facebook

1.Ο εγγυητής ελευθερώνεται όταν υφίσταται πταίσμα του δανειστή

    για τη μη ικανοποίηση της αξίωσης  – ΑΚ 862, 330

 

2. ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

 

1)Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως του αριθ. 1 αρ. 559 ΚΠολΔ- Τα αρ. 330 και 862 ΑΚ εφαρμόζονται και ο εγγυητής ελευθερώνεται όταν υφίσταται πταίσμα του δανειστή για τη μη ικανοποίηση της αξίωσης – Δεν υφίσταται πταίσμα του δανειστή όταν επιδιώκει συστηματικά την είσπραξη των οφειλόμενων μισθωμάτων

 

Κατά το άρθρο 862 ΑΚ ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, αν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται από ενδεχόμενη παραίτησή του εκ των προτέρων από το, κατ’ άρθρο 855 ΑΚ, δικαίωμα διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 332 εδ. α ΑΚ είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 1491/2018). Εξάλλου, κατά το αρ. 330 εδ. β ΑΚ, αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική πίστη. Ελλείψει ειδικότερου ορισμού για τη βαριά αμέλεια, ως τέτοια θεωρείται η απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου που παρίσταται ασυνήθιστα μεγάλη και ιδιαίτερα σοβαρή. Η έννοια της αμέλειας είναι νομική και επομένως η αξιολογική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το βαθμό της αμέλειας ελέγχεται αναιρετικά (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 1431/2019).

 Εν προκειμένω, ορθώς το Εφετείο δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των αρ. 330 και 862 ΑΚ, δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε πταίσμα των αρμοδίων οργάνων του καθ’ ου η ανακοπή Δήμου ως προς την είσπραξη των οφειλομένων μισθωμάτων από τον πρωτοφειλέτη – μισθωτή, διότι ο Δήμος επεδίωκε ανά τακτά χρονικά διαστήματα να εισπράξει τα οφειλόμενα μισθώματα, είτε ξεκινώντας την διαδικασία δικαστικής επιδικάσεώς τους, είτε παρέχοντας στον μισθωτή διευκολύνσεις και ρυθμίσεις τακτοποιήσεως του χρέους του, ενημερώνοντας σχετικά και τον εγγυητή, όπως προκύπτει και από τις αποσταλείσες εξώδικες οχλήσεις, τις αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου που αφορούν τη διαδικασία έξωσης του μισθωτή, την άσκηση ενδίκων μέσων εναντίον του, τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του και τη διαταγή απόδοσης του μισθίου.

 

2) Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως του αρ. 14 αρ. 559 ΚΠολΔ- Προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής μισθωμάτων: πρέπει η απαίτηση να αποδεικνύεται εγγράφως – στο δικόγραφο της αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής αρκεί να παρατίθενται πραγματικά περιστατικά με τα οποία εξατομικεύεται η απαίτηση

 

Από το άρθρο 574 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 340, 341 και 342 του ΑΚ προκύπτει ότι κύρια υποχρέωση του μισθωτή για την ομαλή λειτουργία της μισθωτικής σχέσεως είναι η καταβολή του μισθώματος κατά το χρόνο που έχει συμφωνηθεί, διαφορετικά ο μισθωτής γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ορισμένης ημέρας και χωρίς όχληση, η δε υπαιτιότητά του, που αποτελεί στοιχείο της υπερημερίας, τεκμαίρεται με μόνη την παρέλευση του χρόνου καταβολής (ΑΠ 86/2005). Προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής των μισθωμάτων είναι: α) η σύναψη έγκυρης μισθώσεως, β) αποδεικνυόμενη με έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό , γ) η σύμβαση να είναι ενεργός κατά το χρόνο που αναφέρεται στα οφειλόμενα μισθώματα, δηλαδή η σύμβαση να μην έχει λυθεί είτε με την πάροδο του χρόνου που συμφωνήθηκε είτε με καταγγελία για προβλεπόμενο στο νόμο λόγο και δ) το συμφωνημένο μίσθωμα(ΑΠ 274/2020, ΑΠ 914/2018).

Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Με το λόγο αυτό κρίνεται και η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφο που, κατά παράβαση του άρθρου 623 ΚΠολΔ, δεν αποδεικνύει αμέσως την απαίτηση και το ποσό αυτής. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ. 1 εδ. α’ , 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Αν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋποθέσεως εκδοθεί διαταγή πληρωμής αυτή ακυρώνεται μετά από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαιτήσεως, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, αλλά ΑΡΚΕΙ η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που να εξατομικεύουν την απαίτηση, καθόσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γεννήσεώς της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 15/2017).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ορθώς το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρη τη διαταγή πληρωμής. Συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχθηκε ότι η απαίτηση αποδεικνύεται εγγράφως λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου, στο οποίο ορίζεται συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα και τις εξώδικες δηλώσεις – οχλήσεις, μαζί με την από 26-7-2016 ατομική ειδοποίηση της Ταμειακής Υπηρεσίας του καθού η ανακοπή Δήμου, που επιδόθηκαν στον μισθωτή και στον ανακόπτοντα, στις οποίες αναλύεται ο τρόπος υπολογισμού των οφειλομένων μισθωμάτων και τα έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε το εκάστοτε μηνιαίο μίσθωμα και η μείωση αυτού μετά από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου. Περαιτέρω, ορθώς δέχθηκε ότι διαταγής πληρωμής, αυτή περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, και ότι δεν απαιτείται η λεπτομερής έκθεση των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση των περιστατικών εκείνων που εξατομικεύουν την απαίτηση και η αναφορά του ύψους του μισθώματος, χωρίς να απαιτείται η παράθεση του τρόπου υπολογισμού του. Τέλος, ορθώς δέχτηκε ότι από το μισθωτήριο που αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής προκύπτει η παράδοση της χρήσεως του μισθίου στον μισθωτή αυθημερόν με την υπογραφή του και από την αναφορά στη διαταγή πληρωμής ότι ο μισθωτής, αν και χρησιμοποιεί ανεμπόδιστα το μίσθιο, δεν έχει καταβάλει από δυστροπία τα μισθώματα.

 

3)Απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως του αριθ. 8 αρ. 559 ΚΠολΔ γιατί δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο ο κρίσιμος ισχυρισμός που κατά τον αναιρεσείοντα δεν ελήφθη υπ’ όψιν από το Εφετείο

 

Κατά το άρθρο 559 αρθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση, αντένσταση ή με λόγο εφέσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 1681/2018 ). Ο ισχυρισμός που στηρίζει τον ως άνω λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο Εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, και, αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 1681/2018, ΑΠ 1545/2017).

Εν προκειμένω, ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος διότι δεν εκτίθενται στο αναιρετήριο οι πραγματικοί ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, όπως αυτοί προτάθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκαν στο Εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί αν αυτοί ήταν παραδεκτοί και νόμιμοι, ούτε εκτίθεται ο λόγος για τον οποίο θα ασκούσαν αυτοί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Απόφ ΑΠ….

BANNER-LINKEDIN

Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας