης των εναγομένων πρέπει να γίνουν δεκτοί και να απορριφθεί ο λόγος της έφεσης του άνω ενάγοντος, βάσει του οποίου έπρεπε να του επιδικασθεί για φυσιοθεραπείες μεγαλύτερο ποσόν.

  Περαιτέρω, ο άνω ενάγων, Χ1, αποδείχθηκε ότι δαπάνησε, λόγω του τραυματισμού του, 1) το ποσόν των 50 ευρώ, για δύο επισκέψεις στον πλαστικό χειρουργό,___ (βλ. την αριθ. 804/25-10-2007 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του εν λόγω χειρουργού), 2) το ποσόν των 80 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στη «………….» για μίσθωση αεροστρώματος και για ανανέωση μίσθωσης αεροστρώματος (βλ. τις με αριθ. 56/22-11-2006 και 59/22-12-2006 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της τελευταίας), 3) το ποσόν των 50 ευρώ, για αγορά ενός σπαστού περπατητήρα από την «………..» (βλ. την 1867/15-12-2006 απόδειξη λιανικής πωλήσεως της τελευταίας, 4) το ποσόν των 13,90 ευρώ, για πλαστικά βαράκια χεριών, τα οποία αγόρασε από την «………..» (βλ. την από 27-12-2006 απόδειξη της τελευταίας), 5) το ποσόν των 30,01 ευρώ, για πατερίτσες ενισχυμένες που αγόρασε από την «…………» (βλ. το 4214/28-12-2006 τιμολόγιο πωλήσεως της τελευταίας), 6) το ποσόν των 6,97 ευρώ, για γάντια αποστειρωμένα, τα οποία αγόρασε από το φαρμακείο του ____ (βλ. τις 106388/1-2-2007 και 106909/8-2-2007  αποδείξεις λιανικής πωλήσεως του τελευταίου), 7) το ποσόν των 45 ευρώ, για μίσθωση αναπηρικού αμαξιδίου, το οποίο κατέβαλε στην «……..» (βλ. το 36/27-3-2002 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της τελευταίας), 8)το ποσόν των 231,20 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στη «…………», για να αγοράσει χάρτινα υποσέντονα, θερμόμετρο, μαντηλάκια καθαρισμού, γάζες, επιδέσμους, ένα δίχαλο και ένα πουάρ, αποστειρωμένα γάντια, επιστραγαλίδα, ανυψωτικό τουαλέτας και μεταλλικές βακτηρίες (βλ. της 98/9-1-2007, 109/10-1-2007, 272/19-1-2007, 274/19-1-2007, 402/27-1-2007, 483/1-2-2007, 602/8-2-2007, 1414/27-3-2007 και 2742/16-6-2007 αποδείξεις λιανικής πωλήσεως της «………..» και 9) το ποσόν το 583,20 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στη «……….», για μίσθωση κρεβατιού (βλ. τις 19/12-1-2007, 61/27-3-2007 και 116/16-6-2007 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της τελευταίας). Συνολικά δε δαπάνησε για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσόν των 859,08 ευρώ, το οποίο δικαιούται ως αποζημίωση, διότι οι δαπάνες αυτές έλαβαν χώρα για την ανακούφισή του κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του και για την ταχύτερη αποθεραπεία του, και ως εκ τούτου συνιστούν νοσήλια, κατά την έννοια του άρθρου 929 εδ. ά του ΑΚ. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και του επιδίκασε το ανωτέρω ποσόν, ως αποζημίωση, δεν έσφαλε και οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν.

