facebook

Άρθρα – Απόψεις

Η  Εξαίρεση από την Ασφαλιστική Κάλυψη του Ζημιωθέντος Επιβάτη  σε Τροχαίο Ατύχημα κατά το Αντικατασταθέν  Άρθρο  7 του ν.489/1976

Η προστασία του με Βάση την «Κάθετη» Εφαρμογή της Τρίτης Κοινοτικής Οδηγίας έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου και της Ασφαλιστικής Επιχείρησης

και η Οριοθέτηση  της Έννοιας του «Τρίτου».

(Με αφορμή τις υπ αριθ.461/2017 και 654/2022 Αποφάσεις του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του  Αρείου Πάγου)

υπό Γεωργίου Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.

 

(Δημοσιεύεται στη ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ,τεύχος Ιανουάριος 2024)

 

Ι.- Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ.3 και ήδη 249 παρ.1 και 3 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης της ΕΟΚ προκύπτει ότι οι Οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος της Κοινότητας στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορά το επιδιωκόμενο με αυτές αποτέλεσμα (αρχή της αποτελεσματικότητας)[1]. Από τις ενωσιακές αυτές ρυθμίσεις  απορρέει και ο κανόνας ότι οι διατάξεις της Οδηγίας έχουν για τα κράτη μέλη την ίδια δεσμευτικότητα που έχουν και οι διατάξεις των Κανονισμών και δεν βρίσκονται σε κατώτερη ιεραρχική σχέση προς τους τελευταίους[2].

Αν έχει λήξει η προθεσμία μεταφοράς της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους ή η μεταφορά έγινε μεν αλλά πλημμμελώς, τότε η Οδηγία παράγει άμεσα τα αποτελέσματά της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους. Προϋπόθεση προς τούτο αποτελεί ότι η Οδηγία πρέπει να έχει περιεχόμενο κατάλληλο, δηλαδή αυτό να είναι επαρκώς σαφές, ακριβές και απαλλαγμένο από αιρέσεις[3]. Στην περίπτωση αυτή οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τις συγκεκριμένες διατάξεις της Οδηγίας έναντι του κράτους μέλους και ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ώστε να επιτύχουν υπέρ τους το ευνοϊκό γι αυτούς αποτέλεσμα της Οδηγίας. Ο κανόνας δηλαδή είναι ότι η επίκληση της Οδηγίας από τον ιδιώτη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορεί να γίνει μόνον έναντι του κράτους και των οργανισμών που εξομοιώνονται με αυτό. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος στην θεωρία για κάθετο άμεσο αποτέλεσμα. Αντίθετα η απευθείας ανάπτυξη άμεσων αποτελεσμάτων μιας Οδηγίας δεν είναι επιτρεπτή στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις, οπότε γίνεται λόγος για οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα, το οποίο και δεν επιτρέπεται να λειτουργήσει[4].

ΙΙ. Οι  Αποφάσεις  461/2017  και 654/2022  του  Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου  Πάγου

 

Οι πάρα πάνω αποφάσεις του Αρείου Πάγου κλήθηκαν να αποφανθούν εάν η διάταξη του άρθρου 1, εδάφιο πρώτο, της Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ  της 14/5/1990, αποκαλούμενης Τρίτης Οδηγίας, μπορεί να έχει κάθετο άμεσο αποτέλεσμα στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη από αυτές ο σχετικός ισχυρισμός των ιδιωτών, δικαιούχων αποζημιώσεως  από τροχαίο ατύχημα, εστρέφετο κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και στη δεύτερη ο ισχυρισμός των δικαιούχων αποζημιώσεως επίσης από τροχαίο ατύχημα, εστρέφετο κατά Ασφαλιστικής Εταιρίας. Το κρίσιμο ζήτημα και στις δύο περιπτώσεις ήταν αν θα εφαρμοστεί η πάρα πάνω διάταξη της Οδηγίας, η οποία θεσπίζει τον κανόνα ότι η ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος, ή η διάταξη του άρθρου 7 του νόμου 489/1976, η οποία εξαιρεί από την ασφαλιστική κάλυψη  τέσσερις κατηγορίες προσώπων  των οποίων η ζημία προήλθε από σωματική βλάβη που  προξενήθηκε  σε αυτά λόγω τροχαίου ατυχήματος, διότι αυτοί δεν θεωρούνται τρίτοι κατά την διατύπωση του νόμου. Πρόκειται συγκεκριμένα για τον οδηγό του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημία, για τα πρόσωπα των οποίων η ευθύνη καλύπτεται με την σύμβαση ασφάλισης, τον κύριο, τον κάτοχο και τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο[5].

Πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 7 του πάρα πάνω νόμου ενσωματώνει στο εσωτερικό μας δίκαιο την προαναφερόμενη διάταξη της Κοινοτικής Οδηγίας, για την μεταφορά της οποίας ο έλληνας νομοθέτης είχε προθεσμία έως την 31 /12/1995. Πλην όμως αυτός  μετέφερε την εν λόγω διάταξη της Οδηγίας μόλις το έτος 2022, με το άρθρο 50 του νόμου 4949/2022 με το οποίο και αντικαταστάθηκε το άρθρο 7, δηλαδή με καθυστέρηση 27 ετών. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για καθυστερημένη μεταφορά της Οδηγίας, η οποία και ενεργοποιεί τον προβληματισμό για τη δυνατότητα  επίκλησης ή όχι της διάταξης αυτής της Οδηγίας από τους ζημιωθέντες απέναντι στο Επικουρικό Κεφάλαιο στην  περίπτωση  της πρώτης απόφασης και στην Ασφαλιστική Εταιρία στην περίπτωση της δεύτερης απόφασης.

Το ζήτημα ήταν κρίσιμο και στις δύο πάρα πάνω περιπτώσεις, αφού οι δικαιούχοι ήταν όλοι πρόσωπα τα οποία εξαιρούντο από την ασφαλιστική κάλυψη, διότι υπήγοντο στις πάρα πάνω εξαιρέσεις του άρθρου 7 του νόμου 489/1976, ενώ ο κρίσιμος χρόνος γένεσης της προς αποζημίωση αξίωσης εμπίπτει στο διάστημα κατά το οποίο ίσχυε ακόμα, πριν από την πρόσφατη αντικατάστασή της, η διάταξη του άρθρου 7 με τις εξαιρέσεις που αυτό προέβλεπε.

Η πρώτη από τις πάρα πάνω αποφάσεις (461/2017) διαπιστώνει καταρχήν το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 7 έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς την πάρα πάνω διάταξη του ενωσιακού δικαίου. Για να συγκροτήσει αυτόν τον συλλογισμό της επικαλείται τις διατάξεις των συναφών κοινοτικών Οδηγιών οι οποίες ρυθμίζουν τα ζητήματα που σχετίζονται με το δικαίωμα της αποζημίωσης των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα και τις αντίστοιχες αποφάσεις του ΔΕΚ και του ΔΕΕ. Πλην όμως απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγόντων με την αιτιολογία ότι η διάταξη του άρθρου 1 εδ. πρώτο της Οδηγίας 90/232/ ΕΟΚ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου,  διότι η ισχύς της εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει “εθνικό δίκαιο” και των αντίστοιχων κρατικών φορέων (κάθετο αποτέλεσμα) και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, όπως είναι η σχέση μεταξύ των ζημιωθέντων συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος αφ΄ενός και του Επικουρικού Κεφαλαίου αφ΄ετέρου, που είναι ΝΠΙΔ, όπως δηλώνει και η επωνυμία του , το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Εμπορίου(οριζόντιο αποτέλεσμα).

Η απόφαση 654/2022 δέχεται κατ΄αρχήν ότι ο έλληνας νομοθέτης είχε μεταφέρει πλημμελώς την κρίσιμη διάταξη της πάρα πάνω κοινοτικής Οδηγίας και επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή περιέχει κανόνες σαφείς, ορισμένους και αρκούντως ακριβείς, χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής και επομένως δεκτικούς απευθείας εφαρμογής έναντι των κρατών μελών. Επίσης παραπέμπει στις αιτιολογικές σκέψεις αυτής της Οδηγίας και στις σχετικές  αποφάσεις του ΔΕΚ, στις οποίες τονίζονται, μεταξύ των άλλων, και τα ακόλουθα. α) Ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί η παρόμοια μεταχείριση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων, ανεξάρτητα από τον τόπο που λαμβάνει χώρα το ατύχημα στο εσωτερικό της Κοινότητας και β) ότι σκοπός των ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες αφορούν την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, είναι να προστατεύσουν μια ιδιαιτέρως ευάλωτη κατηγορία δυνητικών θυμάτων, δηλ. τους επιβάτες των αυτοκινήτων οχημάτων, καλύπτοντας τα κενά που υφίστανται στις νομοθεσίες ορισμένων κρατών μελών όσον αφορά την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη αυτών των επιβατών. Ακολούθως η απόφαση αυτή επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, η οποία αναφέρεται στον προσδιορισμό της έννοιας του κράτους και των κρατικών οργανισμών, την οποία έννοια και διευρύνει, ώστε να συμπεριλάβει και τους φορείς εκείνους που δεν αποτελούν “κρατικούς φορείς”, ώστε να εφαρμοσθεί και σε αυτούς το άμεσο κάθετο αποτέλεσμα της Οδηγίας. Αφού παραθέτει αναλυτικά τη νομολογία αυτή του Δικαστηρίου της Ένωσης η οποία είναι ευνοϊκή για τους παθόντες, παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου αυτή να κρίνει αν οι διατάξεις του άρθρου 1 εδαφ. 1 της Κοινοτικής Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ, οι οποίες δεν είχαν ενσωματωθεί ακόμα στην εσωτερική έννομη τάξη, μπορούσαν να έχουν απευθείας εφαρμογή έναντι ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων. Αναγκαία προϋπόθεση προς τούτο είναι, κατά το σκεπτικό αυτής της απόφασης, να κριθεί προηγουμένως από την Ολομέλεια αν οι ασφαλιστικές αυτές επιχειρήσεις συνιστούν οργανισμούς  που διακρίνονται από τους ιδιώτες και που εξομοιώνονται, όσον αφορά την εφαρμογή των Κοινοτικών Οδηγιών, με την έννοια του κράτους. Και αυτό διότι κατά το ισχύον νομικό καθεστώς η λειτουργία τους τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία δημόσιας αρχής ( ήδη της Τράπεζας της Ελλάδος), προϋπόθεση η οποία δεν απαιτείται να συντρέχει σωρευτικά και με άλλες προϋποθέσεις. Η παραπομπή αυτή στην Ολομέλεια έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 563 παρ.2 περ.β΄του ΚΠολΔικ και του άρθρου 23 παρ.2 εδ.γ΄του νόμου 1756/1988, διότι κρίθηκε ότι εν προκειμένω δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που αφορά όχι μόνον την συγκεκριμένη υπόθεση,  αλλά  σημαντική κατηγορία επιβατών -παθόντων σε τροχαία ατυχήματα και σε περίπτωση θανάτου αυτών των οικείων τους, οι οποίοι στερούνται αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, στην περίπτωση κατά την οποία έχουν κάποια από τις ιδιότητες του άρθρου 7 του πάρα πάνω νόμου.

ΙΙΙ. Οι Κοινοτικές Οδηγίες και η ερμηνεία τους  από το Δικαστήριο της Ένωσης

 

Μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες των οργάνων της ΕΕ είναι η παραγωγή κανόνων δικαίου και η αναγκαία ερμηνεία τους, ώστε να επιτευχθεί η εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση των επί μέρους διατάξεων. Και είναι αναγκαία η ερμηνεία αυτών των διατάξεων, διότι οι κανόνες που θέτει η Ένωση είναι γενικού χαρακτήρα και επιδιώκουν την επίτευξη ορισμένων στόχων. Η ερμηνεία αυτή έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο της ΕΕ με το άρθρο 19 παρ.1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστής καλείται να ερμηνεύσει το γράμμα του ενωσιακού δικαίου, να το εντάξει σε ένα ευρύτερο νομικό σύστημα και να αναζητήσει τόσο το πνεύμα  με βάση τις αρχές και τους σκοπούς της Ένωσης όσο και την ιστορική βούληση του ενωσιακού νομοθέτη. Ο μηχανισμός που εγγυάται την ομοιόμορφη και ενιαία εφαρμογή και ερμηνεία του δικαίου είναι ιδίως η προδικαστική παραπομπή[6]. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες ερμηνεύεται ένας κανόνας του δικαίου, επομένως και των Κοινοτικών Οδηγιών, διαφωτίζουν και διευκρινίζουν τη σημασία και το περιεχόμενο του κανόνα του ενωσιακού δικαίου, όπως πρέπει και θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από τον χρόνο της θέσης του σε ισχύ. Η προκρινόμενη από το ΔΕΕ ερμηνεία δεν περιορίζεται μόνο στην  υπόθεση για την οποία υποβλήθηκε το προδικαστικό ερώτημα, αλλά αναπτύσσει τη δεσμευτικότητά της πέραν της κυρίας δίκης  σε όλες τις υποθέσεις που καλούνται να κρίνουν επί του ιδίου θέματος επί του οποίου έκρινε το Δικαστήριο της ΕΕ[7]. Αυτό διακηρύσσεται και στην υπ΄αριθ. 283/81 απόφαση του ΔΕΚ της 6/10/1982, στην οποία τονίζεται η δεσμευτικότητα αυτή της ερμηνείας όταν τα ανακύπτοντα ζητήματα είναι ταυτόσημα προς το ζήτημα που απετέλεσε ήδη το αντικείμενο της προδικαστικής αποφάσεως σε ανάλογη περίπτωση.

Προκειμένου να κατανοηθεί η σημασία που έχει για τα εθνικά νομοθετικά και διακαιοδοτικά όργανα η ερμηνεία των κανόνων του Ενωσιακού Δικαίου από το ΔΕΕ πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα δύο στοιχεία.

 

Για περισσότερα πατήστε στις εικόνα

Εάν είστε συνδρομητής κάντε πρώτα login εδώ

BANNER-LINKEDIN

Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας