Μετατραυματική Επιληψία
Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας & ΑΚ 931
Επιδικαστέα ΑΝΕΥ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία (1)
Η διάταξη της ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα ένεκα αναπηρίας ή παραμόρφωσης, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του.
Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό.
Ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Ο βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους.
Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα με αναπηρία ή παραμόρφωση, ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί.
Αναίρεση κατ΄άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ
Αναιρείται Εφετειακή Απόφαση που απέρριψε εξ ΑΚ 931 κονδύλιο
Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία).
Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες
Ενταύθα αναιρείται Εφετειακή απόφαση που απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό εξ ΑΚ 931 αυτοτελές κονδύλιο, λόγω έλλειψης απαιτούμενης αιτιολογίας γιατί δεν καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό του εφαρμοστέου στην παρούσα περίπτωση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 931 του ΑΚ, τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και ενδοιαστικές αιτιολογίες.
Συγκεκριμένα το Εφετείο ενδοιαστικά δέχεται ότι ο αναιρεσείων για πρώτη φορά εμφάνισε κατ’ αραιά χρονικά διαστήματα επιληπτικές κρίσεις το πρώτον στις αρχές του 2001, που δεν έχουν όμως διαπιστωθεί από τους ιατρούς, αλλά αναφέρονται από τον ίδιο. Στη συνέχεια όμως το Εφετείο δέχεται, (αξιολογώντας αντίστοιχα ιατρικά πιστοποιητικά), ότι ο αναιρεσείων μέχρι και τον Ιανουάριο του 2005 παρακολουθείτο σε εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείων για τις προαναφερθείσες κρίσεις επιληψίας. Επί πλέον δε το Εφετείο δέχεται ότι στον αναιρεσείοντα χορηγήθηκε ετήσια αναβολή στράτευσης το Μάιο του 2005, λόγω πρόσφατης υποτροπής των προαναφερθεισών επεισοδίων επιληψίας, χωρίς όμως να αιτιολογεί επαρκώς την προαναφερθείσα αντιφατική κρίση του, για το πώς δηλαδή δικαιολογείται η υποτροπή κρίσεων επιληψίας το έτος 2005, με την προηγηθείσα παραδοχή ότι από το 2000 η υγεία του αναιρεσείοντος αποκαταστάθηκε.
Επί πλέον το Εφετείο δέχθηκε ότι οι μετατραυματικές επιληπτικές κρίσεις του αναιρεσείοντος δεν θα διαρκέσουν εφόρου ζωής αλλά και θα αντιμετωπισθούν θεραπευτικά με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, χωρίς όμως να δέχεται παράλληλα ότι οι προαναφερθείσες επιληπτικές κρίσεις κατά τις αρχές της ιατρικής επιστήμης είναι δεκτικές οριστικής ίασης.
Παραλλήλως με την παραδοχή της δυνατότητας κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, το Εφετείο σε αντίθεση με τις αρχές εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ ενδοιαστικά αποδέχεται την ανυπαρξία μόνιμης βλάβης, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, όταν αυτή είναι δυνατόν να καταστέλλεται περιστασιακά με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
Απόφ. ΑΠ 1545/2010
Πρόεδρος : Χαράλαμπος Ζώης
Εισηγητής : Δημητρούλα Υφαντή
Μέλη : Γεωργία Λαλούση – Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου και Ιωάννα Λούκα
Δικηγόροι : Εμμανουήλ Φραντζεσκάκης & Βασίλειος Κούρτης
Σχόλια & Παρατηρήσεις
1) Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας ΑΚ 931 ΑΝΕΥ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία
Η κρατούσα άποψη του αντωτάτου Ακυρωτικού μας δικαστηρίου δέχεται πλέον ότι δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως της μονίμου αναπηρίας και των εξ αυτής συνεπειών στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία, προβλέπεται η επιδίκαση στον παθόντα ενός εύλογου χρηματικού ποσού λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. ΑΠ 1174/2009 ΣΕΣυγκΔ 2009/429. ΑΠ 1874/2006 ΣΕΣυγκΔ 2007/20, ΑΠ 634/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/472, ΑΠ 514/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/481 ΑΠ 1909/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/540, ΑΠ 583/2010 ΕΣυγκΔ 2010/112
Απορρίπτονται οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της Εφετειακής απόφασης περί ανεπαρκών αιτιολογιών αναφορικά με τη μονιμότητα της αναπηρίας από μετατραυματικής επιληψίας καθότι η απόφαση έκρινε ότι η αγωγή αναφορικά με το κονδύλιο εξ ΑΚ 931, φέρει άπαντα τα υπό τον νόμο απαιτούμενα στοιχεία και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει κατά τούτο την αγωγή ως αόριστη δεχθείσα το κονδύλιο αυτό και ως ουσία βάσιμο με σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες. ΑΠ 721/2008/24
Κείμενο Απόφ. ΑΠ 1545/2010
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενήθηκε στον παθόντα, λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιτότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίος κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Ο βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνέπεια της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία, και β) από την κατ’ άρθρο 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένος, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: “Στις 16-8-1999 και περί ώρα 13:45, στην Καλλιθέα Αττικής, και στη διασταύρωση των οδών Δοϊράνης και Δημητρακοπούλου συγκρούσθηκαν το με αριθ. κυκλοφορίας & Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη Χ. Δ., το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εφεσίβλητη εταιρία και η με αριθ. & μοτοσικλέτα, που οδηγούσε ο Ι. Ψ., και στην οποία επέβαινε και ο ενάγων. Για τη σύγκρουση αυτή που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του ενάγοντος αποκλειστικά υπαίτιος τυγχάνει ο, ως άνω, οδηγός του αυτοκινήτου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δεν προσβάλλεται κατά τούτο με την έφεση ή την αντέφεση. Ο ενάγων υπέστη βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση-θλάση εγκεφάλου-κωματώδη κατάσταση, πιθανή εισρόφηση. Στην επέλευση και την έκταση, όμως, του παραπάνω τραυματισμού, συνετέλεσε και ο ίδιος ο ενάγων, σε ποσοστό 20% διότι δεν φορούσε, κατά τη στιγμή του ατυχήματος προστατευτικό κράνος (συνομολογείται), όπως όφειλε (αρθ. 12 §6 Ν.2696/1999), γεγονός που συνετέλεσε και συνδέεται αιτιωδώς με τις κακώσεις που υπέστη στο κεφάλι, στο οποίο, σημειωτέον, και μόνο τραυματίστηκε. Ενώ, αν φορούσε κράνος προστατευτικό, οι κακώσεις στο κεφάλι του θα αποφευγόταν ή τουλάχιστον θα ήταν ασφαλώς, ελαφρύτερες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων συνετέλεσε στην επέλευση του τραυματισμού του κατά ποσοστό 30%, έσφαλε, κατά τον εν μέρει βάσιμο, περί τούτου, λόγο της έφεσης. Εξαιτίας του παραπάνω τραυματισμού του ο ενάγων νοσηλεύθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας-ΜΕΘ του νοσοκομείου Βούλας- Αττικής “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ” από 17-8-1999 μέχρι 29-8-1999, όπου παρουσίασε σταδιακή βελτίωση της νευρολογικής εικόνας και στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τη Μ.Ε.