facebook
Αρχική Νομολογία Δικονομικά φλέγοντα θέματα Ανακριτικοί Υπάλληλοι Δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο Ποινικό Δικαστήριο επί ποινή ακυρώτητας της διαδικασίας Εκτροπή και πρόσκρουση σε κολώνα της ΔΕΗ Απόφ. ΑΠ 143/2011 ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΙΟΣ 2011

Ανακριτικοί Υπάλληλοι Δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο Ποινικό Δικαστήριο επί ποινή ακυρώτητας της διαδικασίας Εκτροπή και πρόσκρουση σε κολώνα της ΔΕΗ Απόφ. ΑΠ 143/2011 ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΙΟΣ 2011

Ανακριτικοί Υπάλληλοι
Δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο Ποινικό Δικαστήριο
επί ποινή ακυρώτητας της διαδικασίας

Η κατάθεση του προανακριτικού υπαλλήλου, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το δικάσαν ως ποινικό δικαστήριο, αφού κατά το άρθρο 211 εδ α’ ΚΠοιν Δ, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα.



Εκτροπή και πρόσκρουση σε κολώνα της ΔΕΗ


Αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος Χ1, ο οποίος οδηγώντας υπό την επήρεια ναρκωτικών με ιλιγγιώδη ταχύτητα ανώτερη των 170 χιλ., αντί της ανώτερης επιτρεπόμενης των 50 χιλ, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος, εξετράπη της πορείας του αριστερά και στη συνέχεια προσέκρουσε με σφοδρότητα με την εμπρόσθια δεξιά πόρτα του σε κολώνα φωτισμού της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό αυτού και ενός συνεπιβάτη του.


Απόφ. ΑΠ 143/2011
Πρόεδρος : Χαράλαμπος Ζώης
Εισηγητής : Γεωργία Λαλούση
Μέλη : Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή – Ιωάννα Λούκα
Δικηγόροι : Χαράλαμπος Αθανασόπουλος – Παναγιώτης Κατσαρός – Ιωάννα Σακελλαρίου



Κείμενο Απόφ. ΑΠ 143/2011


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297, 573 παρ. 1 και 495 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι παραίτηση ολική ή μερική από το δικόγραφο της αναίρεσης μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκτασή της) κατάργηση της δίκης (ΟλΑΠ 4/1992), χωρίς να είναι αναγκαία η συναίνεση του αναιρεσιβλήτου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκπροσωπήσας την αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρία δικηγόρος, έχοντας την προς τούτο πληρεξουσιότητα, δήλωσε και η σχετική δήλωση καταχωρίστηκε στα πρακτικά, ότι αυτή παραιτείται από το δικόγραφο της κρινόμενης αναίρεσης κατά το μέρος που στρέφεται κατά του τέταρτου και της πέμπτης από τους αναιρεσίβλητους (____ και ____). Η δήλωση παραίτησης, αφού έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις που μνημονεύονται στην αρχή της παραγράφου επέφερε τα αποτελέσματά της και πρέπει να θεωρηθεί η αναίρεση ως μη ασκηθείσα και να καταργηθεί η δίκη ως προς τους ανωτέρω αναιρεσιβλήτους. 
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για την τύχη της αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά:
“Την 10-10-1999 και περί ώραν 4.20′ ο Χ1, αλβανικής υπηκοότητας, οδηγώντας το υπ’ αριθμ κυκλ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο είχε μισθώσει από την ενάγουσα – εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ΟΕ με την επωνυμία “Ε. Χ. και Σια ΟΕ” και ήταν ασφαλισμένο, για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη, στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα-εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “Διεθνής Ένωση ΑΑΕ”, εκινείτο επί της Λεωφόρου … στην περιοχή …, η οποία είναι διπλής κατεύθυνσης με τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, στην τρίτη από δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς Αθήνα. Πριν τη συμβολή της οδού αυτής με την οδό … ο εν λόγω οδηγός έχοντας αναπτύξει ιλιγγιώδη για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα, ανώτερη των 170 kl/h απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος, εξετράπη της πορείας του αριστερά και στη συνέχεια προσέκρουσε με σφοδρότητα με την εμπρόσθια δεξιά πόρτα του σε κολώνα φωτισμού της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα την αποκοπή του οχήματος σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το εμπρόσθιο παρέμεινε επί της κολώνας φωτισμού, ενώ το οπίσθιο εκσφενδονίστηκε μαζί με τα τρία άτομα που επέβαιναν και καθόντουσαν στο οπίσθιο κάθισμα και τελικά ακινητοποιήθηκε διαγώνια σε απόσταση 21,40 μέτρων μετά την κολώνα φωτισμού και εντός του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας της ως άνω Λεωφόρου. Αποτέλεσμα του ως άνω ατυχήματος ήταν το κάθισμα του συνοδηγού να μετακινηθεί προς τα αριστερά και να υποχωρήσει κάτω από το κάθισμα του οδηγού, δηλαδή σε στάθμη χαμηλότερη του καθίσματος του οδηγού και να τραυματισθεί σοβαρά ο συνεπιβαίνων και συνοδηγός του οχήματος Ψ1, ο οποίος υπέστη ρινορραγία-ωτορραγία, εκδορές προσώπου, έξοδο εγκεφαλικής ουσίας από το αριστερό αυτί, κάταγμα βραχιονίου, διάσχιση δέρματος και χαίνον τραύμα δεξιού μηρού με διαχωριστικό-επιπεπλεγμένο κάταγμα λεκάνης αριστεράς κνήμης και μηρού και διάσχιση αυτού, διασχίσεις γεννειακής χώρας και σύνθλιψη μαλακών μορίων γεννητικής και περιγεννητικής περιοχής, από τις οποίες κακώσεις ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ακαριαία ο θάνατός του. Επίσης, αποτέλεσμα του ως άνω ατυχήματος ήταν να τραυματισθεί σοβαρά ο οδηγός του οχήματος Χ1, ο οποίος υπέστη βαριές κακώσεις θώρακος, κοιλίας και κάτω άκρων από τις οποίες ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε αργότερα ο θάνατός του στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας Πειραιά, όπου διακομίσθηκε. 
Για τις συνθήκες του ατυχήματος και την ευθύνη του υπαίτιου οδηγού σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων ____, ____, οι οποίοι επέβαιναν επί του ζημιογόνου οχήματος και καθόντουσαν στο οπίσθιο κάθισμα, ερχόμενοι από το κέντρο διασκέδασης “Πορτοκάλι”, περιοχής … και όλοι τους καταθέτουν, ότι οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν ο Χ1. Ειδικότερα, ο μάρτυρας Μ1 καταθέτει, ότι αμέσως μετά το ατύχημα προσέτρεξε σε βοήθεια των δύο επιβαινόντων στο εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου και κατόρθωσε αυτοδύναμα να απεγκλωβίσει τον οδηγό Χ1, τον οποίο και απέθεσε ακόμα ζωντανό επί της νησίδας λόγω του γεγονότος ότι το κάθισμά του δεν είχε παγιδευτεί στη μάζα των λαμαρινών, πράγμα το οποίο δεν κατέστη εφικτό και για τον παθόντα Ψ1 τον οποίο νεκρό απεγκλώβησε πλήρωμα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Επίσης, το ότι οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν ο Χ1 προκύπτει και από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Μ2 και Μ3, οι οποίοι, μετά λόγου γνώσεως, καταθέτουν, ότι όλοι μαζί βγήκαν από το ως άνω κέντρο, όπου συνδιασκέδαζαν, και κατευθύνθηκαν στα αυτοκίνητα, με τα οποία είχαν έλθει ο καθένας, ότι είδαν τους ____,___, ____, και ____ να φεύγουν με ένα αυτοκίνητο μάρκας Hyundai, το οποίο οδηγούσε ο ____ και ότι στη θέση του συνοδηγού είχε καθήσει ο ____ και στο πίσω κάθισμα οι υπόλοιποι. 
Παρόλα αυτά ο ανθυπαστυνόμος του Τμήματος Τροχαίας Αιγάλεω ___, ο οποίος επελήφθη του τροχαίου συμβάντος την 4.35’ώρα άφιξης και έναρξης σύνταξης της έκθεσης αυτοψίας και του συνοδεύοντος αυτή σχετικού σχεδιαγράμματος από μη ορθή εκτίμηση των όσων συνέβησαν στο τροχαίο ατύχημα, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο ίδιος, δεν έλαβε υπόψη του τις προφορικές διευκρινήσεις του αυτόπτη μάρτυρα Μ2 και αναφέρει ως θανόντα Χ1, τον οποίο, σημειωτέον, είχε ήδη παραλάβει ζωντανό, προ της άφιξής του, το Β33 όχημα του ΕΚΑΒ, την 4.29′ και είχε διακομισθεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας Πειραιά, χωρίς, επίσης, να αναφέρει στην έκθεση αυτοψίας ποια θέση είχε καταλάβει αυτός εντός του ζημιογόνου οχήματος κατά τη στιγμή της ένδικης πρόσκρουσης, αλλ’ ούτε ότι αυτός δεν ανευρέθη στον τόπο του ατυχήματος κατά την άφιξή του, δηλώνοντας ως αναφερόμενο οδηγό τον Ψ1. Τέλος, στην ως άνω έκθεση αυτοψίας δηλώνεται, επίσης, ότι η θέση του συνοδηγού είχε μετακινηθεί προς τη θέση του οδηγού και σε επίπεδο υψηλότερο αυτής του οδηγού, χωρίς να αναφέρει ποιος των επιβαινόντων στο όχημα καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Όμως οι φωτογραφίες, που συνοδεύουν την από Νοεμβρίου 1999 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ___, αποτυπώνουν το ακριβώς αντίθετο, όπως ειπώθηκε παραπάνω.
Συνεπώς, στην έκθεση αυτοψίας, βάσει όλων των ευρημάτων και καταθέσεων, δεν έχει αποτυπωθεί όλη η αλήθεια, την οποία όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της έκθεσης και του σχεδιαγράμματος, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Παναγιώτης Αγγελόπουλος, ο οποίος στην υπ’ αριθμ 4399/10-7-2000 υποβλητική αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών για τη θέση στο αρχείο της σχετικής ποινικής δικογραφίας αναφέρει τα εξής: «Η εκδοχή της υποβλητικής αναφοράς και εκθέσεως αυτοψίας των προανακριτικών υπαλλήλων της τροχαίας Αιγάλεω, ότι οδηγός του οχήματος ήταν ο Ψ1 (νεκρός), δεν επιβεβαιώνεται λόγω της ολοσχερούς καταστροφής του οχήματος και είναι εντελώς αντίθετη με τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων λοιπών τραυματισθέντων, που αναφέρουν ως οδηγό τον Χ1». Και είναι μεν αληθινό, ότι με την 29652/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών οι τρεις επιζώντες του ζημιογόνου οχήματος και επιζώντες αυτόπτες μάρτυρες ___, ___ και ____ καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών ο καθένας για ψευδορκία μάρτυρα, αναφερόμενη στις ένορκες καταθέσεις τους τις οποίες έλαβε κατά την προανάκριση ο συντάξας την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα ανθυπαστυνόμος του τμήματος τροχαίας Αιγάλεω ___, με το σκεπτικό ότι «…. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει κυρίως ο μάρτυρας ____, ο οποίος διενήργησε και την προανάκριση και έχει συντάξει και το σχετικό έγγραφο». Πλην όμως η εν λόγω κατάθεση του προανακριτικού αυτού υπαλλήλου, με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το δικάσαν ως άνω ποινικό δικαστήριο, αφού, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, κατά το άρθρο 211 εδ α’ ΚΠοιν Δ, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα. 
Από τα παραπάνω περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από τα πιο πάνω στοιχεία γίνεται φανερόν, ότι το ένδικο ατύχημα και οι συνέπειές του οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος Χ1, και ειδικότερα σε αμέλειά του, η οποία συνίσταται στο ότι αυτός από έλλειψη της προσοχής που αρμόζει σε κάθε συνετό οδηγό που όφειλε και εύκολα μπορούσε με τις συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλει οδηγώντας το υπ’ αριθμ … ΙΧΕ αυτοκίνητο επί της Λεωφόρου … χωρίς σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και έχοντας αναπτύξει ιλιγγιώδη για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα ανώτερη των 170 χιλ., αντί της ανώτερης επιτρεπόμενης των 50 χιλ, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος, εξετράπη της πορείας του αριστερά και στη συνέχεια προσέκρουσε με σφοδρότητα με την εμπρόσθια δεξιά πόρτα του σε κολώνα φωτισμού της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα να προκαλέσει το εν λόγω ατύχημα”. 
Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τον πρώτο λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας με τον οποίο διετύπωνε παράπονα για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σχετικά με το ποιος οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο κατά το χρόνο του ατυχήματος και ακολούθως αφενός μεν δέχθηκε την αγωγή αποζημίωσης των πέντε πρώτων από τους αναιρεσίβλητους, αφετέρου δε απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή που είχε αυτή ασκήσει κατά των πρώτου, δεύτερης, έκτης και έβδομου από τους αναιρεσίβλητους. 

ΙΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 11 περίπτωση γ’ ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2008). Στην προκείμενη περίπτωση με τον υπό στοιχείο Α λόγο αναίρεσης, με τον υπό στοιχείο Β1, καθώς και με τον πρόσθετο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Εφετείο υπέπεσε στην προαναφερόμενη πλημμέλεια, διότι δεν έλαβε υπόψη α) το υπ’ αριθμ πρωτ 427/Φ.808.9/10-10-1999 δελτίο παροχής βοήθειας του 2ου Πυροσβεστικού Σταθμού Αθηνών και β) την 29652/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία κρίθηκαν ένοχοι ψευδορκίας οι μάρτυρες, στις προανακριτικές καταθέσεις των οποίων στήριξε το δικαστήριο την κρίση του ότι οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ο Χ1 και όχι ο Ψ1 που ισχυρίστηκε η αναιρεσείουσα, έγγραφα τα οποία είχε προσκομίσει νόμιμα με επίκληση για να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι οδηγός του ζημιογόνου και ασφαλισμένου από αυτήν αυτοκινήτου για τις προς τρίτους προξενούμενες ζημίες ήταν ο Ψ1, ο οποίος βρέθηκε ότι είχε κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών με συνέπεια να ισχύει ο συμβατικός όρος απαλλαγής της από την ευθύνη. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν μνημονεύει ειδικώς, ούτε αξιολογεί το πιο πάνω αποδεικτικό έγγραφο, βεβαιώνει όμως, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα πως οδηγός του αυτοκινήτου κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ο Χ1 και συνοδηγός ο Ψ1 κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και “.. όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και αντίγραφα των εγγράφων της ποινικής δικογραφίας”.
Από τη γενική όμως αυτή διαβεβαίωση σε συνδυασμό με τις ανωτέρω παρατιθέμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης , στις οποίες δεν αναφέρεται με σαφήνεια ότι τα αστυνομικά όργανα και τα όργανα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που προσήλθαν στον τόπο του ατυχήματος αμέσως μετά από αυτό, βρήκαν στη θέση του οδηγού, νεκρό, τον Ψ1 και μάλιστα εγκλωβισμένο στις λαμαρίνες των εξαρτημάτων του αυτοκινήτου και αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν μηχανικά μέσα για να τον απεγκλωβίσουν, ούτε διευκρινίζεται πώς αυτός, που φέρεται ως συνοδηγός, εκτόπισε τον Αλβανό υπήκοο από τη θέση του οδηγού, στην οποία φέρεται ότι καθόταν πριν από το ατύχημα, και κατέλαβε τη θέση αυτή εκείνος (Ψ1) και σε ποιο μέρος του αυτοκινήτου βρέθηκε ο αλλοδαπός και γιατί δεν είχε εγκλωβιστεί και αυτός στη θέση του οδηγού, στην οποία φέρεται ότι καθόταν, με αποτέλεσμα να τον βγάλει από το αυτοκίνητο αυτοδυνάμως ο κατονομαζόμενος συνεπιβάτης, δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και το προαναφερόμενο Δελτίο Παροχής Βοήθειας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. 

Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι το Εφετείο στηρίζει την κρίση του ότι οδηγός του αυτοκινήτου κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν ο Χ1, κυρίως, στις προανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων ___, ____ και ____, οι οποίοι ήταν συνεπιβάτες, καθήμενοι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, με τις οποίες καταθέσεις βεβαιώνουν ότι οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο Χ1 και όχι ο Ψ1. Αλλά από την 29652/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, την οποία η αναιρεσείουσα είχε νομίμως προσκομίσει με επίκληση στο εφετείο, προκύπτει ότι οι ανωτέρω μάρτυρες κρίθηκαν ένοχοι ψευδορκίας για τις καταθέσεις τους αυτές και επιβλήθηκε σ’ αυτούς φυλάκιση δώδεκα μηνών. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, σχολιάζοντας την ανωτέρω απόφαση, αποφαίνεται ότι το ποινικό δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του κρίση στην κατάθεση του ανθυπαστυνόμου του τμήματος τροχαίας Αιγάλεω Ν. Π., ο οποίος διενήργησε την προανάκριση για το τροχαίο ατύχημα και έχει συντάξει την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα και ακολούθως διατυπώνει την άποψη ότι η κατάθεση αυτή δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 211 εδ α’ ΚΠοινΔ, παρότι τα προανακριτικά καθήκοντα του μάρτυρα είχαν ασκηθεί σε άλλη δικογραφία (τροχαίο ατύχημα) και όχι για τη δίκη της ψευδορκίας. Από τις παρατιθέμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, ενόψει και της διατυπούμενης επιφύλαξης για την εγκυρότητα της διαδικασίας, καταλείπονται αμφιβολίες για αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα άλλα έγγραφα και την πιο πάνω απόφαση του ποινικού δικαστηρίου κατά το σχηματισμό της κρίσης του για το πρόσωπο του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης (υπό στοιχεία Α, Β1 και πρόσθετος), επομένως, είναι βάσιμοι, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών. 
ΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο Αθηνών, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι ως ηττηθέντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας.

ΓIA TOYΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Καταργεί τη δίκη ως προς τον τέταρτο και την πέμπτη από τους αναιρεσιβλήτους (Γ. Μ. και Ό. Χ.).
Αναιρεί εν μέρει την 5644/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως προς του διαδίκους για τους οποίους δεν έγινε παραίτηση.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ.
Κρίθηκε 
—————————-