   Πρέπει να λεχθεί ότι από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του ΝΔ 4104/1965, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 4476/1965, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Ν. 1654/1984 προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναπηρίας, ασθένειας ή θανάτωσης ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, η αξίωση αποζημιώσεως του ασφαλισμένου ή των δικαιούχων μελών της οικογένειάς του που απορρέει από τα άρθρα 928 και 929 ΑΚ κατά του υπόχρεου, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο ΙΚΑ από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική αξίωση. Για να λειτουργήσει το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης στο ΙΚΑ της αξίωσης αποζημίωσης του παθόντος ή των δικαιοδόχων του κατά του ζημιώσαντος τρίτου, πρέπει να συντρέχει ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία, μεταξύ των παροχών του ΙΚΑ προς τον ασφαλισμένο ή τα μέλη της οικογένειάς του και των αξιώσεων αποζημιώσεως του παθόντος ή των δικαιοδόχων του κατά του υπόχρεου τρίτου. Η αντιστοιχία αυτή συντρέχει όταν αμφότερες οι παροχές είναι ομοειδής και εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Τούτο συμβαίνει όταν οι παροχές αυτές τελούν μεταξύ τους, υπό χρονική και ποιοτική άποψη, σε μια εσωτερική συνάφεια. Εφόσον συντρέχουν οι προυποθέσεις αυτές επέρχεται η μεταβίβαση της απαίτησης στο ΙΚΑ (βλ. ΑΠ 803/2004 Δνη 2004, 1362, ΑΠ 1127/2002 Δνη 2004, 397, ΑΠ 1322/2000 Δνη 2002, 392). Έτσι, αν για την μεταβιβασθείσα στο ΙΚΑ απαίτηση ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως από τον αρχικό φορέα αυτής παθόντα, η αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος (βλ. ΕΑ 5360/2002 αδημ, ΕΑ 5321/1998 Δνη 1999, 369, Κρητικό Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, εκδ. 2008, παρ. 21, αριθ. 35, σελ. 446). Όριο, όμως, της μεταβιβάσεως είναι το ποσόν των ασφαλιστικών παροχών που οφείλει το ΙΚΑ στο δικαιούχο. Αν λοιπόν η απαίτηση αποζημιώσεως τούτου κατά του υπόχρεου τρίτου είναι μεγαλύτερη από το ποσόν των οφειλομένων από το ΙΚΑ ασφαλιστικών παροχών, η μεταβίβαση χωρεί μέχρι του ποσού που το τελευταίο οφείλει, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσόν η αξίωση αποζημιώσεως διατηρείται στο πρόσωπο του παθόντος (βλ. ΕΑ 444/2002 ΕΣυγκΔ 2003, 154, ΕΑ 7313/2003 ΧρΙΔ 2004, 408, ΕΘ 1253/2001 Αρμ. 2002, 1471, Κρητικό ο.π. παρ. 21, αριθ. 22, σελ. 444).

  Στην προκειμένη περίπτωση προσκομίσθηκαν με επίκληση από τους διαδίκους οι με αριθ. 603/2007/2537/25-1-2007, 603/2007/17845/26-6-2007 και 603/2007/ 19470/9-7-2007 αποφάσεις του Διευθυντή του ΙΚΑ ____, το αριθ. 18371/29-6-2007 παραστατικό και οι από 4-11-2008 και 5-11-2008 βεβαιώσεις  του   ΙΚΑ  ____, από τις οποίες προκύπτει ότι  καταβλήθηκε από το ΙΚΑ, για έκτακτη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του ενάγοντος, Π. Ν, το συνολικό ποσόν των 1.061,55 ευρώ, και, για πρόσθετη περίθαλψη τούτου, το συνολικό ποσόν των 930,54 ευρώ. Δεν προέκυψε, όμως, ποσοτική και ποιοτική αντιστοιχία μεταξύ των εν λόγω παροχών του ΙΚΑ και των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο ενάγων για τα ανωτέρω νοσήλια ούτε και των δαπανών του για τις φυσικοθεραπείες που προεκτέθηκαν. Επομένως, η αξίωση αποζημιώσεως για τις δαπάνες αυτές, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, διατηρούνται στο πρόσωπό του. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε, και ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν.

