facebook
Αρχική Νομολογία Αποζημίωση επί θανατώσεως προσώπου Ευθύνη Δημοσίου ΟΤΑ για μη Απομάκρυνση Διαφημιστικών Πινακίδων Επικινδύνων στην οδική Κυκλοφορία Ψυχική Οδύνη 100.000.000 δρχ. Απόφ. Ολμ.ΣτΕ 168/2010

Ευθύνη Δημοσίου ΟΤΑ για μη Απομάκρυνση Διαφημιστικών Πινακίδων Επικινδύνων στην οδική Κυκλοφορία Ψυχική Οδύνη 100.000.000 δρχ. Απόφ. Ολμ.ΣτΕ 168/2010

Η ευθύνη του Δημοσίου κατ` άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος γεννάται εάν ο νόμος ή η παράλειψη της νομοθετήσεως ευρίσκονται σε αντίθεση προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όπως είναι οι διατάξεις του Συντάγματος και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων, οι οποίες από της επικυρώσεώς τους διά νόμου υπερισχύουν, κατ` άρθρο 28 του Συντάγματος, των απλών νόμων.
Με τον Ν. 1604/1986 (ΦΕΚ Α 81) εκυρώθησαν μεταξύ των άλλων οι διεθνείς συμβάσεις α) για την οδική κυκλοφορία και β) για την οδική σήμανση και σηματοδότηση που υπεγράφησαν στη Bιέννη την 8.11.1968. 
Σύμφωνα με το άρθρ. 4 η εγκατάστασις πάσης πινακίδος, ειδοποιήσεως, διαγραμμίσεων ή συσκευής, ήτις θα ηδύνατο να επιφέρη σύγχυσιν μετά των πινακίδων σημάνσεως ή άλλων συσκευών ρυθμίσεως της κυκλοφορίας, ή να καταστήση ταύτας ολιγώτερον ορατάς ή αποτελεσματικάς, είτε να προκαλέση εκθάμβωσιν εις τους χρησιμοποιούντας τας οδούς, είτε απόσπασιν της προσοχής των, κατά τρόπον δυνάμενον να επιδράση επί της ασφαλείας της κυκλοφορίας”. 
Η ανωτέρω διεθνής σύμβαση επιβάλλει σύστημα σημάνσεως και σηματοδοτήσεως των οδών, με ενιαία – διεθνή χαρακτηριστικά το οποίο αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφαλείας για τους χρήστες των οδών. Το σύστημα αυτό, για το οποίο υπεύθυνο είναι το Κράτος, παραβλάπτεται όταν παρεμβάλλονται ξένα – και κυρίως προερχόμενα από την εμπορική διαφήμιση – αντικείμενα τα οποία προορίζονται να αποσπάσουν την προσοχή των οδηγών από τους κανόνες της οδικής κυκλοφορίας και να την κατευθύνουν προς αυτά. 
Συνεπώς η Σύμβαση προτάσσει την υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών να απαγορεύουν την τοποθέτηση στον ευρύτερο χώρο των οδών πάσης επιγραφής ή εγκαταστάσεως, που θα ηδύνατο να προκαλέσει σύγχυση με τις (δημόσιες) πινακίδες κυκλοφορίας, να προκαλεί θάμβωση στους χρήστες των οδών ή να τους αποσπά την προσοχή. 
Οι διατάξεις των εδ. γ` και δ` της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2696/1999, επιτρέπουν μεν κατ΄αρχήν την εγκατάσταση διαφημίσεων επί του οδοστρώματος και των πεζοδρομίων οδών εντός κατοικημένων περιοχών, αντίκεινται όμως στην ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση και συνεπώς είναι ανίσχυρες.
Συνεπώς εφόσον υφίστανται σε πεζοδρόμια των οδών του εδαφίου γ` του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 διαφημιστικές πινακίδες κατά παράβαση των ορισμών της Διεθνούς Συμβάσεως, γεννάται υποχρέωση αφαιρέσεως τους, εξαλείψεως τους ή θέσεως τους εκτός λειτουργίας κατά πρώτο λόγο από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας εντός των διοικητικών ορίων του οποίου δήμου ή κοινότητας κείνται οι εν λόγω πινακίδες και κατά δεύτερο λόγο από την κρατική διοίκηση (αρμόδιο όργανο της Γενικής Γραμματείς Δημοσίων Εργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ή της Περιφέρειας), η 
οποία υπό τις τασσόμενες στην παρ. 8 του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 
προϋποθέσεις, ασκεί την ανωτέρω αρμοδιότητα της καθ` υποκατάσταση των 
προαναφερόμενων οργάνων των Ο.Τ.Α. στο πλαίσιο της διοικητικής εποπτείας επ` 
αυτών.


Εκτροπή Οχήματος και Πρόσκρουση
επί Διαφημιστικής Πινακίδας

Αποτέλεσμα της προσκρούσεως επί της τσιμεντένιας βάσεως της διαφημιστικής πινακίδας ήταν να εκτιναχθούν από αυτό ο οδηγός και η συνοδηγός, οι οποίοι δεν είχαν κάνει χρήση των ζωνών ασφαλείας (άρθρ. 12 παρ.5 ΚΟΚ). 
Συνέπεια του ατυχήματος ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του οδηγού του αυτοκινήτου (βαριές κακώσεις κεφαλής, αυχένα, θώρακα, κοιλίας και αριστερού άνω άκρου) και ο σοβαρός τραυματισμός της συνοδηγού (ενδοκοιλιακή αιμορραγία, πνευμονικές θλάσεις – μικρό πνευμονοθώρακα αριστερά, κατάγματα αριστερού άνω άκρου και ρήξη σπλήνας). 


Ψυχική Οδύνη
100.000.000 δρχ.

Αναγνωρίσθηκε στον αναιρεσίβλητο αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης ποσού 100.000.000 δραχμών, μειωμένη κατά 60%, λόγω συνυπαιτιότητας του θανόντος υιού του αναιρεσιβλήτου για το ένδικο τροχαίο δυστύχημα, (οδήγηση με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα – 80 χιλ/ώρα – νυκτερινή ώρα σε περιοχή με ανεπαρκή φωτισμό, ολισθηρότητα οδοστρώματος λόγω βροχόπτωσης) , ήτοι εν τέλει αξίωση για ποσό 40.000.000 δραχμών (ή 117.388,11 ευρώ), μεταρρυθμισθείσας κατά τούτο της πρωτόδικης απόφασης.


Απόφ. Ολμ.ΣτΕ 168/2010
Πρόεδρος : Π. Πικραμμένος
Εισηγητής : Ε. Αντωνόπουλος
Δικηγόροι : Χρ. Μητκίδης (Νομικό Συμβούλιο του Κράτους) 
Θεοδ. Γιαννακόπουλος


Σχόλια & Παρατηρήσεις

Με την κατωτέρω απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας δίδεται τέλος στο σήριαλ που ξεκίνησε λόγω τροχαίου ατυχήματος τον Απρίλιο του 2000 και έλαβε μεγάλη δημοσιότητα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Έστω υπόψη ότι η Πρωτόδικος Απόφαση είχε κρίνει συνυπαίτιο του ατυχήματος τον θανόντα οδηγό σε ποσοστό 20%.


Κείμενο Απόφ. Ολμ.ΣτΕ 168/2010


Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 
(ΦΕΚ 214 Α`) του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, τακτικού μέλους της συνθέσεως που 
εκδίκασε την ανωτέρω υπόθεση, λαμβάνει μέρος αντ` αυτού στη διάσκεψη ως 
τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Α. Ντέμσιας, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της 
συνθέσεως (βλ. Σ.Ε. 3500/2009 Ολομ. και Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 
248/2009).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 
2250/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με 
αυτή έγινε εν μέρει μόνο δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της 
2255/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και αναγνωρίσθηκε ότι το Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 
117.388,11 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο
του υιού του, συνεπεία πρόσκρουσης του Ι.Χ. ιδιωτικού αυτοκινήτου που 
οδηγούσε ο τελευταίος σε διαφημιστική πινακίδα, η οποία παρανόμως δεν είχε 
απομακρυνθεί από τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί ύστερα από αναίρεση προηγουμένης αποφάσεως του ίδιου Εφετείου (3636/2005) με την 909/2007 απόφαση του Α` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την αναιρεθείσα απόφαση είχε γίνει καθ` ολοκληρία δεκτή έφεση 
του Δημοσίου κατά της προαναφερθείσης 2255/2004 αποφάσεως του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε αναγνωρισθεί ότι το Δημόσιο υπεχρεούτο 
να καταβάλλει στον αναιρεσίβλητο ποσό 586.940,57 ευρώ για την ίδια αιτία 
(ψυχική οδύνη).
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας 
του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 15-5-2009 πράξεως του Προέδρου 
του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος σπουδαιότητος (άρθρο 14 παρ. 2 εδ. Α του 
π.δ/τος 18/1989 ΦΕΚ Α` 8).
4. Επειδή, στο άρθρο 57 του πρ. διατάγματος 18/1989 “Κωδικοποίηση διατάξεων 
νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας” (Α 8), υπό τον τίτλο “Συνέπειες 
αναίρεσης” ορίζονται τα εξής: 
“1. Το Συμβούλιο όταν δέχεται την αίτηση αναιρεί την απόφαση και οι διάδικοι 
επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από αυτήν … 2. Αν αναιρεθεί, 
σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η απόφαση που είχε προσβληθεί, το 
Συμβούλιο παραπέμπει την υπόθεση είτε στο δικαστήριο που είχε εκδώσει την 
απόφαση είτε σε άλλο ομοειδές και ομοιόβαθμο, εκτός αν η υπόθεση δεν 
χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος οπότε αποφασίζει και 
περαιτέρω για αυτή. Σε καμιά περίπτωση το δικαστήριο της παραπομπής δεν 
μπορεί να αποστεί από την απόφαση του Συμβουλίου ως προς τα ζητήματα που 
κρίθηκαν από αυτό”.
5. Επειδή, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δικαστήριο στο οποίο 
παραπέμπεται μετά την αναίρεση η υπόθεση, οφείλει να συμμορφωθεί προς την 
αναιρετική απόφαση, μη δυνάμενο να αποφανθεί διαφορετικά για τα ζητήματα που 
έχουν κριθεί με την απόφαση αυτή. Την ίδια δε υποχρέωση υπέχει και το 
Συμβούλιο Επικρατείας όταν δικάζει αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που 
εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής. Εξάλλου, λόγω της σπουδαιότητας 
εμφανιζομένων ζητημάτων, προβλέπεται στο άρθρο 14 (παρ. 2 και 5) του ίδιου 
πρ. διατάγματος η δυνατότητα απ` ευθείας εισαγωγής ή παραπομπής υποθέσεων
στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ή στην αυξημένη (επταμελή) 
σύνθεση του οικείου τμήματος. Και αν όμως ακόμη η Ολομέλεια ή το τμήμα με 
επταμελή σύνθεση αποφανθούν αντιθέτως προς όσα έκρινε προγενέστερη, σε άλλη 
υπόθεση, αναιρετική απόφαση του Τμήματος με συνήθη σύνθεση, το δικαστήριο στο 
οποίο παραπέμφθηκε η τελευταία αυτή υπόθεση καθώς και το Τμήμα που δικάζει 
αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως επί της παραπομπής δεν μπορούν, κατ` 
επίκληση της αποφάσεως της Ολομελείας ή του Τμήματος με επταμελή σύνθεση, να 
κρίνουν διαφορετικά για τα ζητήματα που έκρινε η αναιρετική απόφαση. Οτι αυτή 
είναι η έννοια των παρατεθεισών διατάξεων συνάγεται όχι μόνο από τη διατύπωση 
του άρθρου 57 παρ. 2 του πρ. διατάγματος 18/1989, κατά την οποία το 
δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί “σε καμία περίπτωση” να αποστεί από την 
αναιρετική απόφαση, αλλά και από την ίδια τη φύση της αναιρετικής αποφάσεως, 
η οποία θα εστερείτο των βασικών χαρακτηριστικών της αν τα κριθέντα μπορούσαν 
και πάλι να αμφισβητηθούν και μάλιστα κατ` επίκληση μεταγενεστέρων 
νομολογιακών δεδομένων (ΣΕ 173/1990, 1459/1993, 155, 2922/2006, 1190, 
1641/2008 κ.ά.).

6. Επειδή, με την 909/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε 
ότι από τη διάταξη του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, 
με την οποία θεσπίζεται η ευθύνη προς αποζημίωση του Ελληνικού Δημοσίου από 
τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της 
δημοσίας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σ` αυτά, συνάγεται ότι για την 
εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως η πράξη ή η 
παράλειψη ή η υλική ενέργεια των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου είναι μη 
νόμιμη, ήτοι με αυτή να παραβιάζεται κανόνας δικαίου, με τον οποίο 
προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Δεδομένου δε ότι οι όροι 
του αδίκου καθορίζονται είτε με τυπικό νόμο είτε με κανονιστική πράξη της 
διοικήσεως, εκδιδόμενη βάσει εξουσιοδοτήσεως νόμου, παρέπεται ότι ευθύνη του
Δημοσίου κατ` άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κωδικός δεν 
γεννάται από την ψήφιση και κύρωση νόμου από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας 
καθώς και από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, πλην εάν ο 
νόμος ή η παράλειψη της νομοθετήσεως ευρίσκονται σε αντίθεση προς 
υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όπως είναι οι διατάξεις του Συντάγματος και οι 
διατάξεις των διεθνών συμβάσεων, οι οποίες από της επικυρώσεως τους δια νόμου 
υπερισχύουν, κατ` άρθρο 28 του Συντάγματος, των απλών νόμων (Σ.τ.Ε. 1141/1999 
7μελής). Περαιτέρω, με τον ν. 1604/1986 (ΦΕΚ Α` 81) εκυρώθηκαν μεταξύ των 
άλλων οι διεθνείς συμβάσεις α) για την οδική κυκλοφορία και β) για την οδική 
σήμανση και σηματοδότηση που υπεγράφησαν στην Βιέννη την 8.11.1968. Στο άρθρο 4 της δευτέρας συμβάσεως, υπό το κεφάλαιο Ι με τίτλο “γενικές διατάξεις” 
ορίζονται τα εξής: “Τα Συμβαλλόμενα Μέλη συμφωνούν ότι απαγορεύεται: a) η 
αναγραφή ή προσάρτησις εις πινακίδα σημάνσεως, το υποστήριγμα αυτής, ή πάσαν 
άλλην συσκευήν ρυθμίσεως της κυκλοφορίας, πάσης προσθήκης μη σχετικής προς 
τον σκοπόν της τοιαύτης πινακίδος σημάνσεως, υποστηρίγματος ή συσκευής` εν 
πάση όμως περιπτώσει, εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή όργανα αυτών ήθελον 
εξουσιοδοτήσει μη κερδοσκοπικόν οργανισμόν όπως εγκαταστήση πληροφοριακός 
πινακίδας, δύνανται να επιτρέψουν όπως το έμβλημα του τοιούτου οργανισμού 
εμφανίζεται επ` αυτών ή του υποστηρίγματος των, υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν 
ήθελεν εκ τούτου καταστή ολιγώτερον εύληπτος η πινακίς σημάνσεως, b) η 
εγκατάστασις πάσης πινακίδος, ειδοποιήσεως, διαγραμμίσεων ή συσκευής, ήτις θα 
ηδύνατο να επιφέρει σύγχυσιν μετά των πινακίδων σημάνσεως ή άλλων συσκευών 
ρυθμίσεως της κυκλοφορίας, ή να καταστήση ταύτας ολιγώτερον ορατάς ή 
αποτελεσματικός, είτε να προκαλέση εκθάμβωσιν εις τους χρησιμοποιούντος τας 
οδούς, είτε απόσπασιν της προσοχής των, κατά τρόπον δυνάμενον να επίδραση επί 
της ασφαλείας της κυκλοφορίας”. Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ισχύοντος κατά 
τον κρίσιμο χρόνο Ν. 2696/1999 με τίτλο “Κύρωση του Κώδικα Οδικής 
Κυκλοφορίας” (ΦΕΚ Α` 57), όπως ίσχυε, προ της τροποποιήσεως του με τον ν. 
3212/2003, οριζόταν ότι: “1. Απαγορεύεται κάθε διαφήμιση που πραγματοποιείται
με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, στα εκτός κατοικημένης περιοχής τμήματα των 
χαρακτηρισμένων εθνικών και επαρχιακών οδών και σε ζώνη μέχρι εκατόν πενήντα 
(150) μέτρων και από τις δύο πλευρές του άξονα των οδών αυτών και είναι ορατή 
από τους χρήστες των οδών. Η παραπάνω ζώνη απαγόρευσης περιορίζεται στα 
σαράντα (40) μέτρα και από τις δύο πλευρές του άξονα των ανωτέρω τμημάτων 
εθνικών και επαρχιακών οδών, που διέρχονται μέσα από κατοικημένη περιοχή, αν
το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στα τμήματα αυτά είναι ανώτερο των 70 km/h. 
Προκειμένου περί οδών που βρίσκονται εντός κατοικημένων περιοχών και το 
επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι 70 km/h ή κατώτερο, επιτρέπεται η 
διαφήμιση, με την επιφύλαξη των κατωτέρω απαγορεύσεων, στο χώρο της οδού και 
μέχρι τη ρυμοτομική γραμμή. Στις οδούς των ανωτέρω κατηγοριών που θα 
χαρακτηρισθούν με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και 
Δημοσίων Έργων σαν πρωτεύον αστικό οδικό δίκτυο και ανήκει σε αυτόν η 
αποκλειστική αρμοδιότητα για τη συντήρηση τους, δύναται να καθορίζονται οδοί, 
τμήματα οδών ή χώροι στους οποίους οι διαφημίσεις απαγορεύονται, είτε στο 
χώρο της οδού (οδόστρωμα, διαχωριστική νησίδα, νησίδα ασφαλείας, οδός 
παρόδιου εξυπηρέτησης, πεζοδρόμιο) είτε εντός των ρυμοτομικών γραμμών ή 
δύναται να επιτρέπονται σε ειδικά πλαίσια, κατασκευασμένα και τοποθετημένα 
σύμφωνα με εγκεκριμένες προδιαγραφές του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας 
και Δημόσιων Εργων. 2. Απαγορεύεται γενικά η τοποθέτηση επιγραφών ή 
διαφημίσεων ή η εγκατάσταση οποιασδήποτε πινακίδας, αφίσας, διαγράμμισης ή 
συσκευής, σε θέση ή κατά τρόπο που μπορεί να έχει οποιεσδήποτε αρνητικές 
επιπτώσεις στους χρήστες της οδού ή να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο την 
κυκλοφορία. Ιδίως απαγορεύεται η τοποθέτηση ή εγκατάσταση των ανωτέρω σε 
τέτοιες θέσεις, ώστε να παρεμποδίζεται η θέα των πινακίδων κατακόρυφης 
σήμανσης ή φωτεινών σηματοδοτών ή να δημιουργείται σύγχυση με πινακίδες 
σήμανσης ή με κυκλοφοριακή διαγράμμιση ή με άλλη συσκευή ρύθμισης της 
κυκλοφορίας ή να τις καταστήσει λιγότερο ορατές ή αποτελεσματικές ή να 
προκαλέσει θάμβωση στους χρήστες της οδού και γενικά να αποσπάσουν την 
προσοχή τους κατά τρόπο που μπορεί να έχει δυσμενή επίδραση στην οδική 
ασφάλεια γενικά. 3. … 8. Διαφημίσεις, επιγραφές, πινακίδες, αφίσες, 
διαγραμμίσεις ή συσκευές που τοποθετούνται κατά παράβαση των διατάξεων του 
άρθρου αυτού αφαιρούνται ή εξαλείφονται ή, εφόσον είναι φωτεινές, τίθενται 
εκτός λειτουργίας, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις της 
παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 2130/1993. Σε περίπτωση που τα αρμόδια όργανα της 
Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων ή της Περιφέρειας διαπιστώσουν την 
παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων του προηγούμενου εδαφίου από τους προς 
τούτο υπόχρεους, δύνανται να τους καλούν προς εκτέλεση των αναγκαίων 
ενεργειών, τάσσοντας τους σχετική προθεσμία ενέργειας. Αν η προθεσμία 
παρέλθει άπρακτη, τα αρμόδια όργανα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων ή 
της Περιφέρειας δύνανται να προβούν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες καθ` 
υποκατάσταση των οργανισμών αυτοδιοίκησης. Η υποκατάσταση αυτή περιλαμβάνει 
κάθε πρόσφορη ενέργεια για την αφαίρεση, εξάλειψη ή θέση εκτός λειτουργίας 
των διαφημίσεων και επιγραφών από οποιονδήποτε χώρο της οδού, ανεξάρτητα από 
το φορέα που τη συντηρεί. . .”. Εξάλλου, με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 
2130/1993 (Α` 62) αντικαταστάθηκε το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1491/1984 
“Μέτρα για τη διευκόλυνση της διακίνησης των ιδεών, τον τρόπο διενέργειας της 
εμπορικής διαφήμισης, την ενίσχυση της αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις” (Α` 
173) ως εξής: “Ο δήμος ή η κοινότητα στην περιφέρεια του οποίου έγινε 
παράβαση κατά τη διενέργεια των πράξεων του νόμου αυτού είναι υπόχρεος και 
αρμόδιος για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, 
ανεξάρτητα αν η πράξη ή διαφήμιση έγινε σε χώρους που ανήκουν στο Δημόσιο, 
τον Ο.Τ.Α. ή ιδιώτες. Οι κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου 
αναγραφόμενες, αναρτώμενες ή επικολλώμενες διαφημίσεις αφαιρούνται ή 
εξαλείφονται, τα δε τοποθετούμενα πλαίσια στοιχεία επιγραφών ή διαφημίσεων 
κατεδαφίζονται υποχρεωτικά και αφαιρούνται τα υλικά αντικείμενα από συνεργεία 
του δήμου ή της κοινότητας, ύστερα από απόφαση του δημάρχου ή προέδρου της
κοινότητας, αφού προηγουμένως γίνει διαπίστωση της παράβασης από τη δημοτική 
αστυνομία ή την οικεία αστυνομική αρχή. . . Η απόφαση του δημάρχου ή προέδρου 
της κοινότητας για κατεδάφιση και αφαίρεση των πλαισίων στοιχείων εκδίδεται 
μετά από κλήτευση, πριν πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, του κυρίου ή 
κατόχου του πλαισίου στοιχείου (διαφημιστή). Κατά της απόφασης του δημάρχου ή 
προέδρου της κοινότητας επιτρέπεται προσφυγή μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες 
ημέρες από την κοινοποίηση, ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο μονομελούς 
διοικητικού πρωτοδικείου. . .”. Από τις διατάξεις αυτές εκρίθη με την 
προαναφερθείσα απόφαση ότι η διεθνής σύμβαση επιβάλλει σύστημα σημάνσεως και σηματοδοτήσεως των οδών, με ενιαία-διεθνή χαρακτηριστικά το οποίο αποσκοπεί 
στην ενίσχυση της ασφαλείας για τους χρήστες των οδών. Το σύστημα αυτό, για 
το οποίο υπεύθυνο είναι το Κράτος, παραβλάπτεται όταν παρεμβάλλονται ξένα – 
και κυρίως προερχόμενα από την εμπορική διαφήμιση – αντικείμενα τα οποία 
προορίζονται να αποσπάσουν την προσοχή των Οδηγών από τους κανόνες της οδικής κυκλοφορίας και να την κατευθύνουν προς αυτά. Εξ ου και η Σύμβαση προτάσσει όλων των διατάξεων περί των σημάτων κ.λπ., την υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών να απαγορεύουν την τοποθέτηση στον ευρύτερο χώρο των οδών πάσης επιγραφής ή εγκαταστάσεως, που θα ηδύνατο να προκαλέσει σύγχυση με τις (δημόσιες) πινακίδες κυκλοφορίας, να προκαλέσει θάμβωση τους χρήστες των οδών ή να τους αποσπά την προσοχή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων 
αυτών, ερμηνευομένων βάσει και των δεδομένων της κοινής πείρας, αποκλείεται 
εν πάση περιπτώσει η τοποθέτηση τέτοιων πινακίδων διαφημίσεων και δη μεγάλων 
διαστάσεων επί του οδοστρώματος της οδού ή του πεζοδρομίου. Επομένως, οι 
ανωτέρω διατάξεις των εδ. γ` και δ` της παρ. 1 άρθρου 11 του ν. 2696/1999, 
επιτρέπουσες κατ` αρχήν την εγκατάσταση διαφημίσεων επί του οδοστρώματος και 
των πεζοδρομίων οδών ευρισκομένων εντός κατοικημένων περιοχών (με όριο 
ταχύτητος μέχρι 70 χιλ./ώρα) και αναγνωρίζοντας στην Διοίκηση την δυνατότητα 
χορηγήσεως αδειών εγκαταστάσεως διαφημίσεων και στους ανωτέρω χώρους είναι 
αντίθετες προς την ως άνω Διεθνή Σύμβαση και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες. 
Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι διατάξεις των εδαφίων αυτών καταργήθηκαν 
ρητώς με το εδάφιο θ`της παρ. 12 του άρθρου 13 του ν.3212/2003 (A` 308) με 
τη σκέψη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, ότι 
εθεωρούντο κατηργημένα από τις ειδικότερες και αυστηρότερες διατάξεις του ν. 
2946/2001 (Α` 224), οποίος ερρύθμιζε τα θέματα υπαιθρίου διαφημίσεως. Από τις
παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει περαιτέρω, ότι, εφόσον υφίστανται σε 
πεζοδρόμια των οδών του εδαφίου γ` του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 
διαφημιστικές πινακίδες κατά παράβαση των ορισμών της Διεθνούς Συμβάσεως, 
γεννάται υποχρέωση αφαιρέσεως τους, εξαλείψεως τους ή θέσεως τους εκτός 
λειτουργίας κατά πρώτο λόγο από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας 
εντός των διοικητικών ορίων του οποίου δήμου ή κοινότητας κείνται οι εν λόγω 
πινακίδες και κατά δεύτερο λόγο από την κρατική διοίκηση (αρμόδιο όργανο της 
Γενικής Γραμματείς Δημοσίων Εργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ή της Περιφέρειας), η 
οποία υπό τις τασσόμενες στην παρ. 8 του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 
προϋποθέσεις, ασκεί την ανωτέρω αρμοδιότητα της καθ` υποκατάσταση των 
προαναφερόμενων οργάνων των Ο.Τ.Α. στο πλαίσιο της διοικητικής εποπτείας επ` 
αυτών (Σ.τ.Ε. 1274, 1766/2005).

7. Επειδή, όπως έγινε δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό με 
την πρωτόδικη, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων, η από 12-
2-2000 έκθεση αυτοψίας και το υπό την ίδια ημερομηνία σχεδιάγραμμα του τόπου
και των πιθανών συνθηκών του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος, που τη 
συνοδεύει, του Τμήματος Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων (Τ.Ο.Τ.Α.) της Τροχαίας 
Αττικής και οι από Απρίλιο 2000 και 26-2-2002 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των 
πραγματογνωμόνων …………. αντιστοίχως προέκυπτε ότι στις 12-2-2000 και 
περί ώρα 03.45, ο υιός του αναιρεσίβλητου ……….. ……. , οδηγώντας το 
με αριθμό κυκλοφορίας …………..ΙΧΕ αυτοκίνητο του, μάρκας ……. ….. 
1.600 cc με συνεπιβάτιδα, στη θέση του συνοδηγού, την ……. , εκινείτο στην 
αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου Κατεχάκη, με κατεύθυνση από 
Μεσογείων προς Καρέα και σε απόσταση 400-500 μέτρα μετά τη διασταύρωση αυτής με την οδό ……..-…………….. (περιοχή Δήμου Παπάγου) και τους εκεί 
φωτεινούς σηματοδότες, με ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h (όπως αναφέρεται στην 
έκθεση του ορισθέντος από το Τ.Ο.Τ.Α. Αθηνών πραγματογνώμονα …..), και 90-
100 km/h (όπως αναγράφεται στην έκθεση του ορισθέντος από τη ……. …….
πραγματογνώμονα … …..). Η λεωφόρος, στο σημείο εκείνο, είχε τρεις λωρίδες 
κυκλοφορίας κατά κατεύθυνση, το δε πλάτος του οδοστρώματος ήταν 10,50 μέτρα
και του χωμάτινου πεζοδρομίου 2 μέτρα. Τα ρεύματα κυκλοφορίας χωρίζονταν από 
νησίδα ασφαλείας με πλάτος 3,50 μέτρα, επί της οποίας υπήρχαν σιδερένια 
κυγκλιδώματα. Επί του πεζοδρομίου υπήρχε μεγάλη μεταλλική φωτεινή 
διαφημιστική πινακίδα, την οποία η εταιρεία “……. ……….” είχε εγκαταστήσει τουλάχιστον από το έτος 1977, κατόπιν σχετικής συμβάσεως με το Δήμαρχο Παπάγου. Η λεωφόρος ήταν ευθεία σε αρκετή απόσταση, το ανώτατο 
επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ορίζετο, με βάση ρυθμιστική πινακίδα, σε 50 km/h, 
ενώ δεν υπήρχαν φωτεινοί σηματοδότες. Η ορατότητα περιοριζόταν λόγω νύκτας 
και ανεπαρκούς τεχνητού φωτισμού, το δε οδόστρωμα ήταν υγρό λόγω προηγηθείσης βροχοπτώσεως. Η κυκλοφορία οχημάτων ήταν αραιή. Όταν το πιο πάνω αυτοκίνητο έφτασε σε απόσταση 400-500 μέτρα από την προαναφερόμενη διασταύρωση, ο οδηγός του έχασε αιφνιδίως τον έλεγχο του, το αυτοκίνητο παρεξέκλινε της πορείας του και αφού διήνυσε ανεξέλεγκτη, διαγώνια προς τα δεξιά πορεία (πλαγιολίσθηση), αφήνοντας ίχνη πλάγιας τριβής επί του οδοστρώματος, μήκους 19,20 μέτρων, προσέκρουσε με σφοδρότητα στην τσιμεντένια βάση της ως άνω διαφημιστικής πινακίδας με αποτέλεσμα να ανοίξουν οι πόρτες του, να διαγράψει τούτο περιστροφή 180 μοιρών, να βρεθεί τελικά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του προς Ηλιούπολη ρεύματος κυκλοφορίας, κάθετα στο οδόστρωμα και να εκτιναχθούν από αυτό ο οδηγός και η συνοδηγός, οι οποίοι, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 3 του Κ.Ο.Κ., δεν είχαν κάνει χρήση των ζωνών ασφαλείας. 

Συνέπεια του ατυχήματος ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του οδηγού του 
αυτοκινήτου (βαριές κακώσεις κεφαλής, αυχένα, θώρακα, κοιλίας και αριστερού 
άνω άκρου) και ο σοβαρός τραυματισμός της συνοδηγού (ενδοκοιλιακή αιμορραγία, 
πνευμονικές θλάσεις – μικρό πνευμονοθώρακα αριστερά, κατάγματα αριστερού άνω 
άκρου και ρήξη σπλήνας). Για το ατύχημα αυτό η συνοδηγός του αυτοκινήτου 
…….. στην από 5-4-2000 ένορκη προανακριτική της κατάθεση αναφέρει ότι ο 
οδηγός του αυτοκινήτου είχε αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη του κανονικού, δεν 
υπήρχε καλός φωτισμός, είχε ομίχλη και ψιλόβρεχε, το οδόστρωμα ήταν βρεγμένο, 
το αυτοκίνητο απότομα παρεξέκλινε ολισθαίνοντας προς τα αριστερά, ο οδηγός 
προσπάθησε να το επαναφέρει “κόβοντας” το τιμόνι προς τα δεξιά, όμως λόγω της 
ολισθηρότητας του οδοστρώματος το αυτοκίνητο διήνυσε 20 περίπου μέτρα προς τα 
δεξιά και προσέκρουσε στη διαφημιστική πινακίδα, από δε την πρόσκρουση 
άνοιξαν οι πόρτες και “πετάχθηκαν” και οι δύο έξω από το αυτοκίνητο, το οποίο 
ακινητοποιήθηκε κάθετα στο οδόστρωμα, κάνοντας στροφή 180 μοιρών και ότι για
το ατύχημα δεν ευθύνεται κανείς άλλος, παρά μόνο η ολισθηρότητα του 
οδοστρώματος και η ταχύτητα που είχε αναπτύξει ο οδηγός και δεν μπόρεσε να 
“κρατήσει” το αυτοκίνητο, όταν τούτο άρχισε να ολισθαίνει. Επίσης, η 
μοναδική, εκτός της συνοδηγού, αυτόπτης μάρτυς ……. …….. στην από 24-
2-2000 ένορκη προανακριτικής της κατάθεση αναφέρει ότι η ίδια με το 
αυτοκίνητο της ακολουθούσε, σε απόσταση 300-400 μέτρα, το αυτοκίνητο του 
θανόντος, όταν είδε ότι αυτό έκανε αρχικά έναν ελιγμό προς τα αριστερά και 
στη συνέχεια έφυγε δεξιά και προσέκρουσε στη διαφημιστική πινακίδα. Εξ άλλου, 
την κατά τα άνω διαφημιστική πινακίδα τοποθέτησε τουλάχιστον από το έτος 1997
στο πεζοδρόμιο της … ……….. και σε απόσταση, όπως προκύπτει από την 
επισκόπηση του σχεδιαγράμματος της Τροχαίας, 1,20 μ. από το ρείθρο του 
πεζοδρομίου, η εταιρεία “…..”, σύμφωνα με τις προσκομισθείσες συμβάσεις 
(συμφωνητικά) μισθώσεως του κοινόχρηστου αυτού χώρου που αυτή είχε συνάψει με το Δήμαρχο Παπάγου, μετά τη διενέργεια δημοπρασίας και την έγκριση του 
αποτελέσματος αυτής με αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής. Η σύμβαση αυτή 
κατηρτίσθη, αφού προηγουμένως, με την 76/28-4-1993 απόφαση του Διοικητικού 
Συμβουλίου καθορίσθηκαν οι χώροι, μεταξύ των οποίων και η …. ……., για 
την τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων (βλ., μεταξύ άλλων, τα 5634/28-12-
1995, 4090/14-9-1995, 1517/20-5-1996, 2272/9-7-1997 και 1726/8-10-1999 
ιδιωτικά συμφωνητικά μισθώσεως μαζί με τις 60/25-8-1995, 14/20-3-1995, 
21/1996 46/2007 και 27/1999 αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής). Επίσης από 
τις προσκομισθείσες πρωτοδίκως 37321/2000, 37322/2000, 37324/2000, 
39958/2000, 37959/2000, 3708/2001, 3709/2001, 3710/2001, 6977/2001, 
89501/2001, 89502, 89503/2001 και 89530/2001, αποφάσεις του Μονομελούς 
Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες λόγω μη 
ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ` αυτών, προκύπτει ότι ο …….. , ως νόμιμος 
εκπρόσωπος της ως άνω μισθώτριας εταιρείας “……… .”, αθωώθηκε από την 
κατηγορία ότι είχε τοποθετήσει σε διάφορα σημεία της Λεωφ. Κατεχάκη, στο 
ρεύμα προς Γλυφάδα, δίπλα στο οδόστρωμα, πριν και μετά τη διασταύρωση αυτής 
με την οδό Πίνδου, έγχρωμες ηλεκτρονικές φωτεινές εναλλασσόμενες 
διαφημιστικές πινακίδες, οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν σύγχυση με 
πινακίδες σήμανσης, ή να προκαλέσουν θάμβωση στους οδηγούς, ή να τους 
αποσπάσουν την προσοχή, με δυσμενή επίδραση στην ασφάλεια της κυκλοφορίας, 
κατά παράβαση των ταυτόσημων διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 9 και 10 του 
προϊσχύσαντος Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2094/1992, Α` 182). Στη συνέχεια, 
ο αναιρεσίβλητος άσκησε κατά του Δημοσίου την από 20.5.2003 αγωγή, κατά τα 
άρθρα 105-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, με την οποία ζητούσε, 
κατόπιν μετατροπής σε αναγνωριστικό του σχετικού καταψηφιστικού αιτήματος, να 
αναγνωρισθεί ότι το αναιρεσείον Δημόσιο υποχρεούται να του καταβάλει ποσό 
5.000.000.000 δραχμών ή 14.673.514,30 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω 
ψυχικής οδύνης για τον θάνατο του υιού του, συνεπεία πρόσκρουσης του Ι.Χ. 
αυτοκινήτου που οδηγούσε ο τελευταίος σε διαφημιστική πινακίδα, η οποία δεν 
είχε απομακρυνθεί από τα αρμόδια όργανα του Δήμου, κατά παράβαση των 
διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με
την υπ` αριθμόν 2250/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την 
οποία, μετά από συνεκτίμηση ιδίως της εκθέσεως αυτοψίας της Τροχαίας και της 
πραγματογνωμοσύνης του…… , κρίθηκε ότι υφίστατο ευθύνη του Δήμου Παπάγου, 
λόγω της τοποθετήσεως της διαφημιστικής πινακίδας, επικίνδυνης ως εκ του 
τρόπου κατασκευής της. Περαιτέρω δε το Διοικητικό Πρωτοδικείο, προσδιόρισε 
την αξίωση του αναιρεσιβλήτου για αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης κατ` αρχήν
στο ποσό των 250.000.000 δραχμών, μειωμένο κατά 20%, λόγω συνυπαιτιότητας του θανόντος υιού του αναιρεσιβλήτου για το ένδικο τροχαίο δυστύχημα και 
περιόρισε το αρχικώς ζητηθέν ποσό αποζημιώσεως λόγω ψυχικής οδύνης σε 
586.940,57 ευρώ (200.000.000 δραχμές). 

Κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκαν εφέσεις τόσο από τον αναιρεσίβλητο όσο και από τον αναιρεσείοντα Δήμο. Με την υπ` αριθμ. 3636/2005 απόφαση του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε την έφεση του αναιρεσιβλήτου και δέχθηκε την έφεση του Δημοσίου, δεχόμενο ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αφαιρέσουν τα όργανα του Δήμου την επίμαχη διαφημιστική πινακίδα και δεν συνδέεται ο θάνατος του οδηγού του αυτοκινήτου με την τοποθέτηση και μη αφαίρεση της εν λόγω πινακίδας από τα όργανα του Δήμου (έλλειψη αιτιώδους συνάφειας), άλλως η διαφημιστική αυτή πινακίδα δεν αποτελεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την πρόσφορη, κατά νόμο, αιτία για τον θανάσιμο τραυματισμό του. Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης ο αναιρεσίβλητος άσκησε αίτηση αναιρέσεως, η οποία έγινε δεκτή με την υπ` αριθμ. 910/2007 απόφαση του Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, μεταξύ άλλων ότι η ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου “είναι αναιρετέα διότι προέβη σε 
εφαρμογή διατάξεως νόμου (ν. 2696/1999 άρθρο 11 παρ. 1 εδάφιο γ`), η οποία 
δεν ίσχυε ως αντίθετη προς διάταξη κανόνα υπέρτερης τυπικής ισχύος (άρθρο 4 
της Διεθνούς Συμβάσεως της Βιέννης) για να καταλήξει στην κρίση περί του ότι 
δεν υφίστατο στη συγκεκριμένη περίπτωση ευθύνη του αναιρεσιβλήτου Δημοσίου, 
ούτε είναι νόμιμη η επάλληλη σκέψη περί αποκλεισμού του αιτιώδους συνδέσμου, 
δεδομένου ότι η παράνομη παράλειψη του δήμου να απομακρύνει την διαφημιστική 
πινακίδα και η διατήρηση αυτής στη συγκεκριμένη θέση (και συναφώς η 
πρόσκρουση του αυτοκινήτου) αποτελεί πρόσφορη αιτία για την επέλευση του 
ζημιογόνου αποτελέσματος”. Ακολούθως δε η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Διοικητικό Εφετείο για νέα νόμιμη κρίση. Τέλος, εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ` αριθμ. 2259/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία αφενός 
απερρίφθη η έφεση του αναιραισίβλητου και αφετέρου έγινε εν μέρει δεκτή η 
έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου, κριθέντος ότι πρέπει (κατ` αρχήν) να 
αναγνωριστεί στον αναιρεσίβλητο αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής 
οδύνης ποσού 100.000.000 δραχμών, μειωμένη κατά 60%, λόγω συνυπαιτιότητας του θανόντος υιού του αναιρεσιβλήτου για το ένδικο τροχαίο δυστύχημα, ήτοι εν 
τέλει αξίωση για ποσό 40.000.000 δραχμών (ή 117.388,11 ευρώ), μεταρρυθμισθείσας κατά τούτο της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, το Εφετείο 
έκρινε ότι συνέτρεχε στη συγκεκριμένη περίπτωση ευθύνη του αναιρεσείοντος 
Δημοσίου υιοθετώντας κατά τούτο την κρίση της 909/2007 αποφάσεως του 
Συμβουλίου της Επικρατείας.

8. Επειδή, προβάλλεται με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως, όπως διευκρινίζεται 
και με το από 19-10-2009 υπόμνημα ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει 
αντιφατική αιτιολογία γιατί ενώ δέχεται περιστατικά που θεμελιώνουν 
αποκλειστική υπαιτιότητα του θανόντος υιού του αναιρεσιβλήτου και οδηγού του 
αυτοκινήτου, στη συνέχεια δέχεται συνυπαιτιότητα του Δημοσίου σε ποσοστό 40%, 
χωρίς να επεξηγεί γιατί η επίμαχη φωτεινή διαφημιστική πινακίδα μπορούσε να 
αποσπάσει την προσοχή του οδηγού και να προκαλέσει το δυστύχημα, εφόσον κατά 
την έννοια των διατάξεων της Διεθνούς Συμβάσεως της Βιέννης της 8-11-1968 που 
κυρώθηκε με τον ν. 1604/1986 μόνο οι πινακίδες που αποσπούν την προσοχή των 
οδηγών είναι παράνομες και αποτελούν πρόσφορη αιτία προκλήσεως οδικού 
ατυχήματος. Σύμφωνα, όμως με όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως περί της 
εννοίας του άρθρου 57 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 ο λόγος αυτός υφ` οιανδήποτε
εκδοχή (δηλαδή είτε της διαπιστώσεως ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου, είτε της 
εσφαλμένης ερμηνείας της Διεθνούς Συμβάσεως της Βιέννης) είναι απορριπτέος ως 
απαράδεκτος, διότι με αυτόν επιχειρείται η αμφισβήτηση των όσων έχουν γίνει 
δεκτά με την υπ` αριθμ. 909/2007 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της 
Επικρατείας. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος η αίτηση 
είναι απορριπτέα στο σύνολο της.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

Επιβάλλει στο αναιρεσείον Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου 
που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
—————————————–