ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΖΟΡΜΠΑ –

Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, μέλος του συλλόγου από το 1989.

25-11-2025

 

Οι δικηγόροι της επαρχίας, ειδικώς των «μικρών» Πρωτοδικείων, αντιμετωπίζουμε προβλήματα και προκλήσεις στην άσκηση του επαγγέλματός μας, ευρύτερα σε σχέση με αυτά των δικηγόρων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Αναγκαζόμαστε να μετακινούμαστε διανύοντας χιλιόμετρα για να έχουμε πρόσβαση στο Εφετείο και πολύ περισσότερο στα ανώτατα δικαστήρια (Α.Π., ΣτΕ και ΕλΣ), υφίστανται καθυστέρηση στην ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της γραμματείας του Πρωτοδικείου (αγκομαχούμε για να προλάβουμε, στο μεταξύ, τις τεχνολογικές εξελίξεις που μας προσπερνούν), δυσλειτουργίες στη στελέχωσή της και δυσχέρειες ακόμη και στην είσπραξη των αμοιβών μας. Ως εκ τούτου, ο δικηγορικός σύλλογος δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν ρόλο τυπικής εκπροσώπησης των μελών του, αλλά οφείλει να μετατραπεί σε μαχόμενο φορέα που να στηρίζει όχι μόνον τον δικηγόρο της καθημερινής μάχης, αλλά και τον απλό πολίτη – εντολέα που στενάζει από την αδυναμία του να ανταποκριθεί οικονομικά στο βάρος του κόστους προσφυγής στη δικαιοσύνη. Επομένως, είμαι αντίθετος στην αύξηση των κατώτερων ορίων που προβλέπονται για τις αμοιβές μας από τον «Κώδικα περί δικηγόρων» και την σχετική υπουργική απόφαση, αφού θα αυξηθούν οι εισπράξεις μας και ο ΦΠΑ που θα πρέπει να πληρώνουμε και αντίστοιχα θα διευρυνθεί η φορολογική μας ικανότητα, πράγμα που σημαίνει ότι θα καταβάλλουμε επιπλέον φόρο εισοδήματος (έχω τοποθετηθεί πολλές φορές με άρθρα μου, υπέρ της κατάργησης του ΦΠΑ για τις δικηγορικές αμοιβές, κατά το πρότυπο των ιατρικών υπηρεσιών, αφού ασκούμε πράγματι λειτούργημα και επάγγελμα ταυτόχρονα – άλλως πρέπει να τεθεί πλαφόν το ποσό των 50.000 € και άνω). Εκτός αυτού όμως, αλήθεια μπορεί άραγε να αντέξει ο επαρχιώτης διάδικος να πληρώνει λ.χ. αμοιβή για μια παράσταση στο Τριμελές Εφετείο πλημμελημάτων ενός ελάχιστου ποσού 900 € ; (ήδη, το γραμμάτιο υποχρεώνει έκδοση απόδειξης 608 € με τον ΦΠΑ). Αντίθετα, υποστηρίζω ότι όσοι συνάδελφοι αμείβονται κατ’ αποκοπή, παρότι θα έπρεπε να λαμβάνουν αντιμισθία, όταν εργάζονται καθημερινά είτε για ΝΠΔΔ, είτε για τράπεζα, είτε για ασφαλιστική εταιρεία ή άλλο νομικό οργανισμό, να συνδικαλίζονται και να διεκδικούν είτε πρόσληψη με αντιμισθία, είτε να αυξηθούν οι αμοιβές τους, όταν διαχειρίζονται υποθέσεις που απαιτούν γνώσεις και χρόνο πέραν του συνηθισμένου μιας υπόθεσης. Ακόμη, θα πρέπει να προστεθεί αύξηση της αμοιβής (όπως προβλέπεται στις ελάχιστες αμοιβές σύνταξης των προτάσεων σύμφωνα με το ΚπΔ), 20% σε περίπτωση που υπάρχει δεύτερος διάδικος στο δικόγραφο (αγωγής, προτάσεων προσφυγής κλπ.) και 30% σε περίπτωση που εκπροσωπούνται περισσότεροι από τρεις διάδικοι. Αλλά το κυριότερο είναι να αποκτήσουν έναν συνδικαλιστικό φορέα ως δικηγόροι επαρχιών (όπως των Αθηνών), ώστε να προασπίζει τα συμφέροντά τους.

Πάντως, ας μην εφησυχάζουμε. Ο ΚπΔ χρειάζεται ριζικές αλλαγές, αφού κατέστη αναχρονιστικός και περιέχει και αόριστες διατάξεις ως προς την ελεύθερη συμφωνία καθορισμού της αμοιβής, με αποτέλεσμα πολλοί συνάδελφοί μας να υποαμείβονται. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ασκούμε ένα ιδιαίτερα δύσκολο επάγγελμα, με συνεχές άγχος και ψυχολογική πίεση, με αποτέλεσμα αρκετοί συνάδελφοί μας να αντιμετωπίζουν αυξημένα ψυχολογικά προβλήματα καθώς και ασθένειες, κυρίως καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικά. Απαιτείται λοιπόν μεγάλη προσοχή στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, τα οποία μπορούμε να μετριάσουμε βελτιώνοντας, όσο είναι δυνατόν, τις συνθήκες εργασίας μας.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στην καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης. Δεν ευθυνόμαστε όμως εμείς, υπάρχουν δικαστές που καθυστερούν πάνω από ένα έτος να εκδώσουν απόφαση, ακόμη και γαμικών ή εργατικών διαφορών. Υπάρχουν ελλείψεις στην υποδομή των δικαστηρίων και την στελέχωσή τους από δικαστές και υπαλλήλους. Είναι αναγκαίο να γίνει επέκταση και πλήρης εφαρμογή του θεσμού της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, αιτήσεων, προτάσεων, δηλώσεων και όλων των σχετικών εγγράφων σε όλα τα δικαστήρια και τις διαδικασίες, οπότε θα εξοικονομούμε χρόνο, αποφεύγοντας την μετάβαση τόσο στην γραμματεία του δικαστηρίου, όσο και σε άλλη πόλη, όπου στεγάζεται Εφετείο ή διοικητικό πρωτοδικείο. Είναι αναγκαίο να σταματήσει επιτέλους η συνεχής αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, ιδίως της δικονομίας, σε αστικό, ποινικό και διοικητικό δίκαιο, δεν αντέχουμε πια την συνεχή μελέτη και την σώρευση σφαλμάτων και παραλείψεων εξαιτίας τους, αφού είναι αδύνατο να παρακολουθούμε όλες τις συνεχείς αλλαγές επί αλλαγών της νομοθεσίας. Επιπλέον, πρέπει να γίνεται έλεγχος των δικαστικών λειτουργών που συστηματικά καθυστερούν, στα όρια της αρνησιδικίας, την έκδοση αποφάσεων (υπάρχουν δικαστές στο Πρωτοδικείο μας που έχουν καθυστερήσει δυο και πλέον έτη να εκδώσουν αποφάσεις, ακόμη και σε δίκες μικροδιαφοράς) και κάποιοι επιτήδειοι να σταματήσουν να εκδίδουν αποφάσεις προδικαστικές για ασήμαντη αφορμή (προσωπική εμπειρία, Εφέτης περιφερειακού Εφετείου, εξέδωσε μη οριστική απόφαση, επειδή ο εκκαλών, τον οποίο ΔΕΝ ειδοποίησε η γραμματεία, δεν προσκόμισε τις πρωτόδικες προτάσεις όλων των αντιδίκων, παρά το γεγονός ότι τις είχε ήδη καταθέσει ο εφεσίβλητος, πράγμα που έγινε εσκεμμένως, μιας και επρόκειτο για έφεση κατά απόφασης που εκδόθηκε επί ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης εργαζομένων σε εταιρεία που πτώχευσε, οπότε ο αριθμός των διαδίκων ήταν αρκετά μεγάλος). Για τον λόγο αυτό, θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρχει μια σχετική εθελοντική επιτροπή δικηγόρων, εκλεγμένη σε κάθε Εφετείο, που να ελέγχει και αν χρειαστεί να επεμβαίνει και να στιγματίζει τέτοιες συμπεριφορές, με αναφορά λ.χ. στον Άρειο Πάγο, ώστε να μην γίνεται αυτό μεμονωμένα από τον δικηγόρο ή τον διάδικο, αφού έτσι αποδυναμώνεται η κριτική του.

   Ειδικώς για τις ιδιωτικές νομικές σχολές: Ήδη απορρίφθηκαν την περασμένη εβδομάδα, οι αιτήσεις λειτουργίας των δυο από τις τρεις ιδιωτικές  νομικές σχολές και από ότι φαίνεται την ίδια τύχη θα έχει και η τρίτη, ενώ εκκρεμούν περισσότερες από πέντε αιτήσεις ακυρώσεως στο ΣτΕ. Προηγουμένως, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε (με ισχυρή μειοψηφία και πολλές επιφυλάξεις από την επιστημονική κοινότητα) ότι δεν υπάρχει συνταγματικό κώλυμα για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημιακών σχολών, η ίδρυση όμως αυτών θα όφειλε να έχει σκοπό, όχι τη διοχέτευση περισσότερων νέων στη νομική εκπαίδευση (ας μη ξεχνάμε ότι παλιότερα, απορρίφθηκε η ίδρυση τέταρτης δημόσιας νομικής σχολής στο πανεπιστήμιο της Πάτρας), αλλά την αντιμετώπιση πραγματικών αναγκών της κοινωνίας, σχετικά με την αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης, την οποία παρεμπιπτόντως, δεν εμπιστεύεται πλέον το 70% των συμπολιτών μας (και ας μην γελιόμαστε, κι εμείς οι δικηγόροι αποτελούμε μέρος της). Αλλά πέραν αυτού, ποιες θα είναι μεσοπρόθεσμα οι συνέπειες στην επαγγελματική κατάσταση των δικηγόρων, αφού θα αρκεί άραγε η καταβολή διδάκτρων για να μπορεί ο φοιτητής των σχολών αυτών να αποκτήσει ένα πτυχίο ; Θα προκύψει υπερπληθυσμός αποφοίτων, που θα είναι αδύνατον να απορροφηθούν από τα ήδη κορεσμένα νομικά επαγγέλματα. Κι ενώ η συζήτηση θα πρέπει να γίνει σε αυτή την βάση, ο αρμόδιος υπουργός δικαιοσύνης, αντί να ρίχνει το βάρος του στο τι τύχη θα έχουν όλοι αυτοί οι νέοι επιστήμονες, εξαγγέλλει αυστηροποίηση των εξετάσεων για την άδεια δικηγορίας (να υπενθυμίσω ότι μέχρι την δεκαετία του εξήντα, το επάγγελμά μας ήταν «κλειστό», όπως των συμβολαιογράφων, εκεί λοιπόν θα επιστρέψουμε ;). Πρόκειται για σαφή περιορισμό του αυτοδιοίκητου του δικηγορικού λειτουργήματος, που σκοπό έχει να πλήξει την ανεξαρτησία των δικηγορικών συλλόγων.

   Όσον αφορά τον δικηγορικό σύλλογο Καρδίτσας ειδικότερα:

   Το πιο σημαντικό πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει ο Δ.Σ.Κ. στο εγγύς μέλλον είναι το ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ. Τα εισοδήματά του έχουν συρρικνωθεί, τα λειτουργικά του έξοδα έχουν αντίθετα αυξηθεί και η περίοδος των «παχιών αγελάδων» έχει παρέλθει προ πολλού (αναλογιστείτε πόσο έχει συρρικνωθεί το μέρισμα που μια δωδεκαετία πριν έφθανε το ποσό των 3.000 € ετησίως, αλλά πλέον αναμένεται να μηδενιστεί τα επόμενα χρόνια, όταν θα στερέψουν τα έσοδα από τις ελάχιστες εκκρεμείς απαλλοτριώσεις – σε γειτονικούς συλλόγους, ήδη τα μέλη του έχουν υποχρεωθεί να καταβάλλουν εισφορές για να καλυφθούν τα λειτουργικά έξοδα του συλλόγου τους). Χωρίς έσοδα, αργά ή γρήγορα, θα αναγκαστούμε να πληρώνουμε εξ ιδίων όλα τα λειτουργικά έξοδα. Πως όμως θα επιτευχθεί αυτό, όταν οι νέοι κυρίως συνάδελφοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν, επιφορτισμένοι με την πληρωμή ενοικίου και άλλων καθημερινών δαπανών, ασφαλιστικών εισφορών, φορολογικών βαρών (με κυριότερο πρόβλημα την καταβολή Φ.Π.Α.) κλπ., λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσφυγή στην δικαιοσύνη έχει ακριβύνει και έχει καταστεί δυσβάστακτη για τον πολίτη. Κακά τα ψέματα, από τον ανταγωνισμό για την αμοιβή μας, χαμένοι βγαίνουμε εμείς και όχι ο πελάτης, αφού αναγκαζόμαστε να μειώνουμε τις αμοιβές μας και στον απολογισμό, από τα χρήματα που καταβάλλει, οι δαπάνες είναι τέτοιες που αφαιρούμενες, δεν εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή αμοιβή.

   Βρισκόμαστε λοιπόν στην δυσάρεστη θέση να λάβουμε σοβαρές αποφάσεις για το μέλλον του συλλόγου μας και δη, την γραφειοκρατική λειτουργία του και πως θα καλυφθεί οικονομικά. Πρώτιστο ζήτημα που αναγκαστικά θα δρομολογηθεί και θα αναγκαστεί το νέο Δ.Σ. να βάλει στην ατζέντα του, είναι το ζήτημα της οικονομικής του αυτάρκειας, ήτοι η Γενική Συνέλευση θα πρέπει άμεσα να αποφασίσει και όχι το Δ.Σ., όπως γινόταν μέχρι σήμερα (εννοώ σε σχέση με τις λειτουργικές δαπάνες, την αναζήτηση λύσεων που θα αποφέρουν έσοδα, όπως λ.χ. η ανάληψη εκ μέρους των μελών του απαλλοτριώσεων, υπό νέο όμως αυξημένο υπολογισμό της αμοιβής των συναδέλφων που θα απασχολούνται κλπ.). Το οικονομικό πρόβλημα, δεν είναι βέβαια πρόβλημα μόνο του κάθε δικηγορικού συλλόγου και των δικηγόρων, αλλά ευρύτερα κοινωνικό και δεν εστιάζεται μόνον στην οικονομία, αλλά έχει αντίκτυπο σε όλη την κοινωνική ζωή. Όμως, πεποίθησή μου είναι ότι ο κάθε νοικοκύρης οφείλει να φροντίζει πρώτα το δικό του σπίτι και για τον λόγο αυτό έχουν υποχρέωση, όσοι εκλεγούν, να προλάβουν τις εξελίξεις και να αποφασίσουν άμεσα για το μέλλον μας.

   Πιστεύω ακόμη ότι κάποιες θέσεις νομικού παραστάτη που οφείλει να καλύπτει ο σύλλογος με την παρουσία μέλους του υποχρεωτικά εκ του νόμου σε επιτροπές κλπ., δεν θα πρέπει να μοιράζονται μεταξύ των μελών του Δ.Σ. (όπως γινόταν συνήθως μέχρι τώρα), αλλά όπου επιτρέπεται, η κάλυψη να γίνεται μεταξύ των εθελοντών συναδέλφων κατόπιν αποφάσεως (και επιλογής τους) από επιτροπή που θα εκλεγεί από την Γενική Συνέλευση, σταθμίζοντας τα πλεονεκτήματα, τα προσόντα και τις ανάγκες του καθενός ενδιαφερομένου.

Από τα πρώτα χρόνια της Δικηγορίας μου εξάλλου, αναλάμβανα νομικός συμπαραστάτης (αυτό που σήμερα καλείται νομική βοήθεια), όταν το Πρωτοδικείο μου το ζητούσε, διορίστηκα συνήγορος υπεράσπισης σε ποινικές δίκες, σύνδικος πτωχεύσεων κλπ., διότι ήθελα να προσφέρω και πίστευα και έχω την πεποίθηση ότι η Δικηγορία είναι ένα διαρκές σχολείο και οι νομικές γνώσεις αποκτώνται με την εμπειρία και τον χρόνο και όχι από τα βιβλία μόνον. Ανέλαβα και υποστήριξα με θέρμη και επιτυχία πολλές απαλλοτριώσεις για λογαριασμό του συλλόγου, με ζήλο και αυταπάρνηση, ως να ήταν προσωπικές μου υποθέσεις, ακόμη και όταν έμεινα απλήρωτος.

   Ένα άλλο ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα είναι η υλικοτεχνική υποδομή των δικαστηρίων της πόλης της Καρδίτσας και η έλλειψη γραφείων και αιθουσών ακροατηρίου. Η κατασκευή νέου κτηρίου φαίνεται πως ναυάγησε, αφού ουδεμία θετική ενέργεια προς τούτο, έχει γίνει γνωστή. Υπάρχει ακόμη αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον χρόνο εκδίκασης κάποιων υποθέσεων. Και αν αυτό είναι πανελλήνιο πρόβλημα, παρ’ όλα αυτά, άμεση προτεραιότητα έχει για το Πρωτοδικείο Καρδίτσας, η επίσπευση εκδίκασης των ασφαλιστικών μέτρων (δεν είναι δυνατό να δικάζονται μετά από 5 και 6 μήνες), αίτημα που ο σύλλογός μας οφείλει να υιοθετήσει και να υποστηρίξει.

Υποστηρίζω ότι η άμεση γενική συνέλευση επί όλων των σημαντικών θεμάτων είναι θεσμός που εξασφαλίζει την διαφάνεια και την πραγματική έκφραση των πολιτών – μελών – κάθε συλλόγου ή σωματείου. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να αντιμετωπίζονται όλα τα σοβαρά ζητήματα που αφορούν τον σύλλογο, από την Γενική Συνέλευση και όχι από το Δ.Σ., το οποίο θα εξουσιοδοτείται να αποφασίζει για ήσσονος σημασίας ζητήματα και  να εκτελεί τις αποφάσεις της που θα είναι άμεσα ανακλητές, αν δεν υλοποιούνται και δεν εκφράζουν (εκ του αποτελέσματος) τα συμφέροντα του συλλόγου.

   Φρονώ ακόμη ότι ο τρόπος, με τον οποίο διεξάγονται οι εκλογές στον σύλλογό μας, δηλ. με την χρήση της ενιαίας λίστας υποψηφίων, είναι άμεσα δημοκρατικός. Το μοναδικό φάλτσο είναι η μη εκλογή του υποψήφιου Προέδρου (ή υποψηφίων Προέδρων, αν υπάρχουν και άλλοι) που θα ηττηθεί, ακόμη και αν διαθέτει έναν ικανό αριθμό ψήφων, στη θέση του Συμβούλου. Έτσι αποδυναμώνεται η «αντιπολίτευση» και αυτό δεν ωφελεί και δεν κατοχυρώνει την δημοκρατία εντός του Δ.Σ., διότι και η μειοψηφία πρέπει να συμμετέχει και να ακούγεται. Επειδή βέβαια είναι ζήτημα που αφορά τους μικρούς συλλόγους και όχι τους μεγάλους άνω των 300 μελών (όπου οι εκλογές γίνονται με ενιαία λίστα προέδρου και συμβούλων), δεσμεύομαι να ζητήσω από άλλους, αντίστοιχους με τον δικό μας, συλλόγους, την συγκατάθεσή τους, ώστε να υπάρξει πρωτοβουλία για να αλλάξει νομοθετικά το απαράδεκτο αυτό καθεστώς. 

   Η αντιμετώπιση των δικαστών του Πρωτοδικείου μας ήταν πάντοτε «χαλαρή», ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις και έχουμε υποστεί πολλοί από εμάς κρούσματα αυθαιρεσίας. Είχα παλαιότερα το σθένος να ζητήσω την αίτηση εξαιρέσεως δικαστή του Πρωτοδικείου (που έχει ήδη μετατεθεί για άλλους λόγους), μοναδική τα τελευταία χρόνια, με ότι αυτό συνεπάγεται για την αντιμετώπισή μου. Πρόκρινα όμως την αξιοπρέπεια, το κύρος και το συμφέρον του δικηγόρου και του πολίτη. Ο δικηγόρος πρέπει βέβαια να συνεργάζεται με τον δικαστή και να μην τον βλέπει ως αντίπαλό του, όταν όμως ο Δικαστής αυθαιρετεί, θα πρέπει να βρίσκει απέναντί του όχι τον δικηγόρο μεμονωμένα, αλλά τον δικηγορικό σύλλογο. Δεν είναι δυνατό να μην έχει εκφραστεί τόσα χρόνια ούτε ένα παράπονο σε βάρος Δικαστή (εκτός μιας γνωστής περίπτωσης Πρωτοδίκη που μετατέθηκε), ακόμη και όταν επισκέπτεται το Πρωτοδικείο είτε ο προϊστάμενος του Εφετείου είτε ο υπεύθυνος Αρεοπαγίτης (αντίθετα, τα χαμόγελα και οι χειραψίες περισσεύουν, από κριτική όμως τίποτε). Αυτή είναι η θέση μου, ανοικτή σε διάλογο και εφαρμοστέα στην πράξη, αν η Γ.Σ. το αποφασίσει.

Μακριά τέλος από την παραδοσιακή επαρχιακή μέθοδο της «κατ’ οίκον» επίσκεψης για συλλογή ψήφων, θα μου επιτρέψετε (απευθύνομαι κυρίως σε νέους συναδέλφους που πιθανόν να μην έτυχε να γνωριστούμε καν) να μην την ακολουθήσω. Πρόκειται ίσως για επικοινωνιακό τρόπο που ενδείκνυται για μικρούς συλλόγους, όπως ο δικός μας, αλλά δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. Φρονώ ότι όλα τα μέλη έχουν την κρίση να αποφασίσουν, λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον του συλλόγου και σταθμίζοντας τους πιο άξιους συναδέλφους για να τον εκπροσωπήσουν. Και μια ευχή κλείνοντας: Όσοι εκλεγούν, γνωρίζοντας το βαρύ φορτίο που αναλαμβάνουν, εύχομαι να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν των δυσκολιών και να διοικήσουν τον σύλλογο με σύνεση, τιμιότητα και αποτελεσματικότητα.