  Περαιτέρω, από τις ανωτέρω αποδείξεις αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, Χ1, μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, παρέμεινε νοσηλευόμενος κατ’ οίκον για χρονικό διάστημα δέκα (10) μηνών, κατά το οποίο, λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων του, ήταν κατάκοιτος και ανίκανος να αυτοεξυπηρετηθεί. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, λοιπόν, για την ταχύτερη αποθεραπεία του και την αποκατάσταση των καταγμάτων που είχε υποστεί συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, αναγκάσθηκε να λαμβάνει ειδική βελτιωμένη τροφή, πλούσια κυρίως σε ασβέστιο και βιταμίνες. Ως εκ τούτου, κατέβαλε επί πλέον του ποσού που δαπανούσε για τη συνήθη καθημερινή του διατροφή, το ποσόν των 6 ευρώ, ημερησίως, και συνολικά για ολόκληρο το χρονικό διάστημα των δέκα (10) μηνών, το ποσόν των 1.800 ευρώ (30 ημέρες Χ 6 ευρώ = 180 ευρώ Χ 10 μήνες), το οποίο δικαιούται ως αποζημίωση. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε ως αποζημίωση, για την αιτία αυτή, το ποσόν των 1.200 ευρώ, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ο συναφής λόγος της έφεσης του άνω ενάγοντος και να απορριφθούν οι λόγοι της έφεσης των εναγομένων βάσει των οποίων το κονδύλιο αυτό της αγωγής έπρεπε να απορριφθεί. Δεν έσφαλε, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή του ίδιου ενάγοντος, για το ποσόν των 4.500 ευρώ, το οποίο ζήτησε αυτός για θαλάσσια λουτρά, και για το ποσόν των 3.915 ευρώ, το οποίο ζήτησε για πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου, κατά το χρονικό διάστημα από 21-10-2006 έως 9-1-2007 που νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», καθόσον δεν προσκόμισε με επίκληση ιατρικές βεβαιώσεις, από τις οποίες να προκύπτει η αναγκαιότητα υποβολής του σε λουτροθεραπεία, ούτε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών από αποκλειστική νοσοκόμα, κατά το επικαλούμενο χρονικό διάστημα, οι δε λοιπές αποδείξεις που επικαλέσθηκε, και ειδικότερα η κατάθεση του μάρτυρά του, ___, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά και στην ένορκη βεβαίωση, όπως και η αριθ. 16468/11-10-2008 απόδειξη του κάμπιγκ ____, δεν κρίνονται επαρκείς προς τούτο. Ως εκ τούτου, οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσής του πρέπει να απορριφθούν.

Αποκλειστική Νοσοκόμος

Ωστόσο, ο ενάγων, Χ1, κατά τη διάρκεια των 102 ημερών (ή 31/2 μηνών) που περιλαμβάνονται στο χρονικό διάστημα από 21-10-2006 έως 9-1-2007 και από 6-3-2007 έως 30-3-2007, κατά το οποίο νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο, και περαιτέρω κατά τη διάρκεια της 10μηνης κατ’ οίκον νοσηλείας του, λόγω του ότι ήταν κατάκοιτος και ανίκανος να αυτοσυντηρηθεί, είχε ανάγκη βοήθειας από τρίτο πρόσωπο για την περίθαλψη και την περιποίησή του. Τις υπηρεσίες αυτές του προσέφερε, η μητέρα του, η οποία, εγκαταλείποντας τις λοιπές ασχολίες της, αφοσιώθηκε, με υπερένταση των δυνάμεών της, στη φροντίδα του παραμένοντας δίπλα του επί 24ωρου βάσεως. Συνεπώς, ανεξαρτήτως αν ουδέν ποσόν κατέβαλε στη μητέρα του ως αμοιβή για τις υπηρεσίες της αυτές, δικαιούται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, ως αποζημίωση, το ποσόν το οποίο οπωσδήποτε θα κατέβαλε ως αμοιβή σε τρίτο πρόσωπο, για ανάλογες υπηρεσίες (βλ. ΑΠ 833/2005 Δνη 2006, 96, ΑΠ 371/2001 Δνη 2003, 419, ΕφΠατρ. 216/2005 Αχ.Νομ. 2006, 697, ΕφΛαρ 221/2005 Αρμ. 2005, 1564). Ενόψει δε του ότι για τις υπηρεσίες αυτές θα κατέβαλε ως αμοιβή σε τρίτο πρόσωπο το ποσόν των 20 ευρώ, ημερησίως, και 600 ευρώ, μηνιαίως, για το ως άνω χρονικό διάστημα των 13 ½ μηνών που αναγκάσθηκε να δέχεται τις αυξημένες περιποιήσεις της μητέρας του, λόγω της ανικανότητάς του να αυτοεξυπηρετηθεί, δικαιούται ως αποζημίωση το ποσόν των 8.100 ευρώ. Πέραν δε του ποσού αυτού δικαιούται επί πλέον ως αποζημίωση και το ποσόν των 1.020 ευρώ, το οποίο δαπάνησε, καταβάλλοντας 10 ευρώ, ημερησίως, για τη διατροφή της μητέρας του, η οποία, όπως προεκτέθηκε, τον συνόδευε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των 102 ημερών, κατά το οποίο διήρκεσε η νοσηλεία του στο Νοσοκομείο Θεσ/νίκης «Παπαγεωργίου». Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσόν των 9.120 ευρώ, ως αποζημίωση , δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης τόσο του άνω ενάγοντος όσο και των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν.

  Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο Χ1 σε όλες τις ανωτέρω μετακινήσεις του από και προς το Νοσοκομείο Θεσ/νίκης «Παπαγεωργίου», για νοσηλεία και περαιτέρω εξετάσεις, συνοδευόταν και από τον πατέρα του, Χ2, του οποίου η παρουσία ήταν επιβεβλημένη για να τον μεταφέρει με το αυτοκίνητό του, έτσι, ενόψει του ότι οι μετακινήσεις αυτές έλαβαν χώρα, από ____ προς Θεσ/νίκη, στις 21-10-2006 που εισήχθη αυτός στο άνω Νοσοκομείο, για νοσηλεία, από Θεσ/νίκη προς ____, όπου η κατοικία τους, στις 9-1-2007 που έλαβε εξιτήριο από το Νοσοκομείο, από ____ προς Θεσ/νίκη, στις 6-3-2007 που επανεισήχθη στο άνω Νοσοκομείο, από Θεσ/νίκη προς _____, στις 30-3-2007 που έλαβε εκ νέου εξιτήριο από το Νοσοκομείο, και από _____ προς Θεσ/νίκη και επιστροφή στη ___, στις 30-5-2007 και στις 20-6-2007 που μετέβη στο άνω Νοσοκομείο για προγραμματισμένες εξετάσεις, ο Χ2. για κάθε μία από τις ανωτέρω έξι συνολικά μεταβάσεις προς Θεσ/νίκη μετ’ επιστροφής στην οικία τους, στη Φήκη – Τρικάλων, που πραγματοποίησε προς εξυπηρέτησή του ο πατέρας του με το αυτοκίνητό του, δαπάνησε το ποσόν των 50 ευρώ, για καύσιμα, και το ποσόν των 8 ευρώ, για διόδια, και συνολικά, για τις έξι ως άνω μετακινήσεις δαπάνησε το ποσόν των 348 ευρώ (50 + 8 = 58 Χ 6). Για διατροφή δε του πατέρα του σε κάθε μια από τις ανωτέρω έξι μεταβάσεις του Θεσ/νίκη, δαπάνησε το ποσόν των 10 ευρώ, και συνολικά το ποσόν των 60 ευρώ (6 Χ 10). Και είναι γεγονός ότι ο πατέρας του μετέβη περισσότερες από τις φορές που προεκτέθηκαν στη Θεσ/νίκη , καθόσον αποδείχθηκε ότι τον επισκεπτόταν πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο Νοσοκομείο «Παπαγεωργίου». Η παρουσία του, όμως, εκεί δεν ήταν επιβεβλημένη, διότι την περίθαλψη και φροντίδα του παθόντος, υιού του, είχε αναλάβει αποκλειστικά, όπως προεκτέθηκε, η μητέρα τούτου, η οποία παρέμεινε συνεχώς δίπλα του επί 24ώρου βάσεως. Άλλωστε, ο πατέρας του, όπως αναφέρεται στην αγωγή «πηγαινοερχόταν», με σκοπό να πληροφορείται την πορεία της υγείας του. Αφού δε τον επισκεπτόταν στο Νοσοκομείο, στη συνέχεια επέστρεφε  στην οικία τους για να φροντίσει και τα άλλα δύο τέκνα του, χωρίς να αποδειχθεί προσφορά ουσιαστικής βοηθείας εκ μέρους του προς εξυπηρέτηση του υιού του. Συνεπώς, ο Χ2 δεν δικαιούται αποζημιώσεως για τα λοιπά έξοδα διατροφής και μετακίνησης του πατρός του από και προς Θεσ/νίκη. Ως εκ τούτου, έπρεπε, για τις μετακινήσεις και τη διατροφή του πατρός του, στη Θεσ/νίκη, να του επιδικασθούν ως αποζημίωση τα ανωτέρω ποσά των 348 και 60 ευρώ, αντίστοιχα. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε ως αποζημίωση το ποσόν των 2.904 ευρώ, για τις μετακινήσεις, και το ποσόν των 1.020, για τη διατροφή του πατρός του, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι συναφείς λόγοι της έφεσης των εναγομένων. Κατ’ ακολουθίαν, δεκτών γενομένων των λόγων της έφεσης των διαδίκων που προαναφέρθηκαν, η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο αποζημιώσεως, πρέπει να εξαφανισθεί στο σύνολό της, για την ενότητα του τίτλου εκτελέσεως. Αφού δε διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο πρέπει η αγωγή ως τα ανωτέρω κονδύλια αποζημιώσεως που κρίθηκαν ορισμένα να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν για το συνολικό ποσόν των 14.537,08 ευρώ (2.350 + 859,08 + 1.800 + 9.120 + 348 + 60).

 ΑΚ 931

 Περαιτέρω, σε σχέση με την ειδική αποζημίωση της ΑΚ 931, ως προς το κεφάλαιο της οποίας η εκκαλουμένη απόφαση έχει ήδη εξαφανισθεί, αποδείχθηκε ότι ο Χ1, ηλικίας 16 ετών, κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος, ο οποίος ήταν μαθητής της Β΄ τάξης του Λυκείου, συνεπεία του τραυματισμού τους έχασε δύο σχολικές περιόδους, ήτοι τις σχολικές περιόδους 2006 – 2007 και 2007 – 2008, και επανήλθε κατά τη σχολική περίοδο 2009 – 2010, στην ίδια ως άνω Β΄ τάξη του Λυκείου, για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του. Ωστόσο, η κατάσταση της υγείας του δεν έχει αποκατασταθεί και με την 3574/21-10-2008 απόφαση της Α΄/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής της Νομαρχιακής Αυτοδικοίκησης ____ κρίθηκε ανάπηρος, κατά 67%, διότι, παρά τις επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις και τη μακρά νοσηλεία του, εμφανίζει βράχυνση του αριστερού σκέλους κατά 4,5 cm και μετατραυματική δυσκαμψία με παραμόρφωση του αριστερού άκρου ποδός και ποδοκνημικής άρθρωσης, βλάβες που είναι μόνιμες και μη αναστρέψιμες. Κατόπιν τούτων, η αναπηρία του θα έχει δυσμενή επίδραση στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του εξέλιξη, διότι δε θα δύναται να ασκήσει επαγγέλματα που απαιτούν καταβολή σωματικής δύναμης, ορθοστασία και κανονική βάδιση και μειονεκτεί έναντι των υγιών και αρτιμελών συναδέλφων του, πράγμα που στα πλαίσια του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας θα περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητά του να ανεύρει κατάλληλη εργασία με προοπτικές ανέλιξης και ανάλογες απολαβές, και ως εκ τούτου θα αποτελέσει τροχοπέδη στην επαγγελματική και οικονομική του πρόοδο. Παράλληλα δε θα αποτελεί αντικείμενο συμπάθειας και οίκτου από τον περίγυρό του και οπωσδήποτε η σωματική του μειονεξία θα επηρεάσει τις μελλοντικές κοινωνικές και οικογενειακές του συναναστροφές και την εν γένει κοινωνική του εξέλιξη, δημιουργώντας αρνητικές προϋποθέσεις και για τη σύναψη γάμου, δεδομένου ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος διήνυε μόλις το 16ο έτος της ηλικίας του και δεν είχε αποκατασταθεί ούτε κοινωνικά ούτε επαγγελματικά. Συνεπώς, δικαιούται κατ’ άρθρο 931 ΑΚ αυτοτελούς αποζημιώσεως, η οποία με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας του αφενός και την ηλικία του αφετέρου πρέπει να καθορισθεί στο εύλογο ποσόν των 150.000 ευρώ, κατά το οποίο πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή κατά το σχετικό αίτημά της.

Ηθική Βλάβη (ΑΚ 932)

 Τέλος, σε σχέση με το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως κατά το οποίο ομοίως πλήττεται, όπως προεκτέθηκε, η εκκαλουμένη απόφαση με τις κρινόμενες εφέσεις, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, Χ1, εξαιτίας του τραυματισμού του κατά το επίδικο ατύχημα και των ανωτέρω συνεπειών του που είχαν ως αποτέλεσμα την ανήκεστο βλάβη της υγείας του και επίσης, εξαιτίας των επανειλημμένων χειρουργικών επεμβάσεων στις οποίες υποβλήθηκε και της μακράς νοσηλείας του σε ακινησία, δοκίμασε σωματικό και ψυχικό άλγος και μεγάλη ταλαιπωρία. Ως εκ τούτου, υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό πταίσματος του πρώτου των εναγομένων, το είδος και τη βαρύτητα του τραυματισμού του, τις ανωτέρω συνέπειες που είχε αυτός στην υγεία του και τη σωματική του ακεραιότητα, την ηλικία του και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, εξαιρέσει εκείνης της ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (βλ. ΑΠ 114/2000 Δνη 41, 1591), κρίνει ότι δικαιούται να του επιδικασθεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσόν των 100.00 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων, στο οποίο παραπέμφθηκε ο πρώτος των εναγομένων για να δικασθεί ως υπαίτιος σωματικής βλάβης, από αμέλεια σε βάρος του ενάγοντος Χ1, κατά τη συνεδρίαση της 12-11-2007, εμφανίσθηκε ο τελευταίος δια των εκπροσωπούντων αυτόν γονέων και δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για το ποσόν των 44 ευρώ, χωρίς να διατυπώσει επιφύλαξη. Κατά της 1203/2007 αποφάσεως του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και επιδικάσθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση ολόκληρο το αιτηθέν ποσόν, άσκησε ο κατηγορούμενος έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η άνω 1144/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας με την οποία τελεσιδίκως κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και επιδικάσθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση το ίδιο ποσόν, το οποίο, ομοίως, αυτός ζήτησε εμφανιζόμενος ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, χωρίς και πάλι να διατυπώσει επιφύλαξη. Κατόπιν αυτού, οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και πάλι με την έφεσή τους ισχυρίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ότι η αξίωση του άνω ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης αναλώθηκε, διότι το δεδικασμένο που προέκυψε από την τελεσίδικη ως άνω απόφαση του Εφετείου Λάρισας κωλύει με την αρνητική του λειτουργία την εκ νέου κρίση της εν λόγω αξιώσεως του ενάγοντος. Εν σχέση με τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να λεχθεί ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63 επ. ΚΠΔ και 321, 322, 325 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου που έκρινε επί πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης παράγει δεδικασμένο κατά την έννοια των άρθρων 321, 324 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, αν από το ποινικό δικαστήριο επιδικάσθηκε ολόκληρο το αιτηθέν ποσόν χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ο δικαιούχος προκειμένου να δυνηθεί να απαιτήσει με μεταγενέστερη αγωγή ενώπιον του αστικού δικαστηρίου μεγαλύτερο ποσό, θα πρέπει να έχει διατυπώσει επιφύλαξη στο ποινικό δικαστήριο, καθιστώντας έτσι σαφές ότι ασκεί μέρος της αξιώσεώς του. Εξαίρεση ισχύει στις περιπτώσεις που η παράσταση πολιτικής αγωγής γίνεται για συμβολικό ποσόν για την υποστήριξη και μόνον της κατηγορίας, ή για ασήμαντο ποσόν ενόψει του είδους της αδικοπραξίας, πράγμα που μπορεί να συνάγεται και ερμηνευτικά (βλ. ΑΠ 374/2001 Δνη 2002, 157, ΕΑ 1572/2004 Δνη 2005, 1496, ΕΑ 5625/1999 ΝοΒ 2000, 652 Κρητικό ο.π., αριθ. 118, σελ. 435). Εξάλλου, το δεδικασμένο δεν ισχύει για άλλο εις ολόκληρο υπόχρεο με τον κατηγορούμενο, μη διάδικο στην ποινική δίκη, λόγω έλλειψης ταυτότητας διαδίκων (βλ. ΑΠ 908/2001 ΝοΒ 2001, 91, ΕΑ 3244/2003 ΠχΡΝΔ, 1000, ΕΑ 6697/1995 Δνη 26, 1197). Κατόπιν τούτων, στην προκειμένη περίπτωση δεν δημιουργείται απαράδεκτο λόγω δεδικασμένου από την ποινική απόφαση, καθ’ ο μέρος αφορά την πολιτική αγωγή το άνω ενάγοντος, διότι είναι προφανές ότι το ποσόν των 44 ευρώ που ζήτησε ως χρηματική ικανοποίηση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, είναι, ενόψει του είδους της αδικοπραξίας που τέλεσε ο πρώτος των εναγομένων – κατηγορούμενος σε βάρος του και της ηθικής βλάβης που υπέστη, ασήμαντο, και εντεύθεν συμβολικό για υποστήριξη και μόνον της κατηγορίας. Επομένως, συνάγεται ερμηνευτικά ότι άσκησε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέρος μόνον της αξιώσεώς του για χρηματική ικανοποίηση, και ως εκ τούτου με την επιδίκαση από το ποινικό δικαστήριο του μέρους αυτού της εν λόγω αξίωσης, αυτή δεν αναλώθηκε και είχε δικαίωμα να διεκδικήσει το επί πλέον με την κρινόμενη αγωγή. Άλλωστε, και αν ήθελε υποτεθεί ότι παρήχθη δεδικασμένο από την ποινική απόφαση, αυτό δεν ισχύει για τη δευτέρα των εναγομένων ασφαλιστική εταιρία, διότι δεν ήταν διάδικος στην ποινική δίκη. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς των εναγομένων, δεν έσφαλε και οι περί του αντιθέτου λόγοι των εφέσεων τούτων πρέπει να απορριφθούν. Έσφαλε, όμως, που επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση στον ενάγοντα, Χ1, το ποσόν των 40.000 ευρώ, αντί του ποσού των 100.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, οι λόγοι των εφέσεων των εναγομένων ότι έπρεπε να του επιδικασθεί μικρότερο ποσόν, ως χρηματική ικανοποίηση, πρέπει να απορριφθούν και κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης του άνω ενάγοντος, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί και ως προς το σχετικό κεφάλαιό της. Αφού δε διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή κατά το συναφές αίτημά της για το ανωτέρω ποσό των 100.000 ευρώ. Μετά ταύτα, συνοψίζοντας τα ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τον ενάγοντα, Χ1, εξαφανίσθηκε ως τα κεφάλαια της αποζημιώσεως (για τα παραπάνω νοσήλια), της αυτοτελούς αποζημιώσεως του άρθρου 931 ΑΚ και της χρηματικής ικανοποιήσεως, δεκτών γενομένων ως ουσία βασίμων των εφέσεων του άνω ενάγοντος και των εναγομένων, και στη συνέχεια διακρατήθηκε η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτέθηκαν ανωτέρω.

  Επί τη βάσει τούτων, πρέπει η αγωγή, ως προς τον ενάγοντα, Χ1, να γίνει δεκτή εν μέρει κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, σε ολόκληρο έκαστος, να του καταβάλουν 1) το ποσόν των 14.537,08 ευρώ, ως αποζημίωση, για τα προεκτεθέντα νοσήλια, 2) το ποσόν των 100.000 και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν επί πλέον το ποσόν των 50.000 ευρώ, ως αυτοτελή αποζημίωση, κατ’ άρθρο 931 ΑΚ και 3) το ποσόν των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Συνεπώς, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν το συνολικό ποσόν των 214,537,08 ευρώ (14.537,08 + 100.00 + 100.00) και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν το ποσόν των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, οι οποίοι ενέχονται σε ολόκληρο, λόγω της σε ολόκληρο καταδίκης τους, αναλόγως προς την έκταση της νίκης και ήττας τους (άρθρ. 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 183 ΚΠολΔ). 

————————————-