Θ στο Τμήμα Φυσικής Ιατρικής και Αποκατάστασης, του ίδιου νοσοκομείου, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τις 11-9-1999. Κατά την είσοδό του στο τμήμα αυτό η κλινική του εικόνα παρουσίαζε συγχυτικό – διεγερτική φάση, στάδιο μετατραυματικής αμνησίας – ήπια αμφοτερόπλευρη πυραμιδική συνδρομή, βάδιζε υποβασταζόμενος, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε ανάγκη από συνοδό επί 24ώρου βάσεως. Αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με ψυχοτρόπα φάρμακα (DROPS ALOPERIDIN), συνεχή ψυχιατρική παρακολούθηση και ασκήσεις εύρους κίνησης, ορθοστάτισης, ισορροπίας, βάδισης εντός-εκτός δίζυγου, συντονισμού κινήσεων. Εξήλθε από το νοσοκομείο αυτό στις 14-9-1999, με συστάσεις να συνεχίσει το πρόγραμμα φυσικής αποκατάστασης στο σπίτι του και να επανέλθει μετά 3 μήνες προς επανεξέταση. Τελικά μετά από μακρά θεραπεία με φάρμακα, εργαστηριακούς ελέγχους (εγκεφαλογραφήματα και αξονικές τομογραφίες) και τακτική ιατρική παρακολούθηση στο παραπάνω νοσοκομείο, όπου νοσηλεύθηκε (ΑΣΚΛΗΠΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ) καθώς και στα νοσοκομεία Αθηνών “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, “417 ΝΙΜΤΣ” και άλλα, όπως προκύπτει από τα πολλά ιατρικά πιστοποιητικά και τους εργαστηριακούς ελέγχους, που διενήργησε ο ενάγων κατά διάφορα χρονικά διαστήματα που προσκομίζονται με επίκληση και ιδία: α) τα από 24-8-2000, 30-10-2000, 27-2-2001, 13-12-2001,17-1-2003 και 3-1-2005 Εγγεφαλογραφήματα, στο α) πρώτο, των οποίων, του ερευνητικού κέντρου “Ο Εγκέφαλος” αναφέρεται “αραιά, ήπια βραδυρρυθμιστικά στοιχεία στην αριστερή κροταφοβρεγματική περιοχή”, στο δεύτερο του Νοσοκομείου “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, αναφέρεται “χωρίς παθολογικά ευρήματα”, στο τρίτο του ιδίου νοσοκομείου αναφέρεται “διάγραμμα με καλή οργάνωση στο οποίο καταγράφηκαν εκφορτίσεις από αιχμηρά στοιχεία γενικευμένης κατανομής, εκφορτίσεις από θ και δ κύματα, πιθανώς οφειλόμενες σε συνειδησιακές διακυμάνσεις, στο τέταρτο του κέντρου διάγνωσης “ΝΕΥΡΟ-ΤΕSΤ” αναφέρεται “διάγραμμα καλής οργάνωσης που στην υπέρπνοια γίνεται ελαφρά και διάχυτα δυσρυθμικό”, στο πέμπτο του Νοσοκομείου “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” αναφέρεται “χωρίς παθολογικά ευρήματα και στο έκτο του νοσοκομείου “417 ΝΙΜΤΣ” αναφέρεται “αστάθεια και αιχμηρότητα του βασικού ρυξού με αραιές βραδυρρυθμίες θ στην ηρεμία, επίταση ανωτέρω χαρακτήρων στην υπέρπνοια με τάση υπερσύγχρονης επέλευσης μεμονομένων βραχειών σειρών βραδυρρυθμιών Θ χωρίς σταθερή ημισφαιρική υπεροχή” καθώς και τις αξονικές τομογραφίες που διενεργήθηκαν στα νοσοκομεία Βούλας και 417 ΝΙΜΤΣ στις 13-3-2000 και 3-1-2005 αντίστοιχα στις οποίες αναφέρεται, στην πρώτη: “δεν παρατηρείται εστιακή βλάβη, παρατηρείται αραχνοειδής κύστη ΑΡ κροταφικού λοβού και στη δεύτερη υπόπικνες αλλοιώσεις” στην περιοχή του κροταφικού και του μετωπιαίου λόγου αριστεράς” σε συνδυασμό και με τα όσα αναφέρονται στην προαναφερθείσα ιατρική πραγματογνωμοσύνη, η υγεία του αποκαταστάθηκε από το μήνα Ιούνιο του έτους 2000. Το γεγονός τούτο επιβεβαιώνεται και από το από 4-5-2000 ιατρικό πιστοποιητικό του τμήματος Φυσικής Ιατρικής και Αποκατάστασης του νοσοκομείου Βούλας “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ”, στο οποίο αναφέρεται ότι “παρουσιάζει ήπια δεξιό υπολειμματική πυραμιδική συνδρομή και ελαφρές νοητικές διαταραχές, από κινητικής απόψεως δύναται σταδιακά να εργαστεί “πιθανώς με μειωμένο ωράριο”, την από 15-3-2000 γνωμάτευση του ιατρού του νοσοκομείου Βούλας Α. Α., όπου αναφέρεται ότι “δεν παρατηρείται εστιακή βλάβη από τα εγκεφαλικά ημισφαίρια και του οπισθίου βόθρου, φυσιολογικό εύρος κοιλιακού συστήματος και υπαραχνοειδών χωρών” σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, σχετικά με την εικόνα που παρουσίασε αυτός κατά την εξέτασή του από τον πραγματογνώμονα, στις 24-1-2005, ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “συνεπεία του ένδικου τραυματισμού του δεν εμφανίζει σοβαρές διαταραχές προσωπικότητας, μνήμης οργανικό σύνδρομο, δυσχέρειες κινητικές αισθήσεων και προσανατολισμού”.
Συνεπώς σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη στην αγωγή του “μόνιμη, διαρκής και εφ’ όρου ζωής αναπηρία” και συγκεκριμένα ότι αυτός πάσχει και θα πάσχει από “σοβαρές διαταραχές προσωπικότητας, μνήμης, οργανικό ψυχοσύνδρομο, απώλεια συγκέντρωσης, δυσχέρειες κινητικές αισθήσεων και προσανατολισμού”. Η μόνη μετατραυματική συνέπεια, από του κατά το ένδικο ατύχημα τραυματισμό του, που παρουσίασε ο ενάγων, είναι αναφερόμενες από τον ίδιο, κατά αραιά χρονικά διαστήματα επιληπτικές κρίσεις, που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά αρχές του 2001 (ήτοι 18 και πλέον μήνες μετά το ατύχημα) και έκτοτε αναφέρει 3-4-επεισόδια μέχρι τις 3-1-2005, χωρίς ωστόσο να έχουν διαπιστωθεί, προσωπικά, από τους ιατρούς τέτοιες κρίσεις (βλ. τις από 22-2-2001 ιατρικές οδηγίες του νευρολογικού εξωτερικού ιατρείου του νοσοκομείου “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, το από 12-12-2001 ιατρικό σημείωμα για διενέργεια ΗΕΓ, του νοσοκομείου “ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ- ΜΠΕΝΑΚΙΟ Ε.Ε.Σ” το από 23-1-2003 πιστοποιητικό του νοσοκομείου “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” στο οποίο αναφέρεται ότι παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία, λόγω κρίσεων επιληψίας και το από 4-1-05 ιστορικό νοσηλείας, επί μία ημέρα, του “417 ΝΙΜΤΣ” όπου πιστοποιείται “αναφερόμενο” επεισόδιο διαταραχής του επιπέδου της συνειδήσεως σε έδαφος μετατραυματικής Ε”, το από 21-11-2005 πιστοποιητικό του νοσοκομείου “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” και τέλος το από 4-5-2005 έγγραφο της στρατιωτικής μονάδας “6ΣΠ/ΕΟΔ ΧΕΙΜΑΡΑ” με το οποίο του χορηγείται, προσωρινά, ετήσια αναβολή λόγω “Ε”, κρίσεων με πρόσφατη υποτροπή κατά φάση μείωσης αγωγής. Όμως δεν αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι μετά το τελευταίο αναφερόμενο από τον ίδιο, κατά την 3-1-2005 επεισόδιο επιληπτικής κρίσης (συνεπεία του οποίου έτυχε και ετήσιας αναβολής από το στρατό) αυτός υπέστη άλλη κρίση επιληψίας (δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει στοιχεία), αλλά ούτε και ότι οι κρίσεις αυτές θα διαρκέσουν εφ’ όρου ζωής του και δεν είναι δυνατό να θεραπευθούν οριστικά με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή (βλ. έκθεση) προαναφερθείσας πραγματογνωμοσύνης). Επίσης δεν αποδεικνύεται ότι οι τυχόν συνεχιζόμενες στο μέλλον επιληπτικές κρίσεις είναι δυνατό να επηρεάσουν και κατά ποιο τρόπο την επαγγελματική του αποκατάσταση, την κοινωνική και οικονομική του εξέλιξη και γενικά την μελλοντική του ζωή και μάλιστα σε βαθμό που η ζημία του δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές που προβλέπονται από τα άρθρα 924 και 932 ΑΚ. Σημειωτέον ότι αυτός από 8-10-2001 μέχρι 17-2-2003 φοίτησε και αποπεράτωσε τις σπουδές του στο τμήμα “Τεχνικού τοπικών εφαρμογών” του Ι.Ε.Κ Νικαίας (βλ. την υπ’ αριθ. 2492/2005 βεβαίωση). Εξάλλου ο ενάγων ούτε στην αγωγή του, ούτε στις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις του αναφέρει συγκεκριμένα, ποια θα ήταν η επαγγελματική και κοινωνικο-οικονομική εξέλιξή, του, με βάση τις προσωπικές του δυνατότητες και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχε λάβει ή που θα μπορούσε να λάβει στο μέλλον (όπως σπουδές ιδιαίτερες, επαγγελματική κατάρτιση κ.λ.π) αν δεν μεσολαβούσε το ατύχημα και ποια μετά το ατύχημα, υπό την επίδραση της επικαλούμενης τελευταίας αυτής μετατραυματικής συνέπειας (επιληψίας). Τα περιστατικά δε αυτά ούτε από τις αποδείξεις προέκυψαν.
Συνεπώς το κονδύλιο της αγωγής, με το οποίο ο ενάγων ζητεί αυτοτελή αποζημίωση με βάση το άρθρ. 931 ΑΚ, είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί”. Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι δεν έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία γιατί δεν καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό του εφαρμοστέου εδώ κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 931 του ΑΚ τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και ενδοιαστικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, δέχεται το Εφετείο, αξιολογώντας αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία (ιατρικά πιστοποιητικά) ότι ο αναιρεσείων από του ένδικου ατυχήματος στις 16-8-1999, όπου τραυματίσθηκε μόνο στο κεφάλι, υποστάς βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, θλάση εγκεφάλου και περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση, και της νοσηλείας του στη μονάδα εντατικής θεραπείας του “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΥ” Βούλας μέχρι τις 14-9-1999, ακολούθησε μακρά θεραπεία με φάρμακα και υποβλήθηκε σε διάφορους εργαστηριακούς ελέγχους, με αποτέλεσμα να αποκατασταθεί η υγεία του τον Ιούνιο του 2000. Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις που προκύπτουν από τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης, στη συνέχεια το Εφετείο ενδοιαστικά δέχεται ότι για πρώτη φορά στις αρχές του 2001 και κατ’ αραιά χρονικά διαστήματα, ο αναιρεσείων εμφάνισε επιληπτικές κρίσεις, που δεν έχουν διαπιστωθεί από τους ιατρούς, αλλά αναφέρονται από τον ίδιο, καίτοι στη συνέχεια το Εφετείο επίσης δέχεται, αξιολογώντας αντίστοιχα ιατρικά πιστοποιητικά, ότι ο αναιρεσείων μέχρι και τον Ιανουάριο του 2005 παρακολουθείτο σε εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείων για τις προαναφερθείσες κρίσεις επιληψίας με επεισόδια διαταραχής του επιπέδου της συνειδήσεως, επί πλέον δε δέχεται το Εφετείο ότι στον αναιρεσείοντα χορηγήθηκε ετήσια αναβολή στράτευσης το Μάιο του 2005, λόγω πρόσφατης υποτροπής των προαναφερθεισών επεισοδίων επιληψίας, χωρίς το Εφετείο να αιτιολογεί επαρκώς την προαναφερθείσα αντιφατική κρίση του, για το πώς δηλαδή δικαιολογείται η υποτροπή κρίσεων επιληψίας το έτος 2005, με την προηγηθείσα παραδοχή ότι από το 2000 η υγεία του αναιρεσείοντος αποκαταστάθηκε. Περαιτέρω, και σε συνέχεια των πιο πάνω παραδοχών του το Εφετείο δέχεται ότι οι προαναφερθείσες επιληπτικές κρίσεις του αναιρεσείοντος δεν θα διαρκέσουν εφόρου ζωής αλλά και θα αντιμετωπισθούν θεραπευτικά με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, χωρίς όμως να δέχεται παράλληλα ότι οι προαναφερθείσες επιληπτικές κρίσεις κατά τις αρχές της ιατρικής επιστήμης είναι δεκτικές οριστικής ίασης, παράλληλα δε με την παραδοχή της δυνατότητας κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, το Εφετείο σε αντίθεση με τις αρχές εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ ενδοιαστικά αποδέχεται την ανυπαρξία μόνιμης βλάβης κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ όταν αυτή είναι δυνατόν να καταστέλλεται περιστασιακά με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Επομένως ο πρώτος λόγος, με τον οποίον αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, συνακόλουθα δε και η αίτηση αναίρεσης, της οποίας παρέλκει η έρευνα για τον άλλο λόγο της. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της εκείνο μόνο που απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και δέχτηκε την αντέφεση της αναιρεσίβλητης ως προς το επιδικασθέν πρωτόδικα αγωγικό ποσό αποζημίωσης από τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές (άρθρ. 580 §3 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ. όπως στο διατακτικό).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 8242/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το εις το διατακτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) Ευρώ.
Κρίθηκε
—————————————–
…