Δεν υπάρχει καμία συστηματική παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των αλλαγών. Οι αμέτρητες αλλαγές των τελευταίων ετών γίνονται χωρίς κανένα σχέδιο, με μόνη αφετηρία τον ποινικό λαϊκισμό.
Σε πρόσφατη παρέμβασή της η πρόεδρος του Αρείου Πάγου αναφέρθηκε στο ζήτημα της ταχύτητας της Δικαιοσύνης. Μεταξύ άλλων επεσήμανε ως βασική αιτία για την καθυστέρηση τις αναβολές και πρότεινε τον περιορισμό (ή και την κατάργησή) τους.
Δεν είναι κάτι πρωτότυπο, το έχουν υποστηρίξει λίγο – πολύ όλοι οι προκάτοχοί της. Και όλοι «φωτογραφίζουν» τους δικηγόρους ως αιτία του προβλήματος.
Πρέπει σ’ αυτό να γίνουν μερικές επισημάνσεις:
Πρώτον, ο δικηγόρος μπορεί μόνο να υποβάλει αίτημα αναβολής. Η αποδοχή ή όχι του αιτήματος και άρα η τυχόν αναβολή της δίκης αποφασίζεται από τον δικαστή της έδρας.
Δεύτερον, ο αντεισαγγελέας ΑΠ Βασίλης Φλωρίδης ευθέως (και πολλοί άλλοι έμμεσα ή άμεσα) εντοπίζουν τον (κατ’ αυτούς) πληθωρισμό των δικηγόρων ως αιτία για τις αναβολές: οι δικηγόροι, λένε, είναι πάρα πολλοί και επινοούν τα αιτήματα αναβολών για να «βγάζουν μεροκάματο». Το επιχείρημα είναι σαθρό και καταδεικνύει μόνο πόση απόσταση χωρίζει την ηγεσία της Δικαιοσύνης από την πραγματική ενεργή δικηγορία. Αν όμως θεωρήσουμε το επιχείρημα βάσιμο, η δημιουργία τριών ιδιωτικών σχολών νομικής προφανώς θα εντείνει το πρόβλημα – αλλά επ’ αυτού δεν άκουσα κανένα σχόλιο.
Τρίτον, γενικώς κάποια στιγμή το παραμύθι ότι το πρόβλημα στους ρυθμούς απονομής δικαιοσύνης είναι οι αναβολές και οι πονηροί δικηγόροι πρέπει να σταματήσει. Από την έναρξη της οικονομικής κρίσης και εντεύθεν η δικηγορική και (ακόμη περισσότερο) δικαστηριακή ύλη μειώθηκε.
Ο αριθμός των δημοσιευόμενων αποφάσεων ειδικά στην πολιτική δίκη το αποδεικνύει. Παράλληλα πολλές υποθέσεις (συναινετικά διαζύγια, κληρονομητήρια, προσημειώσεις κλπ) έφυγαν από τον φόρτο εργασίας των δικαστών και πέρασαν στους συμβολαιογράφους ή δικηγόρους (με αντίστοιχη οικονομική επιβάρυνση για τους διαδίκους). Ταυτόχρονα έστω και με μέτριους ρυθμούς προχώρησε η μηχανογράφηση ενώ αυξήθηκε και ο αριθμός των δικαστών. Παρ’ όλα αυτά δεν σημειώθηκε πρόοδος στην ταχύτητα. Άρα…;
Τέταρτον, μετά τον Ν.4335/2015 καταργήθηκε η εμμάρτυρη απόδειξη στην τακτική διαδικασία και μαζί μ’ αυτή κάθε δυνατότητα αναβολής. Το αποτέλεσμα ήταν κάθε άλλο παρά το προσδοκώμενο: η ποιότητα της διαδικασίας υπονομεύτηκε ενώ ο επιδιωκόμενος στόχος (η ρημάδα η επιτάχυνση) συχνά επιδεινώθηκε, καθώς εξαιτίας της έλλειψης μαρτύρων πολλές φορές τα δικαστήρια αναγκάζονται να εκδώσουν μη οριστικές αποφάσεις διατάζοντας πραγματογνωμοσύνες – μια διαδικασία ιδιαιτέρως χρονοβόρα και δαπανηρή για τους διαδίκους. Μια ματιά στην αύξηση του αριθμού των μη οριστικών αποφάσεων το αποδεικνύει. Ούτως ή άλλως βέβαια ο χρόνος προσδιορισμού των υποθέσεων αποδεικνύει ότι το μέτρο απέτυχε.
Πέμπτον, οι αλλεπάλληλες αλλαγές στο ποινικό δίκαιο και η μεταφορά ύλης στα μονομελή πλημμελειοδικεία δημιούργησε ασφυξία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Σωματική βλάβη, εξύβριση, εμπρησμός από αμέλεια, ενδοοικογενειακή βία, απάτη, συκοφαντική δυσφήμιση και άλλα τέτοια, σε εκθέματα που φορτώνονται με 50 ή και παραπάνω υποθέσεις σε κάθε δικάσιμο. Ας αναλογιστεί κάποιος το σενάριο σε μια οποιαδήποτε συνεδρίαση μονομελούς πλημμελειοδικείου να μην υποβληθεί κανένα αίτημα αναβολής. Μπορεί άραγε οιοσδήποτε να υποστηρίξει σοβαρά ότι θα συζητηθούν όλες οι υποθέσεις εντός του ωραρίου;
Παράλληλα η κατάργηση των συμβουλίων στα κακουργήματα οδηγεί «αφιλτράριστες» όλες τις υποθέσεις στα ακροατήρια. Οι αντιδράσεις στις διαδοχικές γονατογραφίες της ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης προέρχονται σχεδόν πάντα μόνο από τους δικηγόρους και χαρακτηρίζονται συλλήβδην συντεχνιακές, οπότε κάθε διάλογος πριν ή μετά την ψήφιση των αλλαγών χάνεται στη φλυαρία της επικαιρότητας και του εφήμερου εντυπωσιασμού. Δεν υπάρχει καμία συστηματική παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των αλλαγών. Οι αμέτρητες αλλαγές των τελευταίων ετών γίνονται χωρίς κανένα σχέδιο, με μόνη αφετηρία τον ποινικό λαϊκισμό.
Έκτον, ας κοιτάξουμε λίγο και τα στοιχεία στη διοικητική δικαιοσύνη. Εκεί ο κανόνας είναι ότι οι δίκες αναβάλλονται οίκοθεν ή εξ αιτίας της βραδυπορίας της Διοίκησης. Τα αιτήματα αναβολών εκ μέρους των πολιτών ή των συνηγόρων τους στα διοικητικά δικαστήρια είναι σπάνια, αλλά η κατάσταση ως προς την ταχύτητα είναι εξίσου ή και περισσότερο απογοητευτική.
Συμπερασματικά, αν θέλουμε πράγματι να αλλάξει η Δικαιοσύνη – και όχι μόνο να επιταχυνθεί αλλά ουσιωδώς να βελτιωθεί – πρέπει να γίνει ένας σοβαρός και ειλικρινής διάλογος, με στοιχεία και χωρίς στεγανά. Όσο δικαστές και δικηγόροι αλληλοκατηγορούνται και όσο το Υπουργείο Δικαιοσύνης νομοθετεί ανερμάτιστες αλλαγές για να ικανοποιεί την επικοινωνιακή επικαιρότητα, δεν θα αλλάξει τίποτα. Εδώ θα είμαστε και το 2035 και θα συζητάμε τα ίδια.
ΠΗΓΗ:TOVIMA.GR