facebook
Αρχική Νομολογία Αποζημίωση επί σωματικών βλαβών Διπλωπία ως αιτία επιδικάσεως αποζημίωσης επί Μονίμου Αναπηρίας (ΑΚ 931) – επικάζεται άνευ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία ΑΠ.1051/2011

Διπλωπία ως αιτία επιδικάσεως αποζημίωσης επί Μονίμου Αναπηρίας (ΑΚ 931) – επικάζεται άνευ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία ΑΠ.1051/2011

Διπλωπία

Ως αιτία επιδικάσεως αποζημίωσης επί Μονίμου Αναπηρίας (ΑΚ 931) (2)

Επιδικάζεται άνευ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία

  Ο ενάγων (παθών) κρίθηκε ότι εξέθεσε τα συγκεκριμένα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αναπηρίας συνεπεία του τραυματισμού του, καθώς και της παραμορφώσεως που υπέστη συνεπεία της διπλωπίας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αποκλείουν, ή άλλως περιορίζουν σε μέγιστο βαθμό την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του, ζωή, εφόσον οι κόρες αμφότερων των οφθαλμών του, συγκλίνουν μονίμως προς τα μέσα, πράγμα που έχει ως συνέπεια με την απομείνασα ελάχιστη όραση να βλέπει διπλά τα αντικείμενα και να μη μπορεί να ευθυγραμμισθεί κατά τη βάδιση.

  Η πάγια κρατούσα θέση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου δέχεται ως ορθότερη την ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα από αναπηρία ή παραμόρφωση, ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί πολλές φορές να προσδιοριθεί..

 Το Εφετείο με βάση τα ανωτέρω,  ορθώς έκρινε ότι η ως άνω αξίωση εξ ΑΚ 931 είναι

πλήρως ορισμένη και νόμιμη, εφόσον εκτίθενται όλα τα περιστατικά  με τα οποία συγκροτείται ως έννοια της επίδρασης στο μέλλον ενάγοντος της ανικανότητας – αναπηρίας του, αφορούν δυσμενείς συνέπειες στην κοινωνική και όχι αποκλειστικά στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του.

 Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κρίνεται αβάσιμος.

Αναιρετική Διαδικασία

κατ΄άρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ (3)

 Εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια καιπληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητα της σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά, ιδρύεται ο κατ΄άρθ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης.

Απόφ. ΑΠ 1051/2011

Προεδρεύων: Σπυρίδων Ζιάκας

Εισηγητής: Δημητρούλα Υφαντή

Μέλη: Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου –  Μιλτιάδης Σπυρόπουλος

Δικηγόροι: Δημήτριος Ντανάκας – Γεωργία Αθανασίου-Γαβρά

Σχόλια – Παρατηρήσεις

1)    Διπλωπία

  Η ύπαρξη έστω και μικρού βαθμού διπλωπίας αποτελεί απαγορευτικό όρο για την άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού αυτοκινήτου. Εφ.Αθ.953/2005 ΣΕΣυγκΔ 2005/373

  Απώλεια όσφρησης – Διπλωπία  επιδικάσθηκαν 25.000 ευρώ εξ ΑΚ 931 χωρίς να απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός της επίδρασής της στο μέλλον του παθόντος.

2)    Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας – ΑΚ 931

Αναιρείται Εφετειακή απόφαση κατ΄άρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ διότι για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 931 αξίωσε στοιχεία περισσότερα από όσα κατά νόμο απαιτούνται.  Συγκεκριμένα  απέρριψε ως μη νόμιμη την  σχετική εξ ΑΚ 931 αξίωση, με την αιτιολογία ότι η επιδιωκόμενη εκ μέρους του παθόντος αποζημίωση είναι συνέπεια απλώς της ανικανότητάς του για εργασία και απόκτηση από αυτήν εισοδημάτων και όχι συνέπεια της αναπηρίας ή παραμορφώσεώς του και ότι για τη θεμελίωση της αξιώσεως του αυτής θα έπρεπε να αναφέρονται στην αγωγή και άλλα ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία αναφορικά με τη μελλοντική του ζημία…”.  ΑΠ 634/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/472

3)    Η νομική αοριστία της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ,

εάν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία, απ’ όσα απαιτεί ο νόμος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα.  ΑΠ 500/2010 2010/151

Κείμενο Απόφ. ΑΠ 1051/2011

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου μη εφαρμοστέο ή παρέλειψε την εφαρμογή του εφαρμοστέου ή εφάρμοσε τέτοιο κανόνα εσφαλμένα, προσδίδοντας σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει (Ολ.ΑΠ 7/2006). Η νομική δε αοριστία της αγωγής που ελέγχεται αυτεπάγγελτα, δηλαδή η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητα της σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά (Ολ.Α.Π. 18/1998).

  Εξ  άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση”, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφ’ όσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξ άλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο, που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται, επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί (Α.Π. 1958/2009, 1432/2009, 1174/2009, 1287/2009, 1058/2008, 268/2008, 177/2008). Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών” (ΑΠ 765/2007, 670/2006).

  Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος στην επιτρεπτώς κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ επισκοπούμενη από 22/10/2007 αγωγή του εκθέτει μεταξύ των άλλων και τ’ ακόλουθα που αφορούν τον εδώ ερευνόμενο αναιρετικό λόγο: “Ήδη εξέθεσα συγκεκριμένα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αναπηρίας μου από τον τραυματισμό, καθώς και της παραμορφώσεως μου, συνεπεία της διπλωπίας εξ αυτού και τον τρόπο με τον οποίο αυτές αποκλείουν, άλλως περιορίζουν σε μέγιστο βαθμό την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική μου ζωή, καθώς και ποία και πόση είναι η ζημία που υφίσταμαι εξαιτίας της αναπηρίας και της παραμορφώσεως μου. Συνίσταται δε η παραμόρφωση μου στο γεγονός ότι συνεπεία της διπλωπίας, οι κόρες αμφότερων των οφθαλμών μου αντί της κανονικής τους θέσης στο κέντρο αυτών, συγκλίνουν μονίμως προς τα μέσα (η αριστερή κόρη στο άκρο δεξιό και η δεξιά κόρη στο άκρο αριστερό) δηλαδή προς τη μύτη, πράγμα που έχει ως συνέπεια με την απομείνασα ελάχιστη όραση μου να βλέπω διπλά τα αντικείμενα και να μη μπορώ να ευθυγραμμισθώ κατά τη βάδιση. Μόνο δε αν κλείσω τον ένα οφθαλμό, είναι δυνατό να δω στη σωστή τους θέση τα αντικείμενα. Η συγκεκριμένη αυτή εικόνα με παρουσιάζει δύσμορφο, μέχρι αποκρουστικότητας. Από τα παραπάνω λεπτομερώς εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα, ότι εξαιτίας του προπεριγραφέντος επίδικου περιστατικού, το οποίο προκλήθηκε από υπαιτιότητα του α’ εναγόμενου οδηγού, καταστράφηκε ολοσχερώς η ζωή μου, καθώς τραυματίστηκα σε καίρια σημεία του σώματος μου, με αποτέλεσμα σήμερα να είμαι σχεδόν τυφλός, αλλά και δύσμορφος και να υποφέρω από πόνους στο θώρακα, στους μύες, στο κεφάλι και στην κοιλιακή χώρα, καθώς δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η αποκατάσταση της υγείας μου λόγω των σοβαρών τραυμάτων μου, όπως αυτά αναφέρονται ανωτέρω. Επομένως, είναι φανερό ότι οι ανωτέρω τραυματισμοί μου είναι βλαπτικοί για την ζωή μου και αποτελούν πραγματικό και ανυπέρβλητο εμπόδιο σε αυτή, στην ηλικία μάλιστα που βρίσκομαι, και δη στην προσωπική μου γενικά κατάσταση, αφού είναι αδύνατον πλέον να ζήσω μια φυσιολογική ζωή, όντας σχεδόν “τυφλός” και δύσμορφος εξ αιτίας της διπλωπίας, ευρισκόμενος διαρκώς κλεισμένος στην οικία μου, αδυνατώντας να αυτοεξυπηρετηθώ, έχοντας τη διαρκή ανάγκη και τη φροντίδα τρίτου προσώπου, ακόμη και για τις πιο στοιχειώδεις μου ανάγκες και αποτελώ βάρος στα πρόσωπα της οικογενείας μου, ταλαιπωρώντας και στενοχωρώντας αυτά, αντί να τους προσφέρω χαρά. Οι τραυματισμοί μου δε αυτοί επιδρούν αναμφίβολα και στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική μου κατάσταση, διότι μειώνουν την προσωπικότητα μου, λαμβανομένης ιδιαιτέρως υπόψη της ηλικίας μου (μειωμένη αισθητική εμφάνιση διότι θα είμαι σχεδόν “τυφλός” και δύσμορφος σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου), γεγονός που δυσκολεύει τις μελλοντικές, κοινωνικές, οικογενειακές και λοιπές σχέσεις και συναναστροφές μου, αφού πλέον για το σύνολο των συνανθρώπων μου θα είμαι ο “σακάτης”. Η αναπηρία μου αυτή θα μου δημιουργεί οπωσδήποτε μέχρι το τέλος της ζωής μου δυσμενείς ψυχολογικές επιδράσεις, ήτοι θα μειονεκτώ ισοβίως έναντι των αρτιμελών συνανθρώπων μου και θα μου είναι δύσκολο να ζήσω ως φυσιολογικός άνθρωπος, συνεχίζοντας να διατηρώ φυσιολογικές επαφές με τα λοιπά μέλη της οικογένειας μου και τους φίλους μου, ιδιαίτερα σε αυτή την ηλικία. Με τα δεδομένα αυτά, και το γεγονός ότι οι τραυματισμοί μου, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, με επηρεάζουν ψυχολογικά, αλλά και κοινωνικά και επαγγελματικά, οι δυνατότητες μου να ζήσω, όπως και πρότερον, μια φυσιολογική ζωή με την οικογένεια μου και τον κοινωνικό μου περίγυρο, εκμηδενίζονται, άλλως περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό. Από τα παραπάνω λεπτομερώς εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα, ότι εξαιτίας του προπεριγραφέντος επίδικου περιστατικού και συνεπεία του πταίσματος του α’ εναγόμενου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, υπέστην τις αναφερθείσες σοβαρές βλάβες σε καίρια σημεία του σώματος μου, με αποτέλεσμα σήμερα να είμαι σχεδόν τυφλός και δύσμορφος και να αντιμετωπίζω πληθώρα ιατρικής φύσεως προβλημάτων. Οι ως άνω σωματικές κακώσεις και βλάβες της υγείας μου, που έχουν επηρεάσει όπως είναι φυσικό και την ψυχολογική μου κατάσταση, είναι βέβαιο ότι για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου θα επηρεάσουν την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική μου ζωή.

  Ενόψει αυτών και με δεδομένο ότι οι σοβαροί τραυματισμοί μου με έχουν καταστήσει βαριά ανάπηρο και δύσμορφο (αφού κατέστην συνεπεία ιδίως της διπλωπίας σχεδόν “τυφλός”), δικαιούμαι να λάβω αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 Α.Κ ποσού εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία ως εναγομένη εξέφραζε παράπονα κατά της πρωτόδικης απόφασης, που δέχθηκε κατά ένα μέρος ως νόμιμο και βάσιμο κατ’ ουσίαν το προαναφερθέν αγωγικό κεφάλαιο, κρίνοντας (το Εφετείο) ότι “η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και ως προς το κονδύλιο της πρόσθετης αποζημίωσης αφού στο δικόγραφο της εκτίθενται όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και ειδικότερα τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της παραμόρφωσης και ο τρόπος κατά τον οποίον αυτή επηρεάζει το κοινωνικό μέλλον του ενάγοντος”. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν η αγωγή ως προς την ως άνω αξίωση είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ., έστω και αν τα περιστατικά που επικαλείται ο αναιρεσίβλητος στην αγωγή του, αλλά και έγιναν δεκτά κατ’ ουσίαν από την προσβαλλόμενη, (κατά της απόρριψης του αντίστοιχου λόγου της έφεσης κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης) με τα οποία συγκροτείται ως έννοια της επίδρασης στο μέλλον ενάγοντος της ανικανότητας – αναπηρίας του, αφορούν δυσμενείς συνέπειες στην κοινωνική και όχι αποκλειστικά στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του.

  Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κρίνεται αβάσιμος, εφ’ όσον δε δεν υφίσταται άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναίρεσης, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 17 και 183 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 22.4.2010 αίτηση αναίρεσης για αναίρεση της υπ’ αριθ. 550/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

 Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εφτακόσια (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε

————————-