facebook
Αρχική Νομολογία Υπαιτιότης - Συνυπαιτιότης Εκτροπή – Ανατροπή Οχήματος Απόφ. Εφ.Αθ. 297/2009 Πρόεδρος: Αντώνιος Ζευγώλης Εισηγητής: Κων/να Δελλοπούλου Δικηγόροι: Ευθύμιος Παπαγιάννης -Φώτιος Γιαννούλας Λάζαρος Χατζηθέμελης

Εκτροπή – Ανατροπή Οχήματος Απόφ. Εφ.Αθ. 297/2009 Πρόεδρος: Αντώνιος Ζευγώλης Εισηγητής: Κων/να Δελλοπούλου Δικηγόροι: Ευθύμιος Παπαγιάννης -Φώτιος Γιαννούλας Λάζαρος Χατζηθέμελης

Εκτροπή – Ανατροπή Οχήματος

Αποκλειστική υπαιτιότητα οδηγού ΙΧΕ ο οποίος απώλεσε σε κατωφερικό δρόμο τον έλεγχο του οχήματός του, με αποτέλεσμα να βγουν οι δεξιοί τροχοί αυτού στο χωμάτινο έρεισμα της οδού, να διανύσει κατ’ αυτόν τον τρόπο 72 μέτρα, στη συνέχεια να επανέλθει στο οδόστρωμα, κινούμενο διαγωνίως προς το αντίθετο ρεύμα πορείας –  πλαγιολισθαίνοντας και περιστρεφόμενο επί 32 μέτρα, και τελικά να προσκρούσει σε πινακίδα ένδειξης χιλιομετρικής απόστασης και να ανατραπεί, συρόμενο άλλα 40 μέτρα, καταλήγοντας σε δεξιό πρανές της οδού και σε απόσταση 130 μέτρα από το αρχικό σημείο εκτροπής. Εξαιτίας του ατυχήματος αυτού τραυματίστηκε θανάσιμα ο επιβαίνων στη θέση του συνοδηγού.

Απόφ. Εφ.Αθ. 297/2009

Πρόεδρος: Αντώνιος Ζευγώλης

Εισηγητής: Κων/να Δελλοπούλου

Δικηγόροι: Ευθύμιος Παπαγιάννης -Φώτιος Γιαννούλας

                                                   Λάζαρος Χατζηθέμελης

Κείμενο Απόφ. Εφ.Αθ. 297/2009

  Κατά το άρθρο 932 εδ. 3 Α.Κ., σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου ‘‘οικογένεια του θύματος’’, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ’ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά. Με την έννοια αυτή οι μεν αγχιστείς πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός, νύφη), περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος, ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού, όπως είναι ο από αδελφή γαμπρός και ανεψιός του, δεν περιλαμβάνονται. Το πόρισμα αυτό ενισχύεται από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. 2 και 59 Α.Κ., που εγγύτερα προσεγγίζουν το ζήτημα και με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας προσώπου που πέθανε και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Είναι δε τα πρόσωπα αυτά ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη. Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα αυτά πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προυπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, είτε κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ ΑΠ 21/2000 – ΑΠ 1735/2006 ΧΡΙΔ 2007/131 – Κρητικός «Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα» εκδ. 2008 αριθ. 25 σ. 403).     

  

Στέρηση Υπηρεσιών –Διατροφής

   Εξάλλου κατά το άρθρο 928 εδ. β΄ ΑΚ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ο υπόχρεος οφείλει να αποζημιώσει εκείνον που κατά νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών. Τα άρθρα δε 1389 και 1390 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 15 του Ν. 1329/1983, ορίζουν ότι οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους. Στην υποχρέωση συνεισφοράς περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση των συζύγων για διατροφή των τέκνων τους και εν γένει η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Η συνεισφορά αυτή οφείλεται και με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, ως ένα μέσο για την αντιμετώπιση των αναγκών του κοινού οίκου, στο μέτρο των δυνατοτήτων του κάθε συζύγου. Στην υποχρέωση συνεισφοράς που έχει, ανάλογα με τις δυνάμεις του, κάθε σύζυγος, αντιστοιχεί αμοιβαίο εκ του νόμου δικαίωμα του άλλου ν’ αξιώσει τη συνεισφορά των υπηρεσιών αυτών. Έτσι στην περίπτωση θανατώσεως του ενός συζύγου δικαιούται ο άλλος σύζυγος, καθώς και το τέκνο, να  απαιτήσει, από τον υπεύθυνο για τη θανάτωση, αποζημίωση για τη στέρηση της  διατροφής, την οποία εδικαιούτο κατά νόμο έναντι του θύματος. Η ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας, που μπορεί να ζητηθεί και να επιδικαστεί από το δικαστήριο ως αποζημίωση, εξαρτάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τις δυνάμεις και το συσχετισμό των δυνάμεων των συζύγων, από τον οποίο θα προκύπτει η υποχρέωση, το είδος και το μέγεθος συνεισφοράς του θανόντος συζύγου με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, βάσει των στοιχείων που εκτίθενται από τους διαδίκους και αποδεικνύονται. Με τις παραπάνω διατάξεις καθιερώνεται η ισότιμη και αναλογική συμβολή των συζύγων στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών. Ισότιμη όμως συμβολή δεν νοείται η μαθηματική ισότητα συνεισφορών, γιατί αυτή προυποθέτει ισότητα δυνάμεων, αλλά σημαίνει συμβολή καθενός των συζύγων ανάλογα με τις δυνάμεις του. Για τον υπολογισμό δε του ποσού της διατροφής που δικαιούται ο επιζών σύζυγος δεν απαιτείται η εφαρμογή συγκεκριμένου μαθηματικού υπολογισμού και η παράθεση στην απόφαση μαθηματικών πράξεων, αλλά το δικαστήριο καθορίζει το ποσό αυτό με βάση τις δυνάμεις των συζύγων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αποτίμηση των εισφερόμενων προσωπικών υπηρεσιών. Ειδικότερα δε δεν ανταποκρίνεται στον πιο πάνω σκοπό της ισότιμης συμβολής των συζύγων η μαθηματική μέθοδος, κατά την οποία το ποσό της διατροφής που δικαιούται ο επιζών σύζυγος είναι ίσο με τη διάφορα που προκύπτει, αν από το ποσό κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος μετέχει στην κάλυψη των αναγκών του δικαιούχου, αφαιρεθεί το ποσό κατά το οποίο ο δικαιούχος μετέχει στην κάλυψη των αναγκών του υπόχρεου. Και τούτο γιατί οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα εις βάρος του ενός από τους δύο συζύγους.

  Περαιτέρω τα άρθρα 1489 παρ. 2 και 1493 εδ. α΄ ΑΚ ορίζουν ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν τα τέκνα τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του (ανάλογη διατροφή). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι γονείς υποχρεούνται από κοινού να διατρέφουν τα τέκνα τους όχι κατ’ ίσα μέρη, αλλά ανάλογα με τις δυνάμεις του ο καθένας. Η μητέρα που δεν εργάζεται επαγγελματικά εκπληρώνει την υποχρέωση παροχής διατροφής στα ανήλικα τέκνα της με τις φροντίδες και περιποιήσεις της, οι οποίες αποτιμώνται σε χρήμα για να υπολογιστεί το ποσό της διατροφής που της αναλογεί για την παροχή της διατροφής, το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τον τρόπο και το επίπεδο διαβίωσής του, δηλαδή την ηλικία, την υγεία, την ανάγκη για εκπαίδευση και τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής. Έτσι, όπως προαναφέρθηκε, τα τέκνα σε περίπτωση θανάτου από ατύχημα ενός από τους γονείς τους έχουν αξίωση κατά του υπαιτίου τρίτου βάσει του ανωτέρω άρθρου 928 ΑΚ για την απώλεια της διατροφής που έπρεπε να παρέχει σ’ αυτά ο θανατωθείς γονέας (ΑΠ 1136/2003 ΕλΔνη 2005, 893 – Κρητικός ο.π. σ. 374 επ. αριθ.70,71,74).

Συνθήκες Ατυχήματος – Υπαιτιότητα

 Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμοποιηθούν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 395, 591 παρ. 1, 681 Α΄ και 671 παρ. 1 ΚΠολΔ), στα οποία περιλαμβάνονται οι μη αμφισβητούμενες, ως προς τη γνησιότητά τους φωτογραφίες (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 378/97, ΕλλΔνη 38.1789, Ε.Α. 4519/93 Ε.Συγκ.Δ. 1994. 22), καθώς και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας (ΑΠ 283/2003 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 1286/2003 Χρ.ΙΔ 2004.245 – ΑΠ 1428/2000 ΕλλΔνη 2001, 678 ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

  Κατά το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, που έλαβε χώρα στις 23-7-2006 και ώρα 13:15 στο 36° χιλιόμετρο του προς Κατερίνη ρεύματος κυκλοφορίας της επαρχιακής οδού Κατερίνης – Ελασσόνας, το οποίο, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, η οποία δεν προσβάλλεται ως προς το κεφάλαιο αυτό, οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου (ήδη πρώτου εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος), οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας …… ΙΧΦ αυτοκινήτου, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγόμενη (ήδη δεύτερη εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα) ασφαλιστική εταιρεία, τραυματίστηκε θανάσιμα ο Χ1, που ήταν σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας των λοιπών δύο, εκπροσωπούμενων από την προηγουμένη, ανηλίκων εναγόντων της πρώτης αγωγής, και περαιτέρω, υιός των δύο πρώτων εναγόντων, αδελφός των τρίτης και τέταρτου, εγγονός των πέμπτης και έκτου και γαμβρός των έβδομου και όγδοης των εναγόντων της δεύτερης αγωγής. Ειδικότερα, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το ως άνω αυτοκίνητο στην πιο πάνω οδό, που έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας και, στην προαναφερθείσα χιλιομετρική θέση, συνολικό πλάτος οδοστρώματος 6 μέτρων, παρουσιάζει δε κατωφέρεια με μικρή κλίση και δεξιά στροφή για τους κινούμενους προς Κατερίνη, από αμέλεια, από έλλειψη δηλαδή της προσοχής την οποία όφειλε να καταβάλει όπως κάθε συνετός οδηγός, δεν οδηγούσε με τεταμένη την προσοχή και δεν είχε τον έλεγχο του οχήματός του με αποτέλεσμα, και ενώ βρισκόταν σε απόσταση μόλις 30 μέτρων από τη δεξιά στροφή, απ’ όπου μόλις είχε εξέλθει, να βγουν οι δεξιοί τροχοί αυτού στο χωμάτινο έρεισμα της οδού. Αφού το όχημα διήνυσε κατ’ αυτόν τον τρόπο 72 μέτρα, στη συνέχεια επανήλθε στο οδόστρωμα, κινήθηκε διαγωνίως προς το αντίθετο ρεύμα πορείας (προς Ελασσόνα), πλαγιολισθαίνοντας και περιστρεφόμενο επί 32 μέτρα, και επέπεσε σε πινακίδα ένδειξης χιλιομετρικής απόστασης, που ήταν τοποθετημένη στο χωμάτινο έρεισμα της οδού στην πλευρά αυτή. Στη συνέχεια ανατράπηκε, σύρθηκε στο οδόστρωμα περιστρεφόμενο και πάλι και κατέληξε, μετά από σύρσιμο 40 μέτρων περίπου, στο δεξιό πρανές της κατεύθυνσης προς Ελασσόνα, δηλαδή σε απόσταση (σε ευθεία γραμμή) 130 μέτρων από το αρχικό σημείο εκτροπής του από το οδόστρωμα. Εξαιτίας του ατυχήματος αυτού τραυματίστηκε ο συγγενής των εναγόντων Χ1, που επέβαινε στο ζημιογόνο αυτοκίνητο στη θέση του συνοδηγού, ο οποίος υπέστη κακώσεις θώρακος, σπονδυλικής στήλης και αιμοθώρακα, συνεπεία των οποίων σημειώθηκε μαζική εσωτερική αιμορραγία και επήλθε ο θάνατος αυτού.

  Έτσι, η πρώτη ενάγουσα, σύζυγός του υποχρεώθηκε να καταβάλει για έξοδα κηδείας αναγκαίως το συνολικό ποσό των 1.225 € (βλ. την υπ’ αριθ. 1928/29-7-06 διπλότυπη απόδειξη παροχής υπηρεσιών της εταιρείας «……. ΟΕ»), στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η δαπάνη συνολικά 120€ για την αγορά στεφάνων εκ μέρους  της συζύγου και των δύο τέκνων του αποβιώσαντος , η οποία (δαπάνη), ως προερχόμενη μόνο από την εν στενή έννοια οικογένεια του θύματος, συνδεόμενη κατά την κρατούσα κοινωνική πρακτική με την τελετή της ταφής και ως ανάλογη με την κοινωνική θέση του θανατωθέντος, είναι δικαιολογημένη, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου αντεφέσεως ως αβασίμου. Από το πιο πάνω ποσό πρέπει να αφαιρεθεί αυτό των 695,12 €, που έλαβε η εν λόγω ενάγουσα από τον ασφαλιστικό φορέα του αποβιώσαντος (ΙΚΑ) για την αιτία αυτή, και συνεπώς δικαιούται το υπόλοιπο ποσό των 529,88 €. Επίσης, όπως κατά τρόπο ορισμένο εξέθετε στην αγωγή της, κατέβαλε για την κατασκευή μνήματος από μάρμαρο το ποσό των 3.808 € (βλ. την υπ’ αριθ. 000317/3-10-06 απόδειξη λιανικής-δελτίο αποστολής της εταιρείας «…..  ΟΕ». Δηλαδή η εν λόγω ενάγουσα δικαιούται να λάβει για την πιο πάνω αιτία το συνολικό ποσό των 4.338,88 €, το οποίο είναι ανάλογο με την κοινωνική κατάσταση του θανόντος, απορριπτόμενων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου και περί αοριστίας του κονδυλίου αυτού ισχυρισμών των αντεκκαλούντων. Συνεπώς η εκκαλουμένη απόφαση, στο μεν σκεπτικό της οποίας επιδικάζεται το πιο πάνω κονδύλιο ως νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο, χωρίς όμως να περιλαμβάνεται και στο διατακτικό της, έσφαλε κατά τούτο, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως ουσιαστικά βασίμου.

 Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας, που ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος 35 ετών, εργαζόταν ως ανειδίκευτος εργάτης στην εταιρεία με την επωνυμία «…… ΕΠΕ» στην Κατερίνη αντί μηνιαίου μισθού, κατά μέσο όρο, 900 € (βλ. το εκκαθαριστικό σημείωμα της ΔΟ.Υ. Κατερίνης για το οικονομικό έτος 2006, και τους λογαριασμούς ασφαλισμένου του ΙΚΑ από 1/2002 έως 6/2006). Η ενάγουσα σύζυγός του, ηλικίας 25 ετών κατά το χρόνο του θανάτου του, και τα δύο ανήλικα τέκνα του Ψ1 και Ψ2, ηλικίας τότε 4 και 3 ετών αντιστοίχως , δικαιούνταν και λάμβαναν διατροφή από αυτόν. Ειδικότερα η πρώτη ενάγουσα στερείται εισοδημάτων ή περιουσίας και δεν εργαζόταν, απασχολούμενη με την φροντίδα του συζυγικού οίκου και την ανατροφή των πιο πάνω τέκνων τους. Εξάλλου και τα δύο ανήλικα στερούνται επίσης εισοδημάτων ή περιουσίας και αδυνατούν, λόγω της μικρής τους ηλικίας, να διαθρέψουν τον εαυτό τους με δικά τους μέσα. Με βάση τις ανάγκες αυτών, τις οικονομικές δυνατότητες που κρίνεται ότι θα είχε ο θανών, αν δεν μεσολαβούσε ο θάνατός του και τις εν γένει περιστάσεις, η ανάλογη διατροφή τους ανέρχεται σε 400 € για την ενάγουσα σύζυγο και σε 300 € για κάθε ανήλικο τέκνο μηνιαίως, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής τους, στην οποία (διατροφή) συμπεριλαμβάνονται όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, ανατροφή και εκπαίδευση, και ψυχαγωγία. Στη διατροφή αυτών ο θανών θα συμμετείχε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατά το ποσό των 300 € μηνιαίως για την πρώτη ενάγουσα σύζυγό του και των 200 € μηνιαίως για κάθε ανήλικο τέκνο του, ενώ κατά τα υπόλοιπα ποσά συνεισέφερε και εξακολουθεί να συνεισφέρει η πρώτη ενάγουσα με την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και την φροντίδα των τέκνων της, που είναι και η σε χρήμα αποτιμητή συμβολή της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, δεκτής γενομένης εν μέρει ως βάσιμης και από ουσιαστική άποψη της προταθείσης από τους εναγόμενους ένστασης συνεισφοράς. Τα προαναφερόμενα ποσά, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ενόψει της ηλικίας του και της καλής κατάστασης της υγείας του θα εξακολουθούσε, να παρέχει κατά μήνα ο θανατωθείς, αν δεν συνέβαινε το ατύχημα, τουλάχιστον μέχρι τις 31-7-2009, χρονικό διάστημα, κατά το οποίο θα ζούσε και θα συνέχιζε την πιο πάνω επαγγελματική του δραστηριότητα. Με την υπ’ αριθ. 32585/11-12-2006 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Θεσσαλονίκης, απονεμήθηκε σύνταξη λόγω θανάτου, τόσο στην ενάγουσα ατομικά το ποσό των 98,04 €, όσο και στα ανήλικα τέκνα του θανόντος το ποσό των 49,02 € για το καθένα μηνιαίως μέχρι τις 31-7-2009. Συνεπώς κατά το ποσό αυτό, το οποίο αντιστοιχεί στην αξίωση των εναγόντων για αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής, η απαίτηση αυτών μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο ΙΚΑ (άρθ.10 παρ. 5 του Ν.Δ. 4104/1960, 18 Ν. 4476/1965 και 18 Ν. 1654/1986) και η αποζημίωσή τους από την αιτία αυτή ανέρχεται, μετά ταύτα, στο ποσό των 201,96 € και κατά στρογγυλοποίηση 202 € για την πρώτη ενάγουσα και στο ποσό των 150,98 € και κατά στρογγυλοποίηση 151 € για κάθε ανήλικο ενάγοντα μηνιαίως. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στην πιο πάνω πρώτη ενάγουσα ως αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής μικρότερο ποσό και συγκεκριμένα, μετά την αφαίρεση της χορηγούμενης από το ΙΚΑ συντάξεως, (επιδίκασε) στην ίδια ατομικά το ποσό των 102 € μηνιαίως, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος, απορριπτόμενου αντιστοίχως του σχετικού λόγου της αντέφεσης. Αντίθετα έκρινε ορθά ως προς το ύψος του επιδικασθέντος ποσού των 151 € μηνιαίως σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων, και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης ως προς αυτούς, απορριπτόμενης όμως και της αντέφεσης, με την οποία ζητείται η μείωση του σχετικού κονδυλίου. Εξάλλου όσον αφορά το αίτημα να καταβληθεί μηνιαία διατροφή για τα πιο πάνω ανήλικα μέχρι το Μάιο των ετών 2014 και 2015 αντιστοίχως για το καθένα, τούτο πρέπει να απορριφθεί ως προώρως ασκούμενολαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί από  τώρα το ύψος της σύνταξης που θα χορηγείται στο μέλλον από το ΙΚΑ στα εμμέσως  ασφαλισμένα ανήλικα, που πλέον παύουν να είναι φορείς της σχετικής αξίωσης κατά το ποσό που θα καταβάλλεται. Τέλος απορριπτέο κρίνεται και το αίτημα να καταβληθούν τα παραπάνω ποσά αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής σε κεφάλαιο εφάπαξ, δοθέντος ότι η επικαλούμενη από τους ενάγοντες απορία τους και η αξιοποίηση των εφάπαξ καταβλητέων ποσών της μέλλουσας αποζημίωσης δεν αποτελούν σπουδαίο λόγο (βλ. Κρητικός «Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα», εκδ. 2008, σ. 309 αρ. 158). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος.

Ψυχική Οδύνη

 Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας, κάτοικος εν ζωή Κατερίνης, ζούσε σε αρμονική συμβίωση με τη σύζυγό του Χ1, πρώτη ενάγουσα , ηλικίας τότε 25 ετών και τα ανήλικα τέκνα τους (δεύτερη και τρίτο των εναγόντων της πρώτης αγωγής) ηλικίας 4 και 3 ετών αντιστοίχως, και συνδεόταν με αυτούς με στενούς δεσμούς αγάπης και στοργής. Επίσης διατηρούσε στενές σχέσεις με συναισθήματα αγάπης και αλληλεγγύης και με τους γονείς του δύο πρώτους ενάγοντες, την αδελφή και τον αδελφό του τρίτη και τέταρτο των εναγόντων, την γιαγιά του από την πατρική γραμμή και τον παππού του από τη μητρική γραμμή πέμπτη και έκτο των εναγόντων, αλλά και τους γονείς της συζύγου του, έβδομο και όγδοη των εναγόντων της δεύτερης αγωγής. Ο κατά τον ανωτέρω τρόπο βίαιος θάνατός του κατέλειπε σε αυτούς δυσαναπλήρωτο κενό. Το Δικαστήριο εκτιμώντας τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, το βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου οδηγού, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, πλην της ασφαλιστικής εταιρείας, κρίνει ως εύλογο επιδικαστέο ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων, που προκλήθηκε από το θάνατο του προσφιλούς τους προσώπου αυτό, Α] ως προς τους ενάγοντες της από 31-10-2006 αγωγής: 1) των ογδόντα χιλιάδων ευρώ (80.000 €) για την πρώτη ενάγουσα σύζυγό του ατομικά , 2) των ογδόντα χιλιάδων ευρώ (80.000 €) για καθένα από τα ανήλικα τέκνα του, δεύτερο και τρίτο των εναγόντων, που εκπροσωπούνται νόμιμα από την ασκούσα την αποκλειστική γονική μέριμνα αυτών πρώτη ενάγουσα, Β] ως προς τους ενάγοντες της από 10-1-2007 αγωγής :1) των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) για καθένα από τους γονείς του πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, 2) των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €) για καθένα από τους τρίτη και τέταρτο των εναγόντων αδελφή και αδελφό του, 3) των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) για καθένα από τους πέμπτη και έκτο των εναγόντων γιαγιά και παππού του, και 4) των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) για καθένα από τους έβδομο και όγδοη των εναγόντων πεθερό και πεθερά του. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στους ενάγοντες της πρώτης αγωγής τα ποσά των 50.000 € στην πρώτη και των 60.000 € σε καθένα από τους λοιπούς δύο και στους ενάγοντες της δεύτερης αγωγής τα ποσά των 30.000 € σε καθένα από τους δύο πρώτους, των 20.000 € σε καθένα από τους τρίτη και τέταρτο, και των 10.000 € σε καθένα από τους πέμπτη και έκτο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, απορριπτόμενου αντιστοίχως του σχετικού λόγου της αντέφεσης. Όσον αφορά όμως την επιδίκαση του ποσού των 5.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε καθένα από τους έβδομο και όγδοη των εναγόντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης, κατά το μέρος που αφορά το ύψος της επιδικασθείσης στους διαδίκους αυτούς χρηματικής ικανοποίησης. Ομοίως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο σχετικός λόγος αντέφεσης, αφού, αφενός μεν, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην έννοια της οικογένειας του θύματος περιλαμβάνονται και ο πεθερός και η πεθερά του θύματος, αφετέρου δε αποδείχθηκε ότι και αυτοί συνδέονταν με τον θανόντα γαμβρό τους με δεσμούς αγάπης και στοργής. Σημειωτέον τέλος, ότι το σύνολο της επιδικαζόμενης ως άνω αποζημίωσης δεν υπερβαίνει το ποσό των 500.000 € του ασφαλίσματος για σωματικές βλάβες, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 1193851365 ασφαλιστήριο συμβόλαιο της εναγομένης – εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…… Α.Α.Α.Ε» και συνεπώς, κατόπιν αυτού, παρέλκει η έρευνα της νομίμως προταθείσης τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ένστασης περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ασφαλιστικού ποσού.

———————————-