facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Ο ρόλος του μετατραυματικού στρες στους παθόντες σε τροχαία ατυχήματα Υπό Ασπασ. Ε. Καρακώστα Υποψήφια Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών , Γεώρ. Θ. Στεφανόπουλου Κλινικός Ψυχολόγος, Ταξίαρχος Υγειονομικού ΕΛ.ΑΣ.

Ο ρόλος του μετατραυματικού στρες στους παθόντες σε τροχαία ατυχήματα Υπό Ασπασ. Ε. Καρακώστα Υποψήφια Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών , Γεώρ. Θ. Στεφανόπουλου Κλινικός Ψυχολόγος, Ταξίαρχος Υγειονομικού ΕΛ.ΑΣ.

Πρόδηλος καθίσταται η επίπτωση του μετατραυματικού στρες στους παθόντες σε τροχαία ατυχήματα, ιδιαίτερα σ΄αυτούς που αντιμετωπίζουν έστω και μερική αναπηρία εξαιτίας του τραυματισμού τους. Αναγκαία συνεπώς προβάλει η ενημέρωση όλων των εμπλεκομένων στο σύστημα της απονομής της δικαιοσύνης, ιδιαίτερα στις αστικές υποθέσεις εκδίκασης αποζημιώσεων των παθόντων σε τροχαία ατυχήματα.
Δυστυχώς τελευταία στην νομολογιακή μας πρακτική όλο και περισσότερο αποδεικνύεται ότι, τα συνοδά προβλήματα του μετατραυματικού στρες δεν είναι και στοιχειωδώς έστω γνωστά στον δικαστικό χώρο, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερα κατά την επιδίκαση της ιεράς αξιώσεως της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης. 
Εάν δεν κατανοηθούν πλήρως οι δυσμενείς επιπτώσεις του μετατραυματικού στρες στην κοινωνική, οικονομική, οικογενειακή ζωή των θυμάτων αλλά και των μελών των οικογενειών τους, όπως παρατίθενται και στο κατωτέρω άρθρο των ειδικών, δεν θα είναι δυνατή η ορθή απονομή δικαιοσύνης.
Δημοσιεύουμε κατωτέρω το σχετικό με το θέμα άρθρο, ώστε να δοθεί η δυνατότητα μιας αρχικής προσέγγισης του προβλήματος και των επιδράσεων στην μελλοντική ζωή όλων των εμπλεκόμενων σε ένα τροχαίο ατύχημα, είτε αυτοί είναι οι άμεσα εμπλεκόμενοι παθόντες, είτε οι εμμέσως εμπλεκόμενοι – μέλη των οικογενειών τους που βιώνουν τα δυσμενή προβλήματα και οι οποίοι δεν δικαιούνται αποζημίωσης (κατά την κρατούσα άποψη της νομολογίας μας)
Εξαίρεση και φωτεινό παράδειγμα αποτελούν ορισμένες αποφάσεις των δικαστηρίων μας (πολιτικών και διοικητικών), όπου επιδίκασαν ηθική βλάβη στους εμμέσως ζημιωθέντες συγγενείς (γονείς) του θύματος (παραπληγικού), ή με απώλεια σημαντικών σωματικών λειτουργιών (φυτό). Τα άτομα αυτά στο πλαίσιο της συμβίωσης με το θύμα του τροχαίου ατυχήματος αλλά και των υποστηρικτικών υπηρεσιών που προσφέρουν σ΄αυτό, είναι αναγκασμένα να βιώνουν καθημερινά στρεσογόνες καταστάσεις, λύπη και στεναχώρια, με αποτέλεσμα να χρειάζονται και αυτά υποστηρικτική θεραπεία. Στην χώρα μας, σύμφωνα με τους άγραφους νόμους της οικογενειακής μας παράδοσης, αναπτύσσεται ιδιαίτερος σύνδεσμος μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, ακόμη και όταν αυτά δεν εγκαταβιώνουν στον ίδιο χώρο. Παρόλα ταύτα αναγκάζονται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον πάσχοντα συνάνθρωπο και συγγενή τους αγόγγιστα. Πρέπει συνεπώς, εφόσον αποδεικνύεται ότι το συναισθηματικό αποτέλεσμα (ψυχική οδύνη) τελεί σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την αδικοπραξία, να αναγνωρίζεται και στους οικείους του θύματος από τροχαίο ατύχημα η αξίωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. 
Αναμένομε λοιπόν να εγκαταλειφθεί η άκαμπτη και φαινομενικά συνεπής προς τον νόμο θέση που απορρίπτει την επιδίκαση της ηθικής βλάβης στους εμμέσως ζημιωθέντες, μιας και η εξελικτική αυτή τάση της νομικής φιλολογίας και νομολογίας κερδίζει συνεχώς έδαφος και στον χώρο του ευρωπαϊκού δικαίου. (πρβλ ΣΠατεράκης Αντιπρόεδρος ΑΠ ε« Η Χρηματική Ικανοποίηση λόγω Ηθικής Βλάβης» Β Έκδοση Σελ. 242 επ και αυτόθι παραπομπή σε σχετική Νομολογία).

Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των συνδρομητών μας και της νομικής κοινότητας δημοσιεύουμε το κατωτέρω άρθρο που σκιαγραφεί το πρόβλημα της επίδρασης του μετατραυματικού στρες στους παθόντες από τροχαία ατυχήματα, με την ελπίδα ότι, η συνεισφορά των ειδικών επιστημόνων στο θέμα – κλινικών ψυχολόγων – , «ως πρόσωπα με ειδικές γνώσεις», όπως ορίζεται και στις σχετικές με την πραγματογνωμοσύνη διατάξεις του ΚΠολΔ, θα διευρύνει τον ορίζοντα των απαραίτητων γνώσεων που απαιτούνται να έχουν οι εμπελκόμενοι με την απονομή της δικαιοσύνης, δικαστές και δικηγόροι.


Εισαγωγή 

Η διαταραχή μετά από τραυματικό στρες ή διαφορετικά μετατραυματικό στρες αποτελεί ψυχική διαταραχή η οποία εξ ορισμού αναπτύσσεται όταν το άτομο βιώνει συναισθηματικό στρες τέτοιας έντασης , ώστε να είναι τραυματικό για τον εαυτό του. Έπειτα από τέτοιου είδους καταστάσεις είναι δυνατόν να αναπτυχθούν στο άτομο, έντονος τρόμος και απόγνωση και σε ορισμένες περιπτώσεις (όχι λίγες) να αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία , με προεξάρχοντα συμπτώματα, την αναβίωση του τραυματικού γεγονότος , παθολογική αποφυγή ερεθισμάτων ανάκλησης, ευερεθιστότητα, άγχος και κατάθλιψη . 



Η Ιστορία του Συνδρόμου 

Κατά την διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου πολέμου (18ος αιώνας) περιγράφηκε από τον στρατιωτικό ιατρό Jacob DaCosta το σύνδρομο «η καρδιά του στρατιώτη» ή «ευερέθιστη καρδιά» και αναφερόταν στα συμπτώματα διαταραχής του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ταχυκαρδία, εφίδρωση, θωρακικά άλγη, αίσθημα παλμών στο στήθος , νευρικότητα, ανεξήγητο άγχος, διαταραχές του ύπνου ) σε στρατιώτες που μετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις . Αργότερα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ίδιο σύνδρομο αναφέρθηκε ως « σοκ των οβίδων», και αποδόθηκε σε πιθανές εγκεφαλικές βλάβες από τις εκρήξεις των οβίδων κοντά στους στρατιώτες. Στις αρχές του 20ου αιώνα , κάτω από την έντονη επίδραση της ψυχανάλυσης στις ΗΠΑ , το σύνδρομο ονομάστηκε «τραυματική νεύρωση», ενώ η ανάλογη συμπτωματολογία που αναπτύχθηκε σε βετεράνους του Β’ Παγκοσμίου πολέμου , σε επιζήσαντες από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και από τις ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία ονομάστηκε «επιχειρησιακή κόπωση» ή «νεύρωση της μάχης». Το μετατραυματικό σύνδρομο καθορίστηκε με τη σημερινή έννοια έπειτα από τη μεγάλη νοσηρότητα που παρατηρήθηκε στους βετεράνους του Βιετνάμ. 


Διαγνωστικά κριτήρια της διαταραχής μετά από τραυματικό στρες 

Έκθεση σε τραυματικό γεγονός 
Ανακλήσεις του γεγονότος 
Αποφυγή ερεθισμάτων ανάκλησης 
Ευερεθιστότητα 
Διάρκεια άνω του 1 μηνός 
Έκπτωση λειτουργικότητας 



Το σύνδρομο (κλινική εικόνα & μορφές) 

Το πρώτο κριτήριο για να τεθεί η υπόνοια της διαταραχής μετά από τραυματικό στρες είναι εξ ορισμού η ύπαρξη του τραυματικού γεγονότος, δηλαδή το άτομο να βίωσε ή να βρέθηκε αντιμέτωπο με πραγματικό ή απειλούμενο θάνατο, ή σοβαρό βίαιο τραυματισμό ή απειλή της σωματικής του ακεραιότητας ή των άλλων, και επιπλέον η απάντηση του ατόμου να περιλαμβάνει υπέρμετρο φόβο, αίσθημα απόγνωσης και τρόμο. 

Το δεύτερο κριτήριο προϋποθέτει την επίμονη επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος , ως αλγεινές ανακλήσεις, εφιαλτικά όνειρα ή το άτομο να ενεργεί σαν να επαναλαμβάνεται το τραυματικό γεγονός με ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις. 
Επιπλέον παρατηρείται έντονη σωματική και ψυχική αντίδραση σε οποιαδήποτε υπενθύμιση του γεγονότος. Ως επακόλουθο, σύμφωνα με το τρίτο κριτήριο, το άτομο αναπτύσσει μια επίμονη και παθολογική αποφυγή ,των συνδεόμενων με το τραύμα , ερεθισμάτων, ενώ σταδιακά εγκαθίστανται αισθήματα αποξένωσης και απόσυρσης από τον περίγυρο, κατάχρηση οινοπνεύματος ή ψυχοδραστικών ουσιών, συναισθηματική άμβλυνση (ενδεχόμενη αδυναμία να βιώσει αγάπη) και αίσθηση σμίκρυνσης του μέλλοντος (δεν σχεδιάζει για το μέλλον). Στα ανωτέρω προστίθεται σύμφωνα με το τέταρτο κριτήριο, η ευερεθιστότητα, διαταραχές του ύπνου, διαταραχές της μνήμης και της συγκέντρωσης και εκρήξεις οργής. 

Για να τεθεί η διάγνωση της διαταραχής θα πρέπει τα ανωτέρω συμπτώματα να είναι παρόντα για περισσότερο από ένα μήνα (πέμπτο κριτήριο) και να προκαλούν κλινικά σημαντική διαταραχή στην κοινωνική, οικογενειακή και επαγγελματική δραστηριότητα του ατόμου (έκτο κριτήριο). Η διαταραχή μπορεί να είναι οξεία (διάρκεια συμπτωμάτων μικρότερη από τρεις μήνες) , χρόνια (διάρκεια άνω των 3 μηνών) ή καθυστερημένης έναρξης ( όταν εγκαθίσταται τουλάχιστον μετά από 6 μήνες από την έκθεση στο στρεσσογόνο παράγοντα.). 

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι πριν καταλήξει ο κλινικός στη διάγνωση του συνδρόμου, πρέπει να αποκλειστούν οργανικά αίτια (τραυματικές εγκεφαλικές βλάβες, όγκοι του εγκεφάλου, επιληψία, κατάχρηση οινοπνεύματος και ψυχοδραστικών ουσιών) καθώς και ψυχικές διαταραχές που υποδύονται ανάλογη κλινική εικόνα. 



Επιδημιολογία & Συχνότητα 

Υπολογίζεται ότι ο μισός πληθυσμός έχει υποστεί τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του έντονο ψυχολογικό στρες (απειλή κατά της ζωής ή ανάλογης βαρύτητας συμβάντα) και ότι περισσότερο από το ¼ αυτών αναπτύσσουν τη διαταραχή, με αποτέλεσμα η νόσος να αφορά το 5-15% του γενικού πληθυσμού. Ορισμένες ομάδες ατόμων (βετεράνοι πολέμων, επιζήσαντες από στρατόπεδα συγκέντρωσης ) εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση της νόσου ενώ άλλες ομάδες (σώματα ασφαλείας, διασώστες ) εκτίθενται σε έντονα στρεσσογόνους παράγοντες (π.χ. απειλές κατά της ζωής) με μεγάλη συχνότητα και συχνά για μεγάλα χρονικά διαστήματα , γεγονός που τους καθιστά πολύ πιο ευάλωτους στην ανάπτυξη του μετατραυματικού συνδρόμου. 


Αιτιολογία & Παθογένεια 

Με την ανάπτυξη του συνδρόμου σχετίζονται τόσο βιολογικοί όσο και ψυχολογικοί παράγοντες . Εξ ορισμού βέβαια ο στρεσσογόνος παράγοντας (τραυματικό γεγονός) ενέχεται πρωταγωνιστικά στην ανάπτυξη της διαταραχής. Εντούτοις το γεγονός ότι ο ίδιος ο τραυματικός παράγοντας δεν προκαλεί σε όλα τα άτομα μετατραυματικό σύνδρομο, καταδεικνύει (σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα) ότι η διαταραχή σχετίζεται με το υποκειμενικό για το άτομο νόημα του γεγονότος, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και προβάλλει το τραυματικό γεγονός. 

Προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της διαταραχής αποτελούν, το τραύμα στην παιδική ηλικία, διαταραχές της προσωπικότητας (οριακή, παρανοειδής, εξαρτητική, αντικοινωνική), ιδιοσυστασιακή ευπάθεια σε ψυχιατρική νόσο, ανεπαρκές υποστηρικτικό σύστημα, πρόσφατη περίοδος κατάχρησης αλκοόλ. 

Η γνωσιακή θεωρία υποστηρίζει εκτός των άλλων, ότι τα προσβεβλημένα άτομα αδυνατούν να κάνουν εκλογικεύσεις και να επεξεργαστούν το τραυματικό γεγονός καταφεύγοντας σε στρατηγικές αποφυγής των εκλυτικών παραγόντων προκειμένου να χειριστούν τα αλγεινά βιώματα (άγχος). Το συμπεριφορικό μοντέλο υποδεικνύει ότι το τραύμα (μη εξαρτημένο ερέθισμα) συνδέεται με ένα εξαρτημένο (σωματική ή ψυχική υπενθύμιση του τραύματος) και το άτομο μαθαίνει να αποφεύγει τόσο το εξαρτημένο όσο και το μη εξαρτημένο ερέθισμα , αναπτύσσοντας κατά συνέπεια το σύνδρομο. Τέλος, το ψυχαναλυτικό μοντέλο προτείνει ότι το τραυματικό γεγονός ενεργοποιεί πιθανή παλιά, σιωπηλή αλλά άλυτη ενδοψυχική σύγκρουση, η επαναβίωση της οποίας οδηγεί σε παλινδρόμηση και ανάπτυξη της κλινικής εικόνας του μετατραυματικού συνδρόμου. 

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι βιολογικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες στην ανάπτυξη του συνδρόμου ενέχονται υπερδραστηριότητα του συστήματος της νοραδρεναλίνης, των ενδογενών οπιοειδών, του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια και του αυτόνομου νευρικού συστήματος. 


Πρόγνωση 


Η διαταραχή μετά από τραυματικό στρες μπορεί να εμφανιστεί σε διάστημα μιας εβδομάδας έως και 30 χρόνων μετά το τραυματικό γεγονός, ενώ τα συμπτώματα παρουσιάζουν διακύμανση, με έξαρση σε περιόδους άγχους. Περίπου το 30% των ασθενών ιάται πλήρως, 40% διατηρεί ήπιας βαρύτητας συμπτώματα ενώ ένα ποσοστό 10% εμφανίζει επιδείνωση. 





Επιπτώσεις της Μετατραυματικής Διαταραχής 
στο άτομο και στην οικογένεια

Οι επιπτώσεις του τραυματικού γεγονότος σε όλες τις εκφράσεις της ζωής των θυμάτων και των οικογενειών τους είναι καταλυτικές. 
Η οικογενειακή ζωή συχνά διαλύεται είτε γιατί ο/η σύζυγος δεν μπορεί να αντέξει τα ξεσπάσματα θυμού του θύματος, είτε γιατί αυτό αποσύρεται και αναζητά την μοναξιά ή μια άλλη σχέση. Αντίστοιχα διαταράσσεται και η σχέση με τα παιδιά καθώς η συμπεριφορά του θύματος γίνεται είτε υπερβολικά απαιτητική ή πιο αδιάφορη με τελική συνέπεια την αμοιβαία απομάκρυνση. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί το τεράστιο ψυχικό και οικονομικό κόστος για την οικογένεια στις περιπτώσεις που υπάρχουν σημαντικά λειτουργικά προβλήματα στην υγεία του θύματος που απαιτούν καθημερινή φροντίδα. 
Η κοινωνική ζωή συρρικνώνεται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, καθώς το θύμα αποφεύγει να συμμετέχει σε εκδηλώσεις και παρέες, θεωρώντας ότι όταν οι άλλοι τον προσκαλούν το κάνουν από οίκτο. Το ίδιο το θύμα αποφεύγει την επικοινωνία με τους φίλους θεωρώντας ότι είναι πια βάρος για αυτούς με τελική κατάληξη την απομόνωση όταν κάποια στιγμή και εκείνοι αποθαρρυμένοι, σταματούν να επικοινωνούν. 
Ανάλογες είναι οι επιπτώσεις και στην επαγγελματική ζωή του θύματος καθώς χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και είτε γίνεται υπερβολικά εύθικτο στην κριτική ή αποφεύγει την έκθεση σε επαγγελματικές καταστάσεις με τελική έκβαση σημαντικές δυσλειτουργίες τόσο στη σχέση του με τους συναδέλφους του, όσο και τους πελάτες. 

Θα αναφερθούμε σε δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων που αναδεικνύουν τα όσα αναφέραμε παραπάνω: 
Η πρώτη περίπτωση αφορά άντρα 50 ετών οικονομικά ανεξάρτητο, που υπέστη ακρωτηριασμό του αριστερού ποδιού στο ύψος του γονάτου όταν παρασύρθηκε πεζός από διερχόμενο όχημα. Η συμπεριφορά του μετά το τροχαίο έγινε υπερβολικά επιθετική προς τη σύζυγό και τα δυο του παιδιά με συχνούς καυγάδες και κατηγορίες ότι δεν τον «φροντίζουν» και δεν τον «καταλαβαίνουν», με τελική κατάληξη να συνάψει δεσμό με την κατά 30 χρόνια νεότερη γραμματέα του και να φύγει μαζί της εγκαταλείποντας την οικογένειά του. Η σύζυγος έπαθε κατάθλιψη και βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή και θεραπεία, ενώ τα παιδιά παρουσιάζουν ένα πλήθος προβλημάτων συμπεριφοράς στο σχολείο και στις κοινωνικές τους συναναστροφές. 

Η δεύτερη περίπτωση αφορά άντρα 32 ετών άγαμο, ελεύθερο επαγγελματία , που μετά από σύγκρουση του δικύκλου του με αυτοκίνητο που παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη, υπέστη τραυματισμό στο δεξιό γόνατο που του προκαλεί μετρίου βαθμού λειτουργικές ενοχλήσεις στο πόδι (κάποιους περιστασιακούς πόνους και μια ελαφρά χωλότητα στο περπάτημα). Το θύμα μετά το ατύχημα απομονώθηκε κοινωνικά θεωρώντας ότι προκαλεί πλέον τον οίκτο των άλλων κι τον προσκαλούν στις παρέες από λύπη. Ο ίδιος σταμάτησε να επικοινωνεί με τους φίλους του και απέφευγε τις δικές τους προσπάθειες μέχρι που τελικά διέκοψε κάθε επαφή. Η επαγγελματική του ζωή είχε αντίστοιχη πορεία. Άρχισε να θεωρεί ότι οι άλλοι τον σχολιάζουν ειρωνικά όταν τον έβλεπαν να περπατά, ενώ όταν του φέρονταν φιλικά το έκαναν επειδή τον λυπούνται. Προοδευτικά άρχισε να αποφεύγει να αναλαμβάνει καινούργιες δουλειές με κατάληξη οι πελάτες να αναζητήσουν άλλη επαγγελματική συνεργασία και ο ίδιος να είναι πλέον ουσιαστικά άνεργος. 


Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα τόσο με τις υπάρχουσες έρευνες, όσο και με την κλινική μας εμπειρία τα συμπτώματα και οι επιπτώσεις της Μετατραυματικής διαταραχής συνήθως, δεν παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση με την πάροδο του χρόνου.



Θεραπευτική Αντιμετώπιση 


Η θεραπευτική αντιμετώπιση θα εξαρτηθεί από το στάδιο κατά το οποίο θα γίνει αντιληπτή ή θα εγκατασταθεί η διαταραχή, καθώς και από τη βαρύτητα αυτής. Η αντιμετώπιση του ατόμου που πρόσφατα βίωσε ένα τραυματικό γεγονός και εγκαθιστά την συμπτωματολογία του συνδρόμου , συνίσταται σε ψυχολογική υποστήριξη και ενθάρρυνση να συζητά τα συναισθήματά του, ενώ είναι αναγκαία η εκπαίδευση σε τεχνικές χαλάρωσης για το χειρισμό του άγχους. Η χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής τις περισσότερες φορές καθίσταται αναγκαία. 

Στις περιπτώσεις που έχει εγκατασταθεί πλέον η διαταραχή, ή στη χρόνια και καθυστερημένης έναρξης μορφή της νόσου, χρησιμοποιείται συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας. Όσον αφορά την ψυχοθεραπεία αυτή πρέπει να ακολουθήσει ένα μοντέλο παρέμβασης στην κρίση, με παράλληλη ψυχοεκπαίδευση και υποστήριξη στην αποδοχή του γεγονότος και στην ανάπτυξη μηχανισμών αντιμετώπισης . Οι κύριοι άξονες μπορεί να είναι η απευαισθητοποίηση με έκθεση στο τραυματικό γεγονός (σταδιακή ή κατακλυσμιαία), είτε με εκμάθηση τεχνικών χειρισμού του στρες. Σημαντική Βοήθεια μπορεί να αποτελέσει η δημιουργία θεραπευτικών ομάδων ασθενών, μέσα από τις οποίες μοιράζονται τις εμπειρίες τους, ενώ καταλυτικός είναι και ο ρόλος του οικογενειακού και ευρύτερου περιβάλλοντος του ασθενούς στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαταραχής. 


Βιβλιογραφία 

ΧΑΡΤΟΚΟΛΛΗΣ, Π., Εισαγωγή στην Ψυχιατρική, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1986. 

JONES, J. C., BARLOW, D. H., The etiology of posttraumatic stress disorder, in: Clin. Psychol. Rev. , 10: 299, 1990. 

KAPLAN, H. I. , SADDOCK, B. J., Comprehensive Textbook of Psychiatry, 6th ed., 
Williams & Wilkins, Baltimore, 1995

MC FARLANE, A. C., The etiology of posttraumatic morbidity: Predisposing, 
Precipitating and perpetuating factors, in: Brit. J. Psychiatry, 154: 221, 1989.
—————-