facebook

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μπέλτσιος κατά Ελλάδας της 28.11.2023 (αρ. προσφ. 57333/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ και παράλειψη λήψης απόφασης «άμεσα» σχετικά με την αίτηση αποφυλάκισης του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 5 § 4 της ΕΣΔΑ.

Τα έτη 2000 και 2002 υπογράφηκαν συμβάσεις με τα Ελληνικά Ναυπηγεία για προμήθεια και επισκευή υποβρυχίων από τη γερμανική κοινοπραξία H.-F. Στις 30 Οκτωβρίου 2010, μετά από έρευνα που διεξήγαγαν οι αρμόδιες γερμανικές αρχές για διαφθορά, κινήθηκε στην Ελλάδα ποινική δίωξη κατά 41 προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων, και ξεκίνησε η έρευνα της ποινικής ευθύνης του πρώην Υπουργού Εθνικής Άμυνας όσον αφορά τις συμβάσεις υποβρυχίων.

Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε ότι είχε υποσχεθεί και μεταφέρει χρήματα στον τότε Υπουργό Άμυνας και στους ανώτατους διευθυντές των Ελληνικών Ναυπηγείων, ώστε να συνδράμουν στην ενέργεια αυτή παραβαίνοντας τα καθήκοντά τους. Ο προσφεύγων τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση από τις 13 Ιανουαρίου 2014 και παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Κρατήθηκε μέχρι τις 27 Μαρτίου 2015.

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 4554/2013 απόφαση, καταδίκασε τον πρώην Υπουργό Α.Τ. καθώς και άλλους 16 κατηγορούμενους για συναφή εγκλήματα. Το όνομα του προσφεύγοντος αναφερόταν σε κάποιες από τις σελίδες της καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε, ισχυριζόμενος ότι η αναφορά του ονόματός του στην απόφαση παραβίασε το τεκμήριο αθωότητάς του.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι για να εκδοθεί η απόφαση, τα εθνικά δικαστήρια χρειαζόταν να αναλύσουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και ήταν υποχρεωμένα να εξακριβώσουν τα σχετικά στοιχεία για την εκτίμηση της νομικής ευθύνης του κατηγορουμένου Α.Τ. Ωστόσο, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, κάνοντας αυτές τις αναφορές στον προσφεύγοντα, δεν κατέστησε σαφές ότι δεν καθόριζε την ενοχή του. Συνεπώς, οι επίμαχες ονομαστικές αναφορές της απόφασης είχαν παραβιάσει το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος.

Επιπλέον, από τη στιγμή που ο προσφεύγων κατέθεσε προσφυγή κατά της προσωρινής κράτησης μέχρι την έκδοση του απορριπτικού βουλεύματος πέρασαν 4 μήνες και 14 ημέρες. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η καθυστέρηση αυτή δεν ήταν δικαιολογημένη ούτε υπήρχε κίνδυνος φυγής σε περίπτωση που ο προσφεύγων αποφυλακιζόταν. Συνεπώς, διαπίστωσε και παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 4 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 7.800 για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 2

Άρθρο 5 παρ. 4

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Το 2000 υπογράφηκε σύμβαση για την προμήθεια υποβρυχίων από τη γερμανική κοινοπραξία H.-F. από τα Ελληνικά Ναυπηγεία συνολικής αξίας άνω του 1,3 δισεκατομμυρίου ευρώ. Το 2002 υπογράφηκε άλλη μια σύμβαση για την επισκευή υποβρυχίων συνολικής αξίας άνω των 820 εκατ. ευρώ. Το 2010 ανατέθηκε σε ελεγκτικές εταιρείες της Γερμανίας η διενέργεια εσωτερικού ελέγχου στην εταιρεία F. και εκδόθηκε έκθεση συμμόρφωσης. Στις 30 Οκτωβρίου 2010, μετά από έρευνα που διεξήγαγαν οι γερμανικές αρχές για διαφθορά, κινήθηκε στην Ελλάδα ποινική διαδικασία κατά 41 προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων. Το 2011 εκδόθηκε έκθεση από ειδική επιτροπή του ελληνικού κοινοβουλίου που ανέλαβε να διερευνήσει την ευθύνη του πρώην υπουργού Άμυνας όσον αφορά τις συμβάσεις υποβρυχίων.

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ

Το 2011, μετά την προκαταρκτική έρευνα, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος και άλλων σαράντα προσώπων, για παράνομη συνδρομή γερμανικής εταιρείας για την απόκτηση των σχετικών συμβάσεων των υποβρυχίων. Ειδικότερα, κατηγορήθηκε ότι είχε υποσχεθεί και μεταφέρει χρήματα στον τότε Υπουργό Άμυνας και στους ανώτατους διευθυντές των Ελληνικών Ναυπηγείων, ώστε να συνδράμουν στην ενέργεια αυτή παραβαίνοντας τα καθήκοντά τους. Μια άλλη κατηγορία εναντίον του ήταν ότι μεταξύ Μαρτίου 2000 και Οκτωβρίου 2003, μαζί με άλλους και επανειλημμένα, είχε σκόπιμα αποκρύψει την πραγματική προέλευση των 52 εκατομμυρίων ευρώ και των 2,9 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (CHF), καθώς και είχε λάβει και μεταβιβάσει τα ποσά αυτά, που προκύπτουν από διαφθορά στο πλαίσιο των υποβρυχίων συμβάσεων.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2011 η ποινική δικογραφία διαβιβάστηκε στον ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών για κύρια ανάκριση. Ο προσφεύγων τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση από τις 13 Ιανουαρίου 2014, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τον ανακριτή στις 18 Ιανουαρίου 2014. Στις 23 Ιανουαρίου 2014 ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης. Το Συμβούλιο συνεδρίασε στις 27 Μαΐου 2014 και με το υπ’ αριθ. 1821/2014 βούλευμα, που δημοσιεύθηκε στις 6 Ιουνίου 2014, απέρριψε την προσφυγή του. Με το υπ’ αριθμ. 2369/2014 βούλευμα, που δημοσιεύθηκε στις 10 Ιουλίου 2014, το Συμβούλιο διέταξε την παράταση της κράτησης για 6 μήνες, δηλαδή μέχρι 13 Ιανουαρίου 2015.

Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2014.

Με το υπ’ αριθ. 518/2015 παραπεμπτικό βούλευμα ο προσφεύγων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για: i) δωροδοκία σε βάρος του Δημοσίου, τελεσθείσα από κοινού με άλλους και κατ’ εξακολούθηση, υπό ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις, προκαλώντας στο Δημόσιο ιδιαίτερα σημαντική ζημία, και ii) νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα από κοινού με άλλους και τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα. Με το ίδιο βούλευμα η προσωρινή του κράτηση αντικαταστάθηκε από προληπτικά μέτρα. Ο προσφεύγων κρατήθηκε μέχρι τις 27 Μαρτίου 2015.

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ A.T.

Με το υπ’ αριθμ. 545/2013 βούλευμα ο πρώην Υπουργός Α.Τ. και 18 συγκατηγορούμενοι (ο προσφεύγων δεν ήταν ανάμεσά τους) παραπέμφθηκαν σε δίκη για νομιμοποίηση εσόδων προϊόντων από εγκληματική δραστηριότητα, ύψους άνω των 150.000 ευρώ. Με την υπ’ αριθμ. 4554/2013 απόφαση που εκδόθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2013, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων καταδίκασε τον Α.Τ. σύμφωνα με τις κατηγορίες, καθώς και άλλους 16 κατηγορούμενους για συναφή εγκλήματα.

Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας του άρθρου 171 § 1 του τότε ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για μη σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, με την αιτιολογία ότι η απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με την υπόθεση του Α.Τ. αποδέχτηκε την ενοχή του προσφεύγοντος και προκάλεσε την μετέπειτα δικαστική εκτίμηση της υπόθεσής του. Στις 23 Ιανουαρίου 2019, με την απόφαση υπ’ αριθ. 345/2019, το Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών καταδίκασε τον προσφεύγοντα για συνέργεια, μαζί με άλλους, στην παθητική δωροδοκία του πρώην Υπουργού Άμυνας Α.Τ. για το ποσό του 1.000.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου. Απέρριψε την ένστασή του, θεωρώντας ότι το δικαστήριο έπρεπε να αξιολογήσει όλα τα στοιχεία που περιέχονταν στον δικαστικό φάκελο προκειμένου να εκτιμήσει το βάσιμο των κατηγοριών και άλλοι κατηγορούμενοι είχαν ζητήσει την ανάγνωση ορισμένων εγγράφων για την υπεράσπισή τους. Καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια κάθειρξη. Ο προσφεύγων αθωώθηκε για ενεργητική δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την υπ’ αριθ. 262/2021 απόφαση, έκανε δεκτή την έφεση του προσφεύγοντος και έπαυσε την ποινική του δίωξη λόγω παραγραφής.

Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για τις αναφορές που έγιναν στην δικαστική απόφαση κατά του πρώην Υπουργού Α.Τ., και συγκεκριμένα στις σελίδες 2052 και 2059-2062, το περιεχόμενο των οποίων παρουσίασε στις παρατηρήσεις του και οι οποίες, όπως ισχυρίστηκε, παραβίασαν το τεκμήριο αθωότητας, κρίνοντάς τον ουσιαστικά ένοχο για ποινικά αδικήματα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Α) Άρθρο 6 παρ. 2

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά την έκδοση της καταδικαστικής  απόφασης υπ’ αριθ. 4554/2013 κατά του Α.Τ. για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, είχε κινηθεί διαδικασία κατά του προσφεύγοντος ενώπιον του ανακριτή για καταγγελίες για ενεργητική δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Είχε επομένως «κατηγορηθεί για ποινικό αδίκημα» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 2 (βλ. Šubinski κατά Σλοβενίας της 18.01.2007, αρ. προσφ. 19611/04, § 66). Τα σχετικά χωρία της απόφασης αφορούσαν την συμμετοχή του στις συμβάσεις υποβρυχίων οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο της έρευνας που είχε κινηθεί εναντίον του. Τα αρμόδια δικαστήρια δεν είχαν αποφασίσει ακόμη για τις κατηγορίες σε βάρος του προσφεύγοντος, ο οποίος κατηγορήθηκε για συνέργεια στην παθητική δωροδοκία του Α.Τ. και άλλων. Άρα, η διαδικασία ήταν άμεσα συνδεδεμένη. Ήταν επομένως απαραίτητο να υπάρχουν εγγυήσεις για να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν στη διαδικασία κατά του A.T. δεν θα υπονόμευαν το δίκαιο χαρακτήρα της επακόλουθης διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι ο τελευταίος δεν είχε κανένα καθεστώς σε αυτή τη διαδικασία που θα του επέτρεπε να αμφισβητήσει τα εν λόγω πορίσματα (βλ. Navalnyy και Ofitserov κατά Ρωσίας της 23.01.2016, αρ. προσφ. 46632/ 13 και 28671/14 § 103).

Η ποινική διαδικασία σχετικά με την εκτίμηση της ενοχής του A.T. αφορούσε πολλά άτομα και χρειάστηκε να φωτιστεί και να εξεταστεί υλικό σχετικά με πολύπλοκα προγράμματα δωροδοκίας. Προκειμένου να εκτιμηθεί εάν ο Α.Τ. είχε συμμετάσχει στη νομιμοποίηση των εσόδων της παθητικής δωροδοκίας σε βάρος του κράτους, το δικαστήριο αναπόφευκτα έπρεπε να αναφέρει τον ρόλο που διαδραμάτισε ένας κύκλος προσώπων που φέρεται ότι είχε ανατεθεί από την κοινοπραξία να εντοπίσει και να επηρεάσει υψηλόβαθμους αξιωματούχους, όπως ο προσφεύγων. Χρειαζόταν να αναλύσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και ήταν υποχρεωμένο να εξακριβώσει τα σχετικά στοιχεία για την εκτίμηση της νομικής ευθύνης του κατηγορουμένου, Α.Τ., όσο το δυνατόν ακριβέστερα. Το δικαστήριο ανέφερε επίσης τα έγγραφα (γερμανικός δικαστικός φάκελος, έκθεση ελέγχου συμμόρφωσης, έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής) ή τις καταθέσεις του μάρτυρα στις οποίες βασίστηκαν ορισμένες υποθέσεις.

