Καταχρηστικός ΓΟΣ σε Σύμβαση Δανείου
Η έννοια της «διατάραξης της ισορροπίας» των δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων
Οι αναιρεσείοντες υπέγραψαν σύμβαση μεσομακροπρόθεσμου δανείου με την αναιρεσίβλητη τράπεζα. Στη συνέχεια υπογράφηκε μεταξύ τους το ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΜΕ ΑΝΟΙΚΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ, με το οποίο συμφωνήθηκε η τροποποίηση των όρων αποπληρωμής του ανωτέρω δανείου, με σκοπό η εναπομένουσα χρηματοδότηση του επενδυτικού προγράμματος να εξοφληθεί την 26-4-2022 και η αποπληρωμή να γίνεται με εξαμηνιαίες ίσες δόσεις κεφαλαίου και επιπλέον συμφωνήθηκε επιτόκιο Δ.Α.Ε. τριμήνου, πλέον περιθωρίου 3,25% και εισφοράς Ν.128/75. Μεταξύ των όρων που περιλαμβάνονται του Πρόσθετου Συμφώνου οι οποίοι ήταν προδιατυπωμένοι από την αναιρεσίβλητη στο σύνολό τους, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συνιστούσαν ουσιαστικά τους γενικούς όρους, με τους οποίους η αναιρεσίβλητη χορηγούσε το συγκεκριμένο είδος δανείου προς τους ενδιαφερομένους ήταν και ο όρος “ΠΡΟΩΡΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗ”, σύμφωνα με τον οποίο η ποινή πρόωρης εξόφλησης του δανείου είναι 2% επί των πρόωρα εξοφλούμενων ακέραιων, κατ’ αντίστροφη σειρά λήξεως δόσεων του δανείου. Τρεις μήνες μετά την υπογραφή του ανωτέρω Πρόσθετου Συμφώνου, στις 07.05.2007 η πρώτη των αναιρεσειόντων κατέβαλε στην αναιρεσίβλητη όλο το κεφάλαιο του μεσομακροπρόθεσμου δανείου, ύψους 1.060.769,23 ευρώ, το οποίο θα έπρεπε να εξοφληθεί της 26-4-2022, η δε αναιρεσίβλητη για να δεχθεί την κατάθεση του ανωτέρω ποσού στο σχετικό τραπεζικό λογαριασμό και να εξοφληθεί το χορηγηθέν δάνειο, αξίωσε το ποσό των 21.215,38 (1.060.769,23 Χ 2%) ευρώ, κατ’ εφαρμογή του σχετικού όρου, ως ποινή, λόγω πρόωρου εξοφλήσεως, το οποίο αρνήθηκαν να της καταβάλουν. Αγωγή των αναιρεσειόντων απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο, έφεση κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου απερρίφθη από το Εφετείο.
Κριτήρια για το χαρακτηρισμό ΓΟΣ ως Καταχρηστικού
Η έννοια της «διατάραξης της ισορροπίας» των δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιβάλλει, ο όρος “υπέρμετρη διατάραξη” να εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει “ουσιώδη ή σημαντική” διατάραξη. Συνεπώς, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των ΓΟΣ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών.
ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
1)Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως των αρ. 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ- απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης
Εφόσον η άσκηση του δικαιώματος ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι να προβάλλονται σαφώς όλα τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα (ΑΠ 1689/2013). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής.
Στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς το Εφετείο δέχθηκε ότι η αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων με την οποία προέβαλαν καταχρηστικότητα του όρου περί ποινής πρόωρης εξόφλησης για την αποπληρωμή δανείου που είχαν λάβει από την ήδη αναιρεσίβλητη τράπεζα, δεν είναι ορισμένη, διότι δεν εξειδικεύεται σε τι ακριβώς συνίσταται η επικαλούμενη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, και ειδικότερα δεν αναφέρεται: α)ποιο ήταν το κατά τη σύναψη και την προεξόφληση του δανείου συμφωνηθέν επιτόκιο και αν αυτό ήταν μικρότερο ή μεγαλύτερο από το επιτόκιο υπερημερίας που ίσχυε κατά τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους και β)ποιο ήταν το λειτουργικό κόστος και το κόστος του πιστωτικού κινδύνου από τα οποία απηλλάγη η τράπεζα με την προεξόφληση του δανείου, ώστε να μπορεί να ερευνηθεί αν το αιτούμενο από αυτήν ποσό που αντιστοιχούσε στη συμφωνηθείσα ποινή, ήταν πράγματι υπερβολικό σε σχέση με το ποσό που αυτή θα αποκόμιζε, αν το δάνειο αποπληρωνόταν με εξάμηνες ισόποσες δόσεις μετά πάροδο 15 ετών από την ως άνω πρόωρη εξόφληση εις τρόπον ώστε η εφαρμογή του όρου αυτού να έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων.
2) Βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ
Καταχρηστικός ΓΟΣ περί ποινής πρόωρης εξόφλησης του δανείου γιατί παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας
Στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, μεταξύ δε αυτών και η υπό το στοιχείο ια’ περίπτωση, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, δηλαδή να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η διαφάνεια αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στο ορισμένο ή οριστό περιεχόμενο και στην προβλεψιμότητα της ύπαρξης των όρων. Με την έννοια αυτή πρέπει να προκύπτει από τον ΓΟΣ ο λόγος της υποχρέωσης (του καταναλωτή), το τελικό ύψος της επιβάρυνσης και τα κριτήρια από τα οποία προκύπτει και υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος του δανειστικού συμβολαίου δεν είναι καταχρηστικός. Η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη διότι ο κρινόμενος ΓΟΣ προσβάλλει την αρχή της διαφάνειας, αφού δεν διευκρινίζει στον καταναλωτή για ποιο λόγο καταβάλει τη συγκεκριμένη και σ’ αυτό το ύψος παροχή στην τράπεζα, τροποποιεί την παροχή του δανειολήπτη από κυμαινόμενο επιτόκιο σε σταθερό και ανατρέπει την προσδοκία του πως θα εξισορροπήσει τις ζημίες της τράπεζας, χωρίς να έχει την υποχρέωση απόδοσης σ’ αυτήν ευκαιριακού κέρδους. Επιπλέον δεν υπάρχει σαφήνεια ούτε προς το περιεχόμενο της επιβάρυνσης, αφού στην περίπτωση της πρόωρης εξόφλησης με την πρόσθετη επιβάρυνση ο δανειολήπτης δεν γνωρίζει επί ποίου ποσού θα υπολογίζει το επιτόκιο της πρόσθετης επιβάρυνσης (2% επί άγνωστου, πρόωρα εξοφλούμενου ποσού, που κατά τη σύναψη της σύμβασης δεν γνωρίζει ούτε αν αλλά ούτε και σε ποιο ύψος θα προκύψει). Πράγματι γνωρίζει μεν, πως η επιβάρυνση είναι 2% και είναι σαφές το ύψος αυτό, αλλά ο απλός αριθμητικός υπολογισμός δεν είναι δυνατός, παρά μόνο όταν προκύψει η πρόωρη εξόφληση. Εξάλλου ο καταναλωτής, ως δανειολήπτης, έχει βάσιμα τις εξής προσδοκίες: α) ότι η πρόωρη εξόφληση δημιουργεί ζημιά στην τράπεζα και αυτός πρέπει δικαίως να την αποκαταστήσει, β) ότι η τράπεζα παρέχει δυνατότητα και ευχέρεια στο δανειολήπτη, κάτι που, δεν συμβαδίζει όμως με το ευκαιριακό κέρδος της, από την πρόωρη εξόφληση, γ) ότι στο δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου η υποχρέωση του καταναλωτή θα εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των χρηματαγορών, σύμφωνα και με την κυμαινόμενη φύση της υποχρέωσής του και πως δεν θα μετατραπεί μονομερώς από την τράπεζα η υποχρέωσή του σε κάποιο είδος σταθερού επιτοκίου. Οι παραπάνω όμως προσδοκίες του δανειολήπτη διαψεύδονται γιατί η τράπεζα αποζητά ευκαιριακό κέρδος από την προεξόφληση και γιατί ζητά από το δανειολήπτη σταθερού ύψους παροχή (2%), όποιες κι αν είναι οι οικονομικές συγκυρίες και η κατάσταση των αστάθμητων συντελεστών της χρηματαγοράς, με αποτέλεσμα να ενδέχεται να καταβάλει περισσότερα από ό, τι θα κατέβαλε αν έληγε κανονικά η σύμβαση δανείου. Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, παραπομπή στο Εφετείο.
Απόφ. ΑΠ…..
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας