Παράσυρση Πεζού
που διήνυσε το μείζον του οδοστρώματος (1)
Υπαιτιότητα 60 % του μέθη οδηγού του οχήματος που παρέσυρε τον πεζό, καθότι δεν είχε ρυθμίσει την ταχύτητά του ανάλογα με τις κρατούσες συνθήκες, (νύκτα με αμυδρό φωτισμό), αλλά εκινείτο με ταχύτητα που υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χ/ω, καθόσον επρόκειτο για κατοικημένη περιοχή, με αποτέλεσμα να αντιληφθεί καθυστερημένα τον ενάγοντα πεζό, ο οποίος είχε διανύσει ολόκληρο το αντίθετο προς αυτόν ρεύμα κυκλοφορίας και το 1/3 περίπου του ρεύματος, όπου αυτός εκινείτο.
Συνυπαιτιότητα 40% του πεζού ο οποίος επιχείρησε βιαστικά να διασχίσει διαγώνια την ανωτέρω οδό από σημείο, όπου δεν υπήρχαν διαβάσεις πεζών χωρίς, να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων και να λάβει υπόψη του την ταχύτητά τους και χωρίς να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμποδίζει την κυκλοφορία αυτών.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος αναιρεσείοντος στην πρόκληση του ατυχήματος και των εντεύθεν ζημιών του. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχεται σαφώς, ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο του πρώτου αναιρεσιβλήτου, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, είχε σε λειτουργία τα φώτα του, ότι η οδός στο μέρος εκείνο ήταν ευθεία και δεν περιοριζόταν η ορατότητα και ότι εντεύθεν ο αναιρεσείων πεζός, αν είχε ελέγξει την κίνηση της οδού πριν κατέλθει στο οδόστρωμα, θα είχε αντιληφθεί την προσέγγιση του αυτοκινήτου και δεν θα είχε παρεμβληθεί στην πορεία του.
Στη συνέχεια η κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση δέχθηκε ότι οι ελλείψεις της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης που επικαλείται ο αναιρεσείων, δηλαδή το ότι δεν αναφέρεται σ’ αυτή η απόσταση που είναι ευθεία η ανωτέρω οδός, καθώς και η απόσταση από την οποία μπορούσε να αντιληφθεί ο αναιρεσείων τα φώτα του αυτοκινήτου, αν ο οδηγός αυτού έκανε χρήση των φώτων πορείας και αν αυτά φωτίζουν σε απόσταση μεγαλύτερη των 40 μ που ορίζει ο ΚΟΚ, ως επίσης και το ότι δεν καθορίζεται η ακριβής ταχύτητα, με την οποία το αυτοκίνητο έβαινε κατά το χρόνο του ατυχήματος και συγκεκριμένα πόσο αυτή υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο, ανάγονται στην πληρέστερη ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που σαφώς και επαρκώς εκτίθεται στην απόφαση. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
(ΣΣ βλ. κατωτέρω Σχόλια & Παρατηρήσεις μας υπ΄αριθμ.1)
Αναιρετική Διαδικασία
Ζητήματα Υπαιτιότητας
Οι έννοιες της υπαιτιότητας και συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον Αναιρετικό έλεγχο (κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμός 1 και 19 ΚΠολΔ), για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας.
Εκφεύγει, όμως, του αναιρετικού ελέγχου η κρίση τόσο ως προς την ύπαρξη στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτιώδους σχέσης μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και του ζημιογόνου αποτελέσματος, όσον και ως προς το βαθμό (τη βαρύτητα) του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτε και από άποψη παραβίασης ή όχι της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος.
Αναίρεση για Αποθετική Ζημία
Αναιρείται κατ΄άρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ Εφετειακή απόφαση που ενώ δέχθηκε το σχετικό κονδύλιο αποθετικής ζημίας για χρονικό διάστημα από την ημέρα του τραυματισμού έως
την 31.12.2010 στη συνέχεια απέρριψε το σχετικό κονδύλιο για το επόμενο επίδικο χρονικό διάστημα (δηλαδή μετά την 1-1-2011 και μέχρι 31-12-2057). Έτσι όμως η απόφαση διέλαβε αντιφατικές διατάξεις ως προς το ανωτέρω ουσιώδες, καθότι ενώ στην αρχή δέχεται ότι ο παθών αναιρεσείων αδυνατεί πλήρως να εργαστεί σε οποιαδήποτε εργασία, εξαιτίας των αναφερομένων σοβαρών παθήσεών του, που οφείλονται στον τραυματισμό του κατά το αυτοκινητικό ατύχημα, και ότι δεν διαφαίνεται προοπτική για περαιτέρω βελτίωση της κατάστασής του, στη συνέχεια κρίνει αντιφατικά ότι για το μετά την 1-1-2011 επίδικο χρονικό διάστημα η αγωγική αξίωση πρέπει να επανεξεταστεί γιατί καταλείπονται ελπίδες για βελτίωση της υγείας του και η κατάστασή της δεν μπορεί να προβλεφθεί από τώρα.
Ψυχική Οδύνη
Προσδιορισμός ύψους επιδικαζομένων ποσών δεν εμπίπτει στον Αναιρετικό Έλεγχο
Πάγια παραμένει η θέση του Ανώτατου Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου δεχόμενο ότι ο κοινός νομοθέτης έχει λάβει υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης και επομένως, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος.
Απόφ. ΑΠ 1715/2010
Πρόεδρος: Χαράλαμπος Ζώης
Εισηγητής : Γεωργία Λαλούση (αναγνώσασα την έκθεση του αποχωρήσαντος
Γεωρ. Πετράκη)
Μέλη : Βασιλική Θάνου & Χριστοφίλου – Δημητρούλα Υφαντή
Ιωάννα Λούκα
Δικηγόροι : Γρηγόριος Παπαδογιάννης – Φλώρα Τριανταφύλλου
Σχόλια & Παρατηρήσεις
1) Παράσυρση Πεζού που είχε διανύσει το μείζον του πλάτους του οδοστρώματος.
Στοιχεία απαραίτητα για τον καθορισμό της υπαιτιότητας:
Ο ακριβής καθορισμός της απόστασης , την οποία είχε διανύσει ο πεζός κινούμενος στο ρεύμα πορείας αυτού που τον παρέσυρε και ο εντεύθεν ακριβής προσδιορισμός του σημείου όπου έλαβε χώρα η πρόσκρουση ενός οχήματος επί του πεζού, είναι αναγκαίος για τον καταλογισμό της υπαιτιότητας , αφού από την απόσταση αυτή εξαρτάται το κατά πόσο θα ήταν δυνατό να γίνει αντιληπτός ο πεζός που επιχειρεί να διασχίσει το ρεύμα της οδού από τον οδηγό του οχήματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αναιρείται απόφαση εφετείου διέλαβε ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την υπαιτιότητα. ΑΠ 29/2004 2004/485.
βλ. σχετικώς και ΑΠ 591/2005 ΣΕΣυγκΔ 2005/489 που έκρινε αναιρετέα Εφετειακή απόφαση κατ΄άρθρ. 559 ΚΠολΔ εδ.19, που έκρινε αφενός μεν συνυπαίτια την πεζή κατά 25%, η οποία επιχείρησε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα από αριστερά προς τα δεξιά ως αναφορά την πορεία του οχήματος που την παρέσυρε, αφετέρου δεν την οδηγό του οχήματος συνυπαίτια κατά 75%, η οποία αιφνιδιασθείσα από την απερίσκεπτη και απρόσμενη κίνηση της ως άνω πεζής, προκειμένου να την αποφύγει, αντιληφθείσα αυτή προ πολύ μικρής αποστάσεως, μόλις προ οκτώ (8) μέτρων, πρόλαβε μόνο να πραγματοποιήσει ελιγμό προς τα δεξιά. Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις εφόσον δεν αναφέρεται αν στο σημείο του ατυχήματος περιοριζόταν η ορατότητα της οδηγού.
Επίσης μεταξύ των άλλων δεν διευκρινίζει, γιατί η παραπάνω οδηγός που “οδηγούσε κανονικά το όχημά της με κανονική ταχύτητα” δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την κίνηση της πεζής και δεν απέφυγε το ατύχημα ακινητοποιώντας το αυτοκίνητο με τροχοπέδηση. Δεν κάνει καθόλου λόγο αν η ίδια οδηγός, που έβαινε σε κατοικημένη περιοχή με το αυτοκίνητό της, οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή, ασκούσε έλεγχο και εποπτεία στο όχημά της ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς (μείωση ταχύτητας κλπ) για αποφυγή ατυχήματος.
Ομοίως και ΑΠ 527/2009 ΣΕΣυγκΔ 210/374 που έκρινε αναιρετέα Εφετειακή απόφαση που έκρινε αποκλειστικό υπαίτιο τον πεζό καθότι δεν διευκρινίζεται α) σε ποιο ακριβώς σημείο της οδού έγινε το ατύχημα, ούτε προσδιορίζει την απόσταση από την οποία ο οδηγός μπορούσε να αντιληφθεί τον πεζό πριν κατέλθει στο οδόστρωμα, καθώς και την απόσταση που διήνυσε ο τελευταίος επί του οδοστρώματος πριν από την παράσυρσή του, κινούμενος από δεξιά προς τα αριστερά, σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου. Ομοίως ενώ δέχεται ότι η πρόσκρουση του πεζού (αναιρεσείοντος) στο αυτοκίνητο έγινε τη στιγμή που το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου τον είχε προσπεράσει, βεβαιώνει ότι ο πεζός μετά την πρόσκρουσή του βρέθηκε στο καπώ του αυτοκινήτου, χωρίς να διευκρινίζει πως συνέβη τούτο, αφού το μπροστινό τμήμα του αυτοκινήτου τον είχε προσπεράσει. Επομένως, ο σχετικός εκ του άρθρ. 559 εδ.19 ΚΠΟλΔ λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί ο απόφαση.
ΠΑΡΑΣΥΡΣΗ ΠΕΖΗΣ διασχιζούσης καθέτως την οδόν πλατ.7 μ και από δεξιά προς τ΄αριστερά της ζημιογόνου Μοτ/τας, και ενώ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του οδοστρώματος και υπολοίποντο 1,20 μ.(2 βήματα) για να φθάσει στο πεζοδρόμιο. Υπαιτιότης Οδηγού 80 % Συνυπαίτια και η παθούσα πεζή 20 % ΔΙΟΤΙ κινήθηκε εκτός διαβάσεων, και χωρίς να λάβει υπόψει την απόσταση και την ταχύτητα των οχημάτων τα οποία πλησίαζαν. Εφ.Αθ. 5212/1993 ΣΕΣυγκΔ 1994/537
Κείμενο Απόφ. ΑΠ 1715/2010
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις προσκομιζόμενες με επίκληση 9116 και 9117/22-1-2010 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Βέροιας προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κλήσης προς συζήτηση με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσείοντα στους απόντες πρώτο και δεύτερο από τους αναιρεσιβλήτους (Κ. και Δ.Κ.). Επίσης από τις 3841 και 3842/9-10-2007 εκθέσεις επίδοσης της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας προκύπτει ότι στους αναιρεσίβλη-τους αυτούς έχει επιδοθεί και αντίγραφο της ένδικης αναίρεσης. Οι αναιρεσίβλητοι αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της, ούτε κατέθεσαν δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και, επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας, συνεπώς και από αδικοπραξία κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί και η ευθύνη για τη ζημία που προκαλείται κατά τη λειτουργία του αυτοκινήτου (άρθρο 4 Ν ΓΠΝ/1911), προκύπτει, ότι, όταν στη γένεση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Οι έννοιες της υπαιτιότητας και συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμός 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Ειδικότερα, ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου περί του αν τα περιστατικά, που το δικαστήριο δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, μπορούν καθευτά αντικειμενικώς και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας να θεωρηθούν ως συνδεόμενα αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα.
Εκφεύγει, όμως, του αναιρετικού ελέγχου η κρίση τόσο ως προς την ύπαρξη στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτιώδους σχέσης μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και του ζημιογόνου αποτελέσματος, όσον και ως προς το βαθμό (τη βαρύτητα) του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτε και από άποψη παραβίασης ή όχι της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος. Και τούτο διότι η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ’ αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή.
Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισμό αυτής αποτελέσματα (ΟλΑΠ 6/2009).
Περαιτέρω, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ, 19 ΚΠολΔ, δημιουργείται όταν στο αιτιολογικό της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, όχι όμως και όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές και με σαφήνεια διατυπωμένου στην απόφαση αποδεικτικού πορίσματος.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο αναιρεσείων πεζός παρασύρθηκε και τραυματίστηκε από το οδηγούμενο από τον πρώτο αναιρεσίβλητο αυτοκίνητο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
“Στις 8 Δεκεμβρίου 2001 και περί ώρα 2.45, ο πρώτος εναγόμενος Χ1 οδηγώντας το με αριθμό κυκλ. …ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του πατέρα του δεύτερου εναγομένου προστηθείς από αυτόν στην οδήγηση τούτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία *Εθνική ΑΕΕΓΑ* εκινείτο στην πόλη της Θεσσαλονίκης επί της οδού Γιαννιτσών με κατεύθυνση προς την έξοδο της πόλεως. Η οδός Γιαννιτσών στο ύψος όπου διασταυρώνεται με την οδό Μαζαράκη έχει πλάτος οδοστρώματος 14 μέτρων, χωρίζεται δε με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή σε δύο ρεύματα κυκλοφορίας. Κατά την ίδιο χρόνο ο ηλικίας 25 ετών ενάγων Ψ1 ευρισκόμενος στη γωνία των οδών Γιαννιτσών και Μαζαράκη επιχείρησε πεζός να διανύσει διαγώνια τη διασταύρωση των ως άνω οδών από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου, προκειμένου να κατευθυνθεί στο όχημά του που είχε παρκαρισμένο στο ρεύμα πορείας, όπου εκινείτο το εν λόγω αυτοκίνητο, και ενώ είχε διανύσει το προς το κέντρο της πόλεως ρεύμα κυκλοφορίας, καθώς και το 1/3 περίπου του αντιθέτου ρεύματος, παρασύρθηκε από το ΙΧΕ αυτοκίνητο και συγκεκριμένα τούτο επέπεσε με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του επί του πεζού, τον οποίο εξετίναξε για αρκετά μέτρα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν νύκτα με τεχνητό φωτισμό αμυδρό, η κατάσταση της οδού ξηρά, η κυκλοφορία των οχημάτων αραιή, η ορατότητα στο σημείο αυτό δεν περιορίζεται, ενώ βρέθηκαν καθαρά ίχνη τροχοπεδήσεως προερχόμενα από το ζημιογόνο όχημα, μήκους 14μ που συνεχίζονταν και μετά το σημείο παράσυρσης του πεζού, στα οποία αντιστοιχεί ταχύτητα 50 χ/ω, χωρίς να υπολογισθεί αυτή που απορροφήθηκε από τη σύγκρουση. … Υπό τα ως άνω δεδομένα το ένδικο ατύχημα και ο εντεύθεν σοβαρότατος τραυματισμός του πεζού οφείλεται στη συγκλίνουσα υπαιτιότητα-αμέλεια του ίδιου και του οδηγού του ΙΧΕ αυτοκινήτου. Ο τελευταίος δεν κατέβαλε την προσοχή και επιμέλεια που κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτείται και που κάθε συνετός οδηγός θα κατέβαλε κάτω από ανάλογες περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες και την κοινή λογική και πείρα. Ειδικότερα η αμέλειά του συνίσταται στο ότι δεν είχε κατά την οδήγηση του οχήματός του την απαιτούμενη προσοχή και νηφαλιότητα, καθόσον ήταν μεθυσμένος, ώστε να μπορεί εγκαίρως να αντιληφθεί κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο και να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς, ούτε ρύθμισε την ταχύτητά του ανάλογα με τις κρατούσες συνθήκες, νύκτα με αμυδρό φωτισμό, αλλά εκινείτο με ταχύτητα που υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χ/ω, καθόσον επρόκειτο για κατοικημένη περιοχή, με αποτέλεσμα να αντιληφθεί καθυστερημένα τον ενάγοντα πεζό, ο οποίος είχε διανύσει ολόκληρο το αντίθετο προς αυτόν ρεύμα κυκλοφορίας και το 1/3 περίπου του ρεύματος, όπου αυτός εκινείτο, και να τον κτυπήσει με το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του, ενώ εάν ήταν περισσότερο προσεκτικός θα μπορούσε να αποφύγει την παράσυρση του πεζού με πιο έγκαιρη τροχοπέδηση του οχήματός του ή με αποτελεσματικό ελιγμό προς τα δεξιά.
Συνυπαίτιος όμως για τον τραυματισμό του είναι και ο παθών, ο οποίος από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, επιχείρησε βιαστικά να διασχίσει διαγώνια την ανωτέρω οδό από σημείο, όπου δεν υπήρχαν διαβάσεις πεζών χωρίς, πριν κατέλθει στο οδόστρωμα, να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων σ’ αυτό και να λάβει υπόψη του την ταχύτητά τους και χωρίς να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμποδίζει την κυκλοφορία αυτών, διότι αν πράγματι είχε ελέγξει, θα αντιλαμβανόταν τα φώτα, καθόσον ήταν νύκτα, του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ενόψει του ότι στο σημείο εκείνο η οδός είναι ευθεία και η ορατότητα δεν περιορίζεται. Η προαναφερόμενη συμπεριφορά του παθόντος τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επισυμβάν τροχαίο ατύχημα και συνιστά συντρέχον πταίσμα του στην επέλευση του επιζήμιου γι’ αυτόν αποτελέσματος. Έτσι, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων και παραλείψεων του οδηγού και του πεζού, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο μεν οδηγός ευθύνεται κατά ποσοστό 60% για την επέλευση του ατυχήματος και τα αποτελέσματά του, ο δε πεζός κατά ποσοστό 40% …”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκανε εν μέρει δεκτή την ένσταση των αναιρεσιβλήτων περί της υπαιτιότητας του παθόντος αναιρεσείοντος στην πρόκληση του ατυχήματος και του τραυματισμού του και αφενός μεν μείωσε το ποσό της αποζημίωσης αυτού για τη θετική και αποθετική ζημία, που υπέστη, κατά το άνω ποσοστό συνυπαιτιότητάς του, αφετέρου δε έλαβε υπόψη το ποσοστό αυτό συνυπαιτιότητας για τον καθορισμό της οφειλόμενης, λόγω της αναπηρίας του πρόσθετης χρηματικής παροχής και της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αυτού λόγω ηθικής βλάβης. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος αναιρεσείοντος στην πρόκληση του ατυχήματος και των εντεύθεν ζημιών του, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή όχι εφαρμογή των αναφερόμενων στη μείζονα σκέψη κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχεται σαφώς, ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο του πρώτου αναιρεσιβλήτου, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, είχε σε λειτουργία τα φώτα του, ότι η οδός στο μέρος εκείνο ήταν ευθεία και δεν περιοριζόταν η ορατότητα και ότι εντεύθεν ο αναιρεσείων πεζός, αν είχε ελέγξει την κίνηση της οδού πριν κατέλθει στο οδόστρωμα, θα είχε αντιληφθεί την προσέγγιση του αυτοκινήτου και δεν θα είχε παρεμβληθεί στην πορεία του. Οι ελλείψεις της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης που επικαλείται ο αναιρεσείων, ήτοι ότι δεν αναφέρεται σ’ αυτή πόσα μέτρα είναι ευθεία η οδός, η απόσταση από την οποία μπορούσε να αντιληφθεί ο αναιρεσείων τα φώτα του αυτοκινήτου, αν ο οδηγός αυτού έκανε χρήση των φώτων πορείας και αν αυτά φωτίζουν σε απόσταση μεγαλύτερη των 40 μ που ορίζει ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, καθώς και ότι δεν καθορίζεται η ακριβής ταχύτητα, με την οποία το αυτοκίνητο έβαινε κατά το χρόνο του ατυχήματος και συγκεκριμένα πόσο αυτή υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο, ανάγονται στην πληρέστερη ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που σαφώς και επαρκώς εκτίθεται στην απόφαση. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι, με το να καθορίσει το ποσοστό υπαιτιότητας του παθόντος αναιρεσείοντος σε 40% και του οδηγού του αυτοκινήτου πρώτου αναιρεσιβλήτου σε 60%, παραβίασε ευθέως, άλλως εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 25 και τη θεσπιζόμενη με αυτή αρχή της αναλογικότητας. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται παραπάνω στη μείζονα σκέψη είναι απαράδεκτος.
ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 929 και 928 ΑΚ σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από άλλα, και το εισόδημα που το πρόσωπο αυτό θα απωλέσει στο μέλλον εξαιτίας της ανικανότητάς του προς εργασία λόγω της βλάβης αυτής. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, αναφορικά με την αξίωση αποζημίωσης του αναιρεσείοντος για την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων εξαιτίας της ανικανότητάς του προς εργασία λόγω του σοβαρού τραυματισμού του κατά το ένδικο ατύχημα, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
“Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο παθών πάσχων από τετραπάρεση αδυνατεί πλήρως να εργασθεί σε οποιαδήποτε εργασία όσο ελαφριά και να είναι από άποψη μυϊκής δύναμης και πνευματικής προσπάθειας, εφόσον στερείται καθαρού προφορικού λόγου, καθαρής όρασης (λόγω διπλωπίας), συναισθηματικής έκφρασης, συντονισμένης χρήσης άνω άκρων, δυνατότητα καθεστηκυίας θέσεως χωρίς υποστήριξη, στάσης σε όρθια θέση και βάδισης, ενώ δεν διαφαίνεται προοπτική περαιτέρω βελτίωσης της καταστάσεώς του (βλ ιατρική πραγματογνωμοσύνη της νευρολόγου ___). Κατά το χρόνο του ατυχήματος ο παθών διένυε το 25ο έτος της ηλικίας του και είχε συμπληρώσει τις σπουδές του ως εφαρμοστής – συντηρητής – εργοδηγός, είχε δε προσληφθεί στην επιχείρηση του ___, εργασία από την οποία αποκέρδαινε μηνιαίως το ποσό των 750 ευρώ, προσαυξανομένου ετησίως, κατά ποσοστό 3%. Ήδη, όμως, λόγω του ατυχήματος και του εντεύθεν τραυματισμού του κατέστη ανίκανος προς εργασία με αποτέλεσμα να απωλέσει τα εισοδήματα από την εργασία αυτή, τα οποία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα κέρδιζε το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 31-12-2010. Για το επόμενο επίδικο χρονικό διάστημα (δηλαδή μετά την 1-1-2011 και μέχρι 31-12-2057) η σχετική αγωγική αξίωση του ενάγοντος πρέπει να επανεξετασθεί γιατί καταλείπονται ελπίδες βελτιώσεως της υγείας του, η οποία (κατάσταση της υγείας του) δεν μπορεί με βεβαιότητα να προβλεφθεί από τώρα ενόψει του ότι σύμφωνα και με την έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης με την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνωμοσύνης ιατρού νευρολόγου ___, ο παθών λόγω της καταστάσεως της υγείας του, δεν μπορεί να εργασθεί ισοβίως με βάση τα σημερινά ιατρικά δεδομένα ….”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος ως προς την προαναφερόμενη αξίωση αποζημίωσής του για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2057. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές διατάξεις ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα. Και τούτο διότι, ενώ στην αρχή δέχεται ότι ο παθών αναιρεσείων αδυνατεί πλήρως να εργαστεί σε οποιαδήποτε εργασία, εξαιτίας των αναφερομένων σοβαρών παθήσεών του, που οφείλονται στον τραυματισμό του κατά το αυτοκινητικό ατύχημα, και ότι δεν διαφαίνεται προοπτική για περαιτέρω βελτίωση της κατάστασής του, στη συνέχεια κρίνει αντιφατικά ότι για το μετά την 1-1-2011 επίδικο χρονικό διάστημα η αγωγική αξίωση πρέπει να επανεξεταστεί γιατί καταλείπονται ελπίδες για βελτίωση της υγείας του και η κατάστασή της δεν μπορεί να προβλεφθεί από τώρα. Οι αντιφατικές αυτές αιτιολογίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων εφαρμογής των αναφερόμενων στη μείζονα σκέψη διατάξεων ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση του ίδιου λόγου κατά το μέρος που αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559.
ΙV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο της απόρριψης της αγωγής που αφορά τη ζημία του ενάγοντος-αναιρεσείοντος από απώλεια εισοδημάτων για επόμενο από 1-1-2011 και μέχρι 31-12-2057 χρονικό διάστημα, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο Θεσσαλονίκης, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι ως ηττηθέντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1611/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το κεφάλαιο της απόρριψης της αγωγής που αφορά τη ζημία του ενάγοντος-αναιρεσείοντος για το επόμενο από 1-1-2011 και μέχρι 31-12-2057 χρονικό διάστημα.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το ανωτέρω αναιρούμενο μέρος στο ίδιο Εφετείο Θεσσαλονίκης, που θα συγκροτηθεί από άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ.
Κρίθηκε
—————————–
…