Ωστόσο, εκτιμώντας τις επίμαχες δηλώσεις, στο πλαίσιο της δίκης κατά του Α.Τ. το εθνικό δικαστήριο δεν κατέστησε σαφές ότι δεν καθόριζε την ενοχή του προσφεύγοντος. Ο τελευταίος αναφέρθηκε ονομαστικά και οι δηλώσεις δεν περιείχαν καμία επιφύλαξη που να διευκρινίζει ότι οι ενέργειές του εξετάστηκαν σε χωριστή δέσμη ποινικών διαδικασιών που εκκρεμούσαν τη δεδομένη στιγμή (βλ. αντίθετα Bauras κατά Λιθουανίας της 31.10.2017, αρ. προσφ. 56795/13 § 54). Ειδικότερα, το δικαστήριο ανέφερε ότι «ο Μπέλτσιος εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος του Α.Τ, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι ήταν ένας από αυτούς που… δέχονταν δωροδοκίες για λογαριασμό του Α.Τ.», «ο ίδιος ο Μπέλτσιος το 2000 είχε προβεί σε δύο διαβουλεύσεις με την εταιρεία F. … (που, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις του ΣΔΟΕ [Σώμα Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων] δεν εκτελέστηκαν ποτέ, απόδειξη ότι απέκρυβαν παράνομες συναλλαγές)», «παρά τις δωροδοκίες που έλαβε [ο Μπέλτσιος] για λογαριασμό του πρώην Υπουργού … έλαβε και άλλες δωροδοκίες για τoν Α.Τ., ως ειδικός «σύμβουλος» της γερμανικής εταιρείας…». Μολονότι το δικαστήριο, όπως σωστά επισήμανε η Κυβέρνηση, δεν μπόρεσε να κρίνει ένοχο τον προσφεύγοντα στη διαδικασία αυτή, εξέφρασε τα πραγματικά περιστατικά και τις απόψεις σχετικά με τη συμμετοχή του στο αδίκημα με όρους που δεν περιέγραφαν μια κατάσταση υποψίας, αλλά θα μπορούσαν να  θεσμοθετήσουν την ενοχή του. Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε από τα επίμαχα μέρη της απόφασης στο σύνολό της ισοδυναμούσε με σαφή δήλωση, ελλείψει αμετάκλητης καταδίκης, ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει αυτά τα ποινικά αδικήματα.

Μολονότι το δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση εναντίον του προσφεύγοντος έπρεπε να προβεί σε νέα αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων και ο προσφεύγων είχε την ευκαιρία να τα αμφισβητήσει, το ΕΔΔΑ δεν μπόρεσε να δεχθεί το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι παραχωρήθηκαν όλα τα διαδικαστικά δικαιώματα στον προσφεύγοντα ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων για την υπόθεσή του. Το τεκμήριο αθωότητας αποκλείει τη διαπίστωση ενοχής εκτός ποινικής διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ανεξάρτητα από τις διαδικαστικές εγγυήσεις σε τέτοιες παράλληλες διαδικασίες (βλ. Böhmer κατά Γερμανίας της 03.10.2002, αρ. προσφ. 37568/97 § 67).

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επίμαχες δηλώσεις στην απόφαση με αριθμ. 4554/2013 είχαν παραβιάσει το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ).

Β) Άρθρο 5 παρ. 4 της ΕΣΔΑ

Στις 23 Ιανουαρίου 2014 ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης η οποία διέταξε την προσωρινή του κράτηση. Στις 7 Απριλίου 2014 ο εισαγγελέας υπέβαλε την πρότασή του ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το Συμβούλιο συνεδρίασε στις 27 Μαΐου 2014 και το Βούλευμα με αριθ. 1821/2014 δημοσιεύθηκε στις 6 Ιουνίου 2014, απορρίπτοντας την προσφυγή του προσφεύγοντος. Η περίοδος διήρκεσε 4 μήνες και 14 μέρες και τίποτα δεν υποδήλωνε ότι ο προσφεύγων συνέβαλε στην εν λόγω καθυστέρηση. Ο εισαγγελέας χρειάστηκε 2,5 μήνες για να υποβάλει την Πρότασή του χωρίς η Κυβέρνηση να προβάλει κανέναν λόγο για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση αυτή. Ακόμη και αν ο ποινικός φάκελος ήταν κάποιας πολυπλοκότητας, καθώς αφορούσε πολλούς υπόπτους και πολύπλοκα σχέδια δωροδοκίας, το ερώτημα που τέθηκε ήταν εάν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής εναντίον του προσφεύγοντος και εάν υπήρχε κίνδυνος φυγής ή επανάληψης τέλεσης του αδικήματος (βλ. επίσης Λοΐζου κατά Ελλάδος της 18.03.2021, αρ. προσφ. 17789/16 § 56-59, κατά την οποία παρόμοια διαδικασία διήρκεσε 4 μήνες και 8 μέρες).

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 της ΕΣΔΑ λόγω της αποτυχίας των εθνικών αρχών να αποφασίσουν σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησης του προσφεύγοντος «με ταχύτητα».

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.800 για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).