facebook
Αρχική Νομολογία Τροχαίο και Ασφαλιστικό - Ιδιωτική Ασφάλιση - Αστική ευθύνη επί τροχαίων ατυχημάτων Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης Έλλειψη της κατά νόμο άδειας οδήγησης Μόνον εάν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ατύχημα Προϋποθέσεις (1) Απόφ. Μον.Πρ.Θεσ/κης 33284/2009 ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009

Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης Έλλειψη της κατά νόμο άδειας οδήγησης Μόνον εάν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ατύχημα Προϋποθέσεις (1) Απόφ. Μον.Πρ.Θεσ/κης 33284/2009 ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009

Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης
Έλλειψη της κατά νόμο άδειας οδήγησης
Μόνον εάν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ατύχημα
Προϋποθέσεις (1)

Η γραμματική διατύπωση της διάταξης του εδ. α της παρ. 1 του άρθρου 6β του Ν.489/1976, όπως διατυπώθηκε μετά το ν. 3557/2007, (έλλειψη άδειας οδήγησης) μπορεί μεν να μην περιέχει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συναφείας, όμως με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη η απαλλαγή του ασφαλιστή δεν επέρχεται μόλις διαπιστωθεί η έλλειψη άδειας στο πρόσωπο του εμπλακέντος στο ατύχημα οδηγού, αλλά εφόσον συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας του οδηγού και του ατυχήματος. 
Η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη αντιλαμβάνεται τους αναφερόμενους στην ανωτέρω διάταξη λόγους απαλλαγής ή εξαίρεσης ως κεκαλυμμένα ασφαλιστικά βάρη.
Επομένως, η ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 6β΄παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 489/1976, όταν οι συνθήκες και περιστάσεις φέρουν τυπικά στοιχεία ατόμου ανικάνου προς οδήγηση, (ως στερούμενου κατά νόμο άδειας ικανότητας οδηγού). 
Τέτοια στοιχεία μπορεί να είναι π.χ. :
αδικαιολογήτως υψηλή ταχύτητα πέραν του ορίου, 
αδικαιολόγητη κίνηση στο αντίθετο ρεύμα πορείας, 
οφιοειδής κίνηση του αυτοκινήτου, 
μη αντίληψη ευκρινούς στροφής κ.λ.π.. 
Στις περιπτώσεις αυτές τεκμαίρεται η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας και ο ασφαλιστής επικαλούμενος τις συνθήκες του ατυχήματος προς απόδειξη του λόγου απαλλαγής του θεωρείται ότι ανταποκρίθηκε στο επιβαλλόμενο σε αυτόν σχετικό βάρος απόδειξης. Το τεκμήριο αυτό είναι επιδεκτικό ανταπόδειξης από τον ασφαλισμένο, ο οποίος μπορεί να προβάλει πρόσφορα περιστατικά, που κατατείνουν σε ανατροπή της αιτιώδους συνάφειας. Πότε συμβαίνει τούτο είναι ζήτημα συγκεκριμένης περίπτωσης

Σχόλια- Παρατηρήσεις

1) Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης & Έλλειψη αδείας Ικανότητας Οδήγησης.
Έξοχο το σκεπτικό της κατωτέρω δημοσιευόμενης απόφασης που συναρτά την εξαίρεση της ασφαλιστικής κάλυψης με τον αιτιώδη σύνδεσμο αναφορικά με την πρόκληση του ατυχήματος, παρότι στην γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης δεν περιέχεται αυτή, όπως στις περιπτώσεις της μέθης και της διαφορετικής χρήσης του αυτοκινήτου από αυτή που αναφέρεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Βλ. σχετικώς Άρθρο Γεωργίου Δ. Τριανταφυλλάκη – Αναπληρωτή Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ, << Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου. ΣΕΣυγκΔ 2006/402, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρεται : 
Ως γνωστόν προϋπόθεση (τρίτη κατά σειρά) για τη γένεση αστικής ευθύνης στο σύστημα δικαίου μας είναι η αιτιώδης συνάφεια (ή σύνδεσμος) μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης (εν προκειμένω παραβίασης ΚΟΚ κλπ) και της επελθούσης ζημίας. Η αιτιώδης συνάφεια έχει την έννοια της σχέσης αιτίου και αιτιατού (&μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και του αποτελέσματος (ζημίας)). Η αναγκαιότητα ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης είναι αυτονόητη, αποτελεί δε ένα από τα θεμέλια του αστικού μας δικαίου &
& η συνδρομή ή μη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του ασφαλισμένου και της επέλευσης της ζημίας, είναι σαφές ότι ανατρέπει όλη τη λογική της αστικής ευθύνης και καταφέρει καίριο πλήγμα στη δομή του αστικού δόγματός μας.
Και τούτο διότι, η συναγωγή ενός τεκμηρίου στο δίκαιό μας είναι ζήτημα οντολογικής φύσης. Η υπαγωγή ενός οντολογικού γεγονότος & σε μια αξιολογική έννοια, δηλ. το αν και κατά πόσο το γεγονός αυτό συνετέλεσε στο ατύχημα, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συναγωγής τεκμηρίου, αλλά μόνο υπαγωγικής συλλογιστικής, δηλ. αξιολόγησης πραγματικών γεγονότων σε σχέση με την προσφορότητά τους να συμβάλλουν αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα & το δόγμα του δικαίου μας δεν επιτρέπει τη συναγωγή τέτοιων αμάχητων τεκμηρίων.

Απόφ. Μον.Πρ.Θεσ/κης 33284/2009
Πρόεδρος: Χριστίνα Ζαπάρτα
Δικηγόροι: Ιωάννης Δόξας – Στέργιος Βελλίδης – Σοφία Τσιπτσέ

Σχόλια- Παρατηρήσεις

1) Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης & Έλλειψη αδείας Ικανότητας Οδήγησης.
Έξοχο το σκεπτικό της κατωτέρω δημοσιευόμενης απόφασης που συναρτά την εξαίρεση της ασφαλιστικής κάλυψης με τον αιτιώδη σύνδεσμο αναφορικά με την πρόκληση του ατυχήματος, παρότι στην γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης δεν περιέχεται αυτή, όπως στις περιπτώσεις της μέθης και της διαφορετικής χρήσης του αυτοκινήτου από αυτή που αναφέρεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Βλ. σχετικώς Άρθρο Γεωργίου Δ. Τριανταφυλλάκη – Αναπληρωτή Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ, << Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου. ΣΕΣυγκΔ 2006/402, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρεται : 
Ως γνωστόν προϋπόθεση (τρίτη κατά σειρά) για τη γένεση αστικής ευθύνης στο σύστημα δικαίου μας είναι η αιτιώδης συνάφεια (ή σύνδεσμος) μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης (εν προκειμένω παραβίασης ΚΟΚ κλπ) και της επελθούσης ζημίας. Η αιτιώδης συνάφεια έχει την έννοια της σχέσης αιτίου και αιτιατού (&μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και του αποτελέσματος (ζημίας)). Η αναγκαιότητα ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης είναι αυτονόητη, αποτελεί δε ένα από τα θεμέλια του αστικού μας δικαίου
& η συνδρομή ή μη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του ασφαλισμένου και της επέλευσης της ζημίας, είναι σαφές ότι ανατρέπει όλη τη λογική της αστικής ευθύνης και καταφέρει καίριο πλήγμα στη δομή του αστικού δόγματός μας.
Και τούτο διότι, η συναγωγή ενός τεκμηρίου στο δίκαιό μας είναι ζήτημα οντολογικής φύσης. Η υπαγωγή ενός οντολογικού γεγονότος & σε μια αξιολογική έννοια, δηλ. το αν και κατά πόσο το γεγονός αυτό συνετέλεσε στο ατύχημα, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συναγωγής τεκμηρίου, αλλά μόνο υπαγωγικής συλλογιστικής, δηλ. αξιολόγησης πραγματικών γεγονότων σε σχέση με την προσφορότητά τους να συμβάλλουν αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα & το δόγμα του δικαίου μας δεν επιτρέπει τη συναγωγή τέτοιων αμάχητων τεκμηρίων.

2) Αποθετική ζημία Δημοσίου Υπαλλήλου & Αστυνομικού
Αθροιστική απόληψη μισθών εξ ΑΚ 930 παρ.3 συμπεριλαμβανομένων και των κρατήσεων δώρο Χριστουγέννων – Πάσχα, καθώς επίσης και το εκλογικό επίδομα. βλ Εφ.Αθ. 6106/2006 ΣΕΣυγκΔ 2007/221, Εφ.Αθ. 8614/2000 ΣΕΣυγκΔ 2005/100


Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Θεσ/κής 33284/2009

Απόσπασμα & Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α΄ και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος, η οποία περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος (θετική ζημία) και το διαφυγόν κέρδος. Στο άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ ορίζεται ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται εκ του ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται γενικότερη αρχή, κατά την οποία. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 2 του ισχύοντος δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007), το Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει τόσο το μισθό όσο και τα νοσήλια του ασφαλισμένου υπαλλήλου σε περίπτωση νοσηλείας του, κατά το χρόνο της ανικανότητας προς εργασία, συνεπεία αδικοπραξίας. Τέτοια δυνατότητα για πρόσκτηση από τον παθόντα αθροιστικά της αποζημίωσης από τον αδικήσαντα και της παροχής του τρίτου δεν υφίσταται όταν ο νομοθέτης ορίζει διαφορετικά, όπως συμβαίνει κατά το άρθρο 18 του ν. 1654/1986, σύμφωνα με το οποίο η αξίωση αποζημίωσης του παθόντος μεταβιβάζεται εκ του νόμου στο Ι.Κ.Α., το οποίο είτε κατέβαλε είτε υποχρεούται να καταβάλει στον παθόντα την οικεία κοινωνικοασφαλιστική παροχή προς κάλυψη της ζημίας του (ΑΠ 1127/2002 ΕλλΔνη 45.397, ΕφΘες 963/2000 Αρμ 2001.325, ΕφΠειρ 527/1997 ΕλλΔνη 40.354, ΕφΑθ 4494/1992 ΕΣυγκΔ 1993.173, ΕφΠειρ 1151/1991 ΝοΒ 1991.371, ΕφΑθ 839/1990 ΕπΣυγκΔ 1991.374, ΕφΑθ 7495/1990 ΕπΣυγκΔ 1991.373, ΕφΑθ 6858/1990 ΕπΣυγκΔ 1993.103, βλ. και Αθαν. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2008, παρ. 17, αριθμ. 33, σελ. 265 και παρ. 18, αριθμ. 52-56, σελ. 336-338). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 929 παρ. 1 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του», ζημία που επήλθε αποτελεί και η διακοπή του μισθού από τον εργοδότη Ελληνικό Δημόσιο λόγω ανικανότητας προσφοράς εργασίας, η απώλεια διαφόρων επιδομάτων αδείας, δώρων και νομίμων κρατήσεων. Ενόψει αυτών, η αποζημίωση του παθόντος για τη στέρηση των εισοδημάτων του εξαιτίας της ανικανότητάς του για παροχή της εργασίας περιλαμβάνει το σύνολο των ακαθαρίστων (μικτών) αποδοχών του, τις οποίες θα λάμβανε αν δεν τραυματιζόταν, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι νόμιμες κρατήσεις, που ο εργοδότης πρέπει να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 1332/2003 ΕπιΔικΙΑ 2004.23). 

Συνθήκες Ατυχήματος – Υπαιτιτότητα
& Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου της ά αγωγής, οι οποίες δόθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 339 σε συνδ. με 395 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), μεταξύ δε των τελευταίων περιλαμβάνονται και τα δημόσια έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής προδικασίας (ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814, ΑΠ 1034/1977 ΝοΒ 26.921), καθώς και τις προσκομιζόμενες από τον κυρίως ενάγοντα φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από τους αντιδίκους του (άρθ. 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: 
Την 4-6-2008 και περί ώρα 18:05, ο Χ1 (ενάγων της ά αγωγής), οδηγώντας την με την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας & δίκυκλη μοτοσικλέτα, κινούταν επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση από την λεωφόρο Στρατού προς την οδό Μ. Μπότσαρη. Την ίδια στιγμή ο Ψ1 (πρώτος εναγόμενος της β΄ αγωγής – παρεμπιπτόντως εναγόμενος της β΄ αγωγής), οδηγούσε την με αριθμό κυκλοφορίας & Δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας και κατοχής του, που ήταν ασφαλισμένη για τις έναντι τρίτων ζημίες στη δεύτερη εναγόμενη της ά αγωγής & παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, επί της οδού Μητροπούλου, η οποία είναι μονόδρομος και διασταυρώνεται κάθετα με την οδό Κωνσταντινουπόλεως και από δεξιά ως προς την πορεία του άνω ενάγοντος οδηγού. Όταν ο τελευταίος, πλησίασε στη διασταύρωση των άνω οδών, στην πορεία του οποίου υπάρχει προ του κόμβου σήμα υποχρεωτικής διακοπής πορείας (STOP & P2), δεν ακινητοποιήθηκε πριν τη διασταύρωση, ώστε να παραχωρήσει προτεραιότητα στην μοτοσικλέτα του ενάγοντος, όπως όφειλε, αλλά εισήλθε αιφνίδια και ανέλεγκτα στον κόμβο με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με αυτήν πλησίον της διπλής διαχωριστικής γραμμής της οδού Κωνσταντινουπόλεως. Συγκεκριμένα, επέπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα της στο εμπρόσθιο δεξιό τμήμα της μοτοσικλέτας του ενάγοντος, την οποία εξέτρεψε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της άνω οδού, όπου βρέθηκαν χαραγές μήκους 2,9 μέτρων από την πτώση της στο οδόστρωμα, επί της συμβολής της με την οδό Μητροπούλου, ενώ η μοτοσικλέτα του πρώτου εναγομένου προσέκρουσε στο εμπρόσθιο αριστερό φτερό του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας & Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, που βρισκόταν σταθμευμένο πριν τη συμβολή των άνω οδών στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού Κωνσταντινουπόλεως, ήταν δε τέτοια η ορμή της πρόσκρουσής της σε αυτό, ώστε το τελευταίο όχημα μετακινήθηκε και προσέκρουσε στον εμπρόσθιο προφυλακτήρα του όπισθεν σταθμευμένου υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας & Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (βλ. το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που συνοδεύει την έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων της Υποδιεύθυνσης Τροχαίας Θεσσαλονίκης). Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν να υποστεί η μοτοσικλέτα του ενάγοντος υλικές ζημίες και ο ίδιος να τραυματιστεί κατά την πτώση του στο οδόστρωμα. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά, το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου οδηγού Ψ1, ο οποίος από αμέλεια μη ενσυνείδητη, δεν κατέβαλε την επιμέλεια και προσοχή που με βάση τις ατομικές του ικανότητες αλλά και του μέσου συνετού οδηγού μπορούσε να καταβάλει, και ειδικότερα, ενώ κινούταν με τις πιο πάνω συνθήκες και είχε σκοπό να εισέλθει σε ισόπεδο οδικό κόμβο, δεν σταμάτησε πριν την είσοδο σε αυτόν, ώστε να παραχωρήσει προτεραιότητα στα οχήματα που κινούνταν επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως, όπως είχε υποχρέωση, λόγω του ευρισκόμενου στην πορεία του σήματος υποχρεωτικής διακοπής πορείας (STOP), αλλά συνέχισε την πορεία του, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1, 26 παρ. 1 και 4, 4 παρ. 3 Ρ-2 του Κ.Ο.Κ. και 330 εδ. β΄ ΑΚ), με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τη δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο κυρίως ενάγων, Χ1. Αντιθέτως, κανένα πταίσμα δεν βαρύνει τον τελευταίο οδηγό, ο οποίος κινούταν σε οδό προτεραιότητας με ταχύτητα, που από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι υπερέβαινε το ανώτερο επιτρεπόμενο όριο των 50 χλμ την ώρα σε κατοικημένη περιοχή. Επομένως, ο ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου της κύριας αγωγής περί συντρέχουσας υπαιτιότητας του κυρίως ενάγοντος στην πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. 

Από την προπεριγραφόμενη σύγκρουση υπέστη σοβαρές υλικές ζημίες η υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας & δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του κυρίως ενάγοντος, για την αποκατάσταση των οποίων, τούτος δαπάνησε: 
(Σ.Σ. Στην συνέχεια η απόφαση αναφέρεται στις υλικές ζημίες της μοτοσυκλέτας και στα απαιτούμενα προς επισκευή της κονδύλια). 

Ολική Καταστροφή 
& Ωστόσο, ενόψει του ότι το άθροισμα του κόστους επισκευής της και της κατά τα ανωτέρω εμπορικής της υπαξίας, ανερχόμενο σε 2.994,41 ευρώ (2.194,41 + 800 = 2.994,41), υπερβαίνει την προ του ατυχήματος αγοραστική αξίας της μοτοσικλέτας του (2.800) ευρώ, προκύπτει ότι αυτή ήταν οικονομικά ασύμφορη να επισκευασθεί από τον ενάγοντα, με συνέπεια να θεωρείται ολοσχερώς κατεστραμμένη κατά την οικονομική έννοια του όρου. Η δε ζημία που αυτός υπέστη από την καταστροφή της ανέρχεται στην άνω αξία της κατά το χρόνο του ατυχήματος, αφαιρουμένης της αξίας των υπολειμμάτων της και εν προκειμένω της αξίας μεταπώλησής της, και συνεπώς, η αποκαταστατέα ζημία του ανέρχεται στο ποσό των 800 (2.800 & 2.000) ευρώ, το δε υπόλοιπο αιτούμενο ποσό που αφορά στο κόστος επισκευής του αυτοκινήτου του, εφόσον υπερβαίνει το παραπάνω όριο, επιβαρύνει τον ιδιοκτήτη του (βλ. ΕφΛαμ 77/2007 ΕπΣυγκΔ 2007.454, ΕφΘεσ 1197/2006 ΕπΣυγκΔ 2006.344, ΕφΠατρ 687/2004 ΑχαΝομ 2005.629, ΕφΑθ 5675/2004 ΕπΣυγκΔ 2005.368, Αθαν. Κρητικό, ό.π., έκδ. 2008, παρ. 22, αριθμ. 10, 64 και 66, σελ. 468 και 484 αντίστοιχα). 

Αμέσως μετά το ατύχημα, ο κυρίως ενάγων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη κάκωση κεφαλής (θλαστικό τραύμα στη δεξιά κροταφική χώρα), περιτραυματική αμνησία, κάκωση δεξιού ημιθωρακίου και κάκωση οσφυικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Νοσηλεύτηκε εκεί από 4-6-2008 έως 11-6-2008, οπότε εξήλθε με οδηγίες για χρήση ζώνης οσφύος επί τρις εβδομάδες και ανάπαυση κατ’ οίκον για δύο εβδομάδες (βλ. την από 6-6-2008 ιατρική γνωμάτευση, το από 11-6-2008 πληροφοριακό σημείωμα του άνω νοσοκομείου και την από 25-6-2008 ιατρική γνωμοδότηση & γνωμάτευση του ορθοπεδικού χειρούργου ___ του άνω νοσοκομείου, που λήφθηκε για λογαριασμό της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας). Κατά το χρόνο του ατυχήματος ο παθών φορούσε προστατευτικό κράνος, το οποίο ράγισε, ενώ έσπασε και το κρύσταλλο της μάσκας του στον αριστερό της σύνδεσμο (βλ. τις προσκομιζόμενες από τον άνω ενάγοντα φωτογραφίες του κράνους του). Τούτο, προστάτευσε την κεφαλή του, αποτρέποντας τυχόν μεγαλύτερη ζημία του κατά την πτώση του στο οδόστρωμα, απορριπτομένης της προβληθείσας από τη δεύτερη κυρίως εναγομένη σχετικής ένστασης περί οικείου πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση του τραυματισμού του ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης. Η αξία του κράνους του ως μεταχειρισμένο ανερχόταν στο ποσό των 80 ευρώ, το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί ως αποζημίωση. Ακόμη, έσπασαν τα γυαλιά ηλίου που φορούσε, τα οποία είχε αγοράσει 20 ημέρες πριν το ατύχημα, αξίας 240 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. 3/16-5-2008 ταμειακή απόδειξη του καταστήματος «.»). Δεν αποδείχθηκε όμως, ότι συνεπεία του ένδικου ατυχήματος καταστράφηκε το τζιν παντελόνι του, τα παπούτσια του και το ρολόι του, αφού μόνη η κατάθεση της συζύγου του περί της αξίας των ανωτέρω πραγμάτων, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση περί του είδους της ζημίας που υπέστη καθένα από αυτά, δεν επαρκεί για την απόδειξη του σχετικού κονδυλίου της αγωγής, το οποίο τυγχάνει απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Επίσης, για την αγορά ειδικής ελαστικής ζώνης οσφύος με μπανέλες δαπάνησε το ποσό των 100 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. 879/10-6-2008 απόδειξη λιανικής πώλησης της «&& »). Λόγω των συνεχών πόνων και κυρίως της οσφυαλγίας με νευρολογική σημειολογία στο κάτω δεξιό άκρο, ο ενάγων επισκέφτηκε τον ιατρό ___, ορθοπεδικό χειρουργό, ο οποίος του συνέστησε να υποβληθεί σε μαγνητική τομογραφία στην οσφυική και θωρακική μοίρα της σπονδυλικής του στήλης, συνολικής δαπάνης 473 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. 22475/24-6-2008 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της «&.»), καθώς και σε 10 φυσιοθεραπείες (κινησιομαλάξεις, διαθερμίες κ.λ.π), για τις οποίες κατέβαλε το ποσό των 200 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. 1356/29-8-2008 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του φυσιοθεραπευτή Δ.Σ). Το σύνολο της δαπάνης για τις μαγνητικές τομογραφίες, καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό φορέα του ενάγοντος (Ο.Π.Α.Δ.), πλην όμως, αυτός για αθροιστική απόληψη και η επιδίκαση του άνω ποσού δεν αποκλείεται, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού η αξίωση για την ασφαλιστική του αυτή παροχή δεν μεταβιβάζεται στον ασφαλιστικό του φορέα ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης, όπως γίνεται με το Ι.Κ.Α. 

Αποθετική Ζημία Αστυνομικού 
Εξάλλου, λόγω του τραυματισμού του ο ενάγων, που τυγχάνει αστυνομικός υπάλληλος με το βαθμό του Β΄ Υπαστυνόμου, υπηρετών ως οδηγός στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, κατέστη ανίκανος να εργαστεί κατά το χρονικό διάστημα από 4-6-2008 μέχρι την 29-6-2008, οπότε έλαβε και σχετική αναρρωτική άδεια (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. Ν.297/13-6-2008 γνωμάτευση της Επιτροπής Αναρρωτικών Αδειών της ΕΛΛ.ΑΣ.). Οι μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο του ατυχήματος ανέρχονταν στο ποσό των 2.117,02 ευρώ, στις οποίες περιλαμβάνονται και η αποζημίωσή του για την παρεχόμενη από αυτόν εργασία για 4 πενθήμερα κατά μέσο όρο, ύψους 184 ευρώ και νυχτερινής εργασίας 48 ωρών κατά μέσο όρο μηνιαίως, ύψους 140 ευρώ, δηλαδή συνολικού ποσού 324 ευρώ, το οποίο του καταβάλλεται αναδρομικά μετά από δίμηνο (βλ. το αναλυτικό σημείωμα αποδοχών του μηνός Ιουνίου 2008 της Διεύθυνσης Διαχείρισης Χρηματικού της ΕΛΛ.ΑΣ.). Συνεπώς, κατά το άνω διάστημα της ανικανότητάς του προς εργασία αυτές ανήλθαν στο ποσό των 1.834,75 ευρώ (2.117,02 Χ 26/30 ημέρες = 1.834,75). Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ανεξαρτήτως του ότι καμία ζημία δεν προκλήθηκε σε αυτόν λόγω της ανικανότητάς του προς εργασία, εφόσον και στο μέτρο που το Δημόσιο συνέχισε να του καταβάλει τις νόμιμες ακαθάριστες (μικτές) τακτικές αποδοχές του, ο ενάγων έχει δικαίωμα για αθροιστική απόληψη αυτών και η επιδίκαση τους δεν αποκλείεται, ως εκ του ότι άλλος υποχρεούται, όπως εν προκειμένω ο άνω ασφαλιστικός του φορέας, να τον αποζημιώσει. Περαιτέρω ανικανότητά του προς εργασία συνεπεία του τραυματισμού του δεν αποδείχθηκε, καθώς οι βραχύχρονες άδειες που έλαβε από 14-7-2008 έως 21-7-2008 και από 8-9-2008 έως 17-8-2008, δεν είναι αναρρωτικές αλλά τμήματα της κανονικής του άδειας. Συνεπώς, κατά το υπόλοιπο αιτούμενο ποσό, το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής του περί απώλειας εισοδήματος από την εργασία του πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ομοίως απορριπτέο τυγχάνει και το επί μέρους κονδύλι της αποζημίωσής του για την αγορά φαρμάκων, ύψους 13,00 ευρώ, διότι η αιτούμενη δαπάνη δεν αποδεικνύεται ότι συνδέεται αιτιωδώς με τον ένδικο τραυματισμό του, αφού στην προσκομιζόμενη ταμειακή απόδειξη του φαρμακείου δεν αναγράφεται το είδος των φαρμάκων ούτε προσκομίζεται κάποια συνταγή ιατρού για τη χορήγηση φαρμάκων ή ιατρική βεβαίωση για την ανάγκη λήψης φαρμακευτικής αγωγής. Τέλος, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε το ατύχημα, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου οδηγού, της φύσης και της έκταση του τραυματισμού του ενάγοντος, της διάρκειας αποθεραπείας του, του πόνου που αυτός δοκίμασε, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (τα εισοδήματα του πρώτου εναγομένου, που τυγχάνει οικοδόμος με ένα ανήλικο τέκνο, προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα και τις φορολογικές του δηλώσεις στην Εφορία), με εξαίρεση αυτή της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, τη οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (βλ. ΑΠ 1114/2000 ΕλλΔνη 41.1591), το δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και επομένως, πρέπει να επιδικασθούν σε αυτήν ως χρηματική του ικανοποίηση 2.000 ευρώ, ποσό που μετά την στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 του ΑΚ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη υπό στοιχείο α΄ και με αριθμό κατάθεσης 39952/6-10-2008 αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά αβάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στον ενάγοντα, το ποσό των 5.727,75 ευρώ (800 + 80 + 240 + 100 + 473 + 200 + 1834,75 + 2000), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, κατά το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό, διότι κρίνεται ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, αλλά και λόγω της αδικοπραξίας του πρώτου εναγομένου (άρθ. 907, 908 παρ. 1 περ. δ΄ και παρ. 2 ΚΠολΔ). Το αίτημα όμως περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του τελευταίου, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, λόγω της μη αμφισβητούμενης από τον ενάγοντα φερεγγυότητας των εναγομένων και ιδίως της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας (βλ. ΕφΘεσ 44/1994 Αρμ. 48.79), η οποία ευθύνεται με βάση έγκυρη και ενεργό σύμβαση ασφάλισης του ζημιογόνου αυτοκινήτου να καλύψει τη ζημία του τελευταίου. Οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή ενός μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ανάλογο με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 100 επ. Κώδικα περί Δικηγόρων), όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.

Παρεμπίπτουσα Αγωγή Ασφαλιστού & Έλλειψη αδείας ικανότητας & εφόσον τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ατύχημα – Προϋποθέσεις
Σχετικά με την υπό στοιχείο β΄ παρεμπίπτουσα αγωγή, από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν τα εξής: Από το προσκομιζόμενο με επίκληση από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία υπ’ αριθμ. _____ ασφαλιστήριο συμβόλαιο που συνήψε με τον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, ιδιοκτήτη της με αριθμό κυκλοφορίας & δίκυκλης μοτοσικλέτας, προκύπτει ότι αυτή είχε ασφαλίσει το άνω ζημιογόνο όχημα για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη κατά το χρονικό διάστημα από 15-4-2008 έως 15-4-2009. Στους συνημμένους στο άνω ασφαλιστήριο Γενικούς και Ειδικούς Όρους, που διέπουν την ασφάλιση αυτή, τους οποίους παρέλαβε ο άνω ασφαλισμένος, όπως δεν αμφισβητείται από αυτόν, και ειδικότερα στο άρθρο 8 παρ. 1β΄αυτών με τίτλο «Γενικές εξαιρέσεις» υπάρχει ρητή πρόβλεψη σε αυτό ότι «Εξαιρούνται από την ασφάλιση ζημίες που προκαλούνται: & .β) από οδηγό ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί». Εντεύθεν παρέπεται ότι η διάταξη του άρθρου 6β΄ παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 489/1976, όπως διαμορφώθηκε μετά το ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α΄ 110), ο οποίος ισχύει από 10-5-2007, που προβλέπει την εξαίρεση από την ασφάλιση στην περίπτωση που κατά το ατύχημα ο οδηγός του αυτοκινήτου στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί, ενσωματωθείσα αυτούσια στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αποτέλεσε συμβατικό όρο αυτού. Περαιτέρω, οι προβλεπόμενοι στα εδ. β΄ και γ΄ της ίδιας παρ. 1 του άρθρου 6β΄ Ν. 489/1976, όπως διατυπώθηκε μετά το ν. 3557/2007, λόγοι απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, κατά τη γραμματικής τους διατύπωση, απαιτούν ως προυπόθεση για την ενεργοποίησή τους τη συνδρομή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ: α) της ανάλωσης οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών και του ατυχήματος και β) της διαφορετικής χρήσης του αυτοκινήτου από αυτή που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και του ατυχήματος. Ανάλογη ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας δεν περιέχεται στην περίπτωση ά της ίδιας παραγράφου, δηλαδή της έλλειψης άδειας οδήγησης, όπως τούτο προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης. Κατ’ ορθότερη όμως γνώμη, με την οποία συντάσσεται και το παρόν Δικαστήριο, από τη γραμματική αυτή διατύπωση της άνω διάταξης του νόμου, δεν μπορεί να συναχθεί η διαφορετική βούληση του νομοθέτη, ότι δηλαδή η απαλλαγή του ασφαλιστή θα επέρχεται χωρίς άλλο, εφόσον διαπιστώνεται ότι στο ατύχημα ο οδηγός του αυτοκινήτου στερούταν άδειας ικανότητας οδηγού. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν οι δύο λόγοι απαλλαγής ( β΄ και γ΄) είχαν διαφορετική νομική φύση από το λόγο απαλλαγής της περίπτωσης ά . Η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη αντιλαμβάνεται τους άνω λόγους απαλλαγής ή εξαίρεσης ως κεκαλυμμένα ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή η απαλλαγή του ασφαλιστή δεν επέρχεται μόλις διαπιστωθεί η έλλειψη άδειας στο πρόσωπο του εμπλακέντος στο ατύχημα οδηγού, αλλά τούτη επέρχεται εφόσον συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας του οδηγού και του ατυχήματος. Επομένως, η ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 6β΄παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 489/1976. Τέτοια κατά κανόνα θα συντρέχει όταν οι συνθήκες και περιστάσεις φέρουν τυπικά στοιχεία ατυχήματος ανίκανου προς οδήγηση προσώπου ως στερούμενου κατά νόμο άδειας ικανότητας οδηγού π.χ. αδικαιολογήτως υψηλή ταχύτητα πέραν του ορίου, αδικαιολόγητη κίνηση στο αντίθετο ρεύμα πορείας, οφιοειδής κίνηση του αυτοκινήτου, μη αντίληψη ευκρινούς στροφής κ.λ.π.. Στις περιπτώσεις αυτές τεκμαίρεται η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας και ο ασφαλιστής επικαλούμενος τις συνθήκες του ατυχήματος προς απόδειξη του λόγου απαλλαγής του θεωρείται ότι ανταποκρίθηκε στο επιβαλλόμενο σε αυτόν σχετικό βάρος απόδειξης. Το τεκμήριο αυτό είναι επιδεκτικό ανταπόδειξης από τον ασφαλισμένο, ο οποίος μπορεί να προβάλει πρόσφορα περιστατικά, που κατατείνουν σε ανατροπή της αιτιώδους συνάφειας. Πότε συμβαίνει τούτο είναι ζήτημα συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. Αθαν. Κρητικού, ό.π., έκδ. 2008, παρ. 28, αριθμ. 35-42).

Εν προκειμένω, όπως προελέχθη, κατά το χρόνο του ατυχήματος ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος Ψ1, οδηγός της ζημιογόνου μοτοσικλέτας, δεν κατείχε την απαιτούμενη από το νόμο άδεια ικανότητας οδήγησης για το άνω όχημα. Διέθετε όμως ελληνική άδεια ικανότητας οδήγησης Β΄ κατηγορίας, δηλαδή για Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ήδη απ΄21-12-2006 (βλ. προσκομιζόμενη άδεια οδήγησης), ενώ ο επιμελεία αυτού εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας, ___, κατέθεσε ότι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος οδηγεί μοτοσικλέτα πάνω από 10 χρόνια, και ότι διαθέτει αλβανική άδεια οδήγησης, η οποία όμως δεν προσκομίστηκε από αυτόν. Ενόψει τούτων, και λαμβανομένης υπόψη της παράβασης του Κ.Ο.Κ. στην οποία υπέπεσε, η οποία δεν φέρει χαρακτηριστικά στοιχεία τυπικά ανίκανου προς οδήγηση προσώπου ως στερούμενου κατά νόμο άδειας ικανότητας οδηγού, καθώς σε τέτοια παράβαση υποπίπτουν καθημερινά εκατοντάδες οδηγού, παρόλο που διαθέτουν την κατά νόμο απαιτούμενη άδεια οδήγησης οχήματος, κρίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η παράβαση του άνω ασφαλιστικού βάρους εκ μέρους του παρεμπιπτόντως εναγομένου, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης της ζημιογόνου μοτοσικλέτας του δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος. Επομένως, δεν συνέτρεχε η επικαλούμενη εξαίρεση από την ασφαλιστική σύμβαση, ώστε η παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία να δικαιούται να αναζητήσει από τον τελευταίο (ασφαλισμένο της και υπαίτιο οδηγό) οποιοδήποτε ποσό θα καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα για την αποζημίωσή του. Μετά ταύτα, πρέπει η παρεμπίπτουσα αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά βάσιμη και να καταδικαστεί η παρεμπιπτόντως ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του παρεμπιπτόντως εναγομένου (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 100 επ. Κώδικα Περί Δικηγόρων